Το μεγάλο παράδοξο του Ωδείου Αθηνών αποτυπώνεται με τον πλέον εμφατικό κι ειρωνικό τρόπο τη χρονιά που διανύουμε, καθώς ενώ συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας για το παλαιότερο μουσικό και θεατρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, με πλήθος ένδοξων ονομάτων να έχουν περάσει απ’ τα έδρανά του, το κτίριο στο οποίο στεγάζεται παραμένει ημιτελές και αναξιοποίητο. Για το εμβληματικό οικοδόμημα που σχεδίασε με βαθιά πίστη στη Bauhaus λιτότητα ο Δεσποτόπουλος το ’59 και ξεκίνησε να χτίζεται πρώτο απ’ το σύμπλεγμα του Πνευματικού Κέντρου Αθηνών που οραματιζόταν ο αρχιτέκτονας (ένα οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο θα υπήρχε επίσης η Λυρική, η Πινακοθήκη, το Βυζαντινό Μουσείο κ.ά.), οι κατασκευαστικές εργασίες σταμάτησαν το 1976, αποτελώντας έκτοτε μια διαρκή εκκρεμότητα για την Πολιτεία, της οποίας η επίλυση είναι πλέον γεγονός.
Με την αγαστή συνεργασία της Περιφέρειας Αττικής, του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων, ιδιωτικών φορέων και ιδρυμάτων που συνέβαλαν με επιμέρους χρηματοδοτικές ενέσεις (όπως η Χιόνα Ξανθοπούλου-Schwarz, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος και το Ίδρυμα της Αλίκης Βατικιώτη) καθώς και της διοίκησης του οργανισμού, το Ωδείο Αθηνών μπαίνει σε νέα εποχή καθώς ολοκληρώνονται και εκσυγχρονίζονται οι κτιριακές του εγκαταστάσεις. Μέσω παρεμβάσεων στο υφιστάμενο κτίριο που ήδη υλοποιούνται και μέλλεται να ολοκληρωθούν εντός του έτους, κατασκευάζονται νέοι πολιτιστικοί χώροι και το Ωδείο εξελίσσει την ταυτότητά του, σύμφωνα με τις τωρινές προκλήσεις και απαιτήσεις.
«Η όλη ιστορία ξεκίνησε από μια μεγάλη απορία: πώς είναι δυνατό στο κέντρο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, εκατόν πενήντα μέτρα από το Προεδρικό Μέγαρο, να υπάρχει ένα αληθινό μνημείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ενυπόγραφο από έναν σπουδαίο αρχιτέκτονα, το οποίο να σαπίζει ημιτελές και εγκαταλελειμμένο», ανέφερε ο πρόεδρος του ΔΣ του Ωδείου, Νίκος Τσούχλος, στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε διαδικτυακά για το έργο, «αυτή η απορία ήταν αρκετά πειστική ώστε να λάβουμε την απαραίτητη στήριξη».
Οι παρεμβάσεις αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού υπογράφονται από το γραφείο μελετών «Θύμιος Παπαγιάννης και Συνεργάτες ΑΕΜ» (με ανάδοχο κατασκευαστική εταιρία την ΕΤΒΟ Α.Τ.Ε.) και αφορούν ένα συγκεκριμένο αλλά καίριο τμήμα των 14.000 τ.μ. του Ωδείου. Πρόκειται κυρίως για τους χώρους πολιτισμού, τουτέστιν το αμφιθέατρο δυναμικότητας 600 θέσεων (μαζί με τους βοηθητικούς χώρους του), τον υπόγειο πειραματικό black-box πολυχώρο 200 θέσεων, τα φουαγιέ και τους χώρους εκδηλώσεων, όπου θα φιλοξενούνται και εικαστικές εκθέσεις, την είσοδο του Ωδείου με ένα νέο εστιατόριο, καθώς και ένα πλήρως εξοπλισμένο music lab στο υπόγειο, αφιερωμένο στους νέους καλλιτέχνες. Συνολικά, χρειάστηκαν περίπου 7 εκατ. ευρώ που εξασφάλισε η Περιφέρεια Αττικής μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, συμβάλλοντας επίσης με άλλα 790.000 ευρώ για την ψηφιοποίηση του αρχείου του Ωδείου.
«Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι ελαφρώς διαφορετικό από αυτό που σχεδιαζόταν τη δεκαετία του ’50 για το Ωδείο Αθηνών», σημείωσε στη συνέχεια ο Νίκος Τσούχλος, επισημαίνοντας πως πλέον το πολιτιστικό τοπίο έχει αλλάξει και οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές. Πρώτη προτεραιότητα θα είναι οι νέοι καλλιτέχνες, «οι οποίοι μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους έως την ένταξή τους στην αγορά διέρχονται από ένα έρημο τοπίο». Το Ωδείο φιλοδοξεί να αναπτυχθεί σε θερμοκοιτίδα νέων ταλέντων, υποστηρίζοντας και καθοδηγώντας πρωτοβουλίες από το πεδίο της μουσικής, του θεάτρου και του χορού, με το υπόγειο lab να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Σε σχετικά ερώτηση του «α», όσον αφορά τον προβληματισμό που έχει εκφραστεί από αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες σχετικά με το κατά πόσο θα διατηρηθεί η ταυτότητα του τοπόσημου ύστερα απ’ τις παρεμβάσεις, η αρχιτεκτόνισσα και διευθύνουσα σύμβουλος του γραφείου μελετών, Ήβη Νανοπούλου, διαβεβαίωσε για το σεβασμό με τον οποίον προσέγγισαν το ύφος και τη φιλοσοφία του κτιρίου. «Διατηρούμε το πνεύμα, τη γεωμετρία και τις αυστηρές αρχές του αρχικού σχεδιασμού, αλλά έπρεπε παράλληλα να καλύψουμε και τις σύγχρονες ανάγκες».
Η ίδια τόνισε πως πέρα από τον χωρικό ανασχεδιασμό, ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην οικονομοτεχνική προσέγγιση του αναπτυξιακού έργου, ώστε το Ωδείο να αποτελέσει έναν βιώσιμο οργανισμό στο μέλλον. Έτσι, η αξιοποίηση των εγκαταστάσεων έγινε με πολυλειτουργικό πρόσημο, με αποτέλεσμα η πειραματική σκηνή να μετατρέπεται εύκολα σε συνεδριακές αίθουσες ενώ το στούντιο στο υπόγειο να είναι φτιαγμένο ως αυτόνομη μονάδα προκειμένου να δίνεται και προς ενοικίαση. Αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχει πρόβλεψη για ΑμεΑ σε όλο το κτίριο του Ωδείου, ενώ σε δεύτερο χρόνο αναμένεται να διαμορφωθεί εκ νέου και ο περιβάλλον χώρος του.