«Τη Ρούμελη δεν τη βρίσκεις στους χάρτες της σύγχρονης Ελλάδας. Δεν αναφέρεται σε μια πολιτική ή διοικητική οριοθέτηση, είναι απλώς μια τοπική, δημώδης σχεδόν, ονομασία» διαβάζουμε στην εισαγωγή της Ρούμελης του Πάτρικ Λη Φέρμορ (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος) που πρωτοκυκλοφόρησε ως μέρος των ταξιδιών του στην Ελλάδα το 1966 και μαζί με την εμβληματική «Μάνη» του (ετοιμάζεται σε νέα έκδοση από το Μεταίχμιο την άνοιξη του 2021) έχουν χαρακτηριστεί, διόλου άδικα, από τους Financial Times δυο από τα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία του 20ού αιώνα. Ο Φέρμορ δηλώνει γοητευμένος από αυτήν την παραδοξότητα της Ρούμελης, πριν επιβιβαστεί στο απαρχαιωμένο σαν άμαξα σε μουσείο βαγόνι που τον μετέφερε κατά μήκος της Εγνατίας Οδού, «με λικνίσματα σ’ αφύσικο ύψος μέσ’ από τον θρακιώτικο ουρανό», και μας παρασύρει στο συναρπαστικό οδοιπορικό του ανά την Ελλάδα, ένας θησαυρός παρατηρήσεων πάνω στη γλώσσα, τις συνήθειες και τα κατά τόπους έθιμα.
Συγγραφέας, περιηγητής, διάσημος για την αντιστασιακή του δράση στην Κρήτη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, πολύγλωσσος, ζωγράφος, γοητευτικός άντρας με ιδιαίτερη παιδεία και έναν κύκλο που χωρούσε τόσο τους διανοούμενους όσο και τους Μανιάτες χωρικούς, «κάτι μεταξύ Indiana Jones, James Bond και Graham Greene», όπως τον είχε περιγράψει κάποτε ένας δημοσιογράφος του BBC, ο Φέρμορ (1915-2011), δεν ήταν μόνο ένας από τους σημαντικότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς της γενιάς του αλλά και μια μυθιστορηματική προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα που η κληρονομιά της ζωντανεύει πλέον μέσω της υποδειγματικής πρόσφατης ανακαίνισης του σπιτιού που έχτισε μαζί με την γυναίκα του Joan στην Καρδαμύλη τη δεκαετία του ‘60, και της μετατροπής του σε ένα διεθνές κέντρο φιλοξενίας ανθρώπων του πνεύματος από το Μουσείο Μπενάκη με τη χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Εικόνες, διάλογοι, αισθήσεις, άνθρωποι, ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες και μια προσπάθεια να καταλάβει τον τόπο που αγάπησε τόσο και επέλεξε για να ζήσει ως το τέλος της ζωής του, ενορχηστρώνονται μοναδικά σε ένα βιβλίο - σημείο αναφοράς για μια εποχή αλλά και για μια συγκεκριμένη ματιά στην Ελλάδα της εποχής, με όλες τις εξωτικές ή ιδεολογικά χρωματισμένες αναφορές της.
Το ταξίδι του Φέρμορ στη Ρούμελη είναι ταυτόχρονα απολαυστικό ανάγνωσμα, έμπνευση για ταξίδια και πλούσια λαογραφική πηγή για μια εποχή της επαρχιακής Ελλάδας όχι και τόσο μακρινή αλλά πολύ διαφορετική. Από τον Σαρακατσάνικο γάμο και τους «ιδιαίτερα εκτεθειμένους στις νεράιδες» νεαρούς Σαρακατσάνους ως τα παγανιστικά Βλάχικα έθιμα της εβδομάδας των Χριστουγέννων («την αυγή κόβουν και απλώνουν φρέσκο χορτάρι για τα νεογέννητα κατσίκια και αρνιά, “για να κοιμηθούν σε φρέσκια στρωμνή για τις πρώτες μέρες του Άη”, και τα παιδιά κατεβαίνουν όλα στις πηγές και πίνουν μέσα σε άκρα σιγή. Ρίχνουν βούτυρο και τυρί μες στο νερό και γυρνούν με κλαριά από πουρνάρι, αγριομυρτιά και σχίνο, που τα πετούν στις φλόγες. Το τσιτσίρισμα του φρέσκου ξύλου λέγεται “μίλημα και τραγούδισμα”, και η επωδός είναι “πολλά παιδιά, καλός ο γέννος!”»).
Στις 330 σελίδες του περιηγούμαστε μεταξύ άλλων, στα μοναστήρια των Μετεώρων κι από κει στον Αστακό (περίεργο όνομα για μια πόλη χωρίς αστακούς), το Μεσολόγγι του Μπάιρον και τα άγρια χωριά των Κραβάρων, στην Ορεινή Ναυπακτία, όπου ο Φέρμορ συλλέγει ντοπιολαλιές. Φτιάχνει μάλιστα κι ένα Μπολιαρικο γλωσσάρι, όπου μαθαίνουμε μεταξύ πολλών άλλων ότι «Τα λεφτά είναι αλεπούματα (αλμπουμάτα, χρυσή λίρα) - έχει κάποια σχέση με την αλεπού; και ματζόνια, κίτρινο σημαίνει λίρα (...) πλατανόφυλλα είναι τα χαρτονομίσματα, φωτερή, ίσως η αστραφτερή, είναι η δραχμή, διφώτερο το διδραχμο»…
Τις περιηγήσεις του διανθίζουν διάφορες «παρενθέσεις» ευρύτερων στοχασμών πάνω στη φυσιογνωμία του Έλληνα, με αποκορύφωμα την αναλυτική καταγραφή, αντιπαραβολή των χαρακτηριστικών του Έλληνα και του Ρωμιού. Μεταξύ άλλων αποφαίνεται ότι «ο Έλληνας είναι η δόξα της αρχαίας Ελλάδας, ο Ρωμιός είναι τα μεγαλεία και οι καημοί του Βυζαντίου, πάνω απ' όλα οι καημοί. (...) Ο Ρωμιός πράξη, ο Έλληνας θεωρία (...) ο Ρωμιός μοιρολατρία, ο Έλληνας φιλοσοφική αμφιβολία (...) ο Ρωμιός αγάπη για τα χαρτιά, το τάβλι, κ.λπ., ο Έλληνας το ίδιο».
Εικόνες, διάλογοι, αισθήσεις, άνθρωποι, ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες και μια προσπάθεια να καταλάβει τον τόπο που αγάπησε τόσο και επέλεξε για να ζήσει ως το τέλος της ζωής του, ενορχηστρώνονται μοναδικά σε ένα βιβλίο - σημείο αναφοράς για μια εποχή αλλά και για μια συγκεκριμένη ματιά στην Ελλάδα της εποχής, με όλες τις εξωτικές ή ιδεολογικά χρωματισμένες αναφορές της. Που κορυφώνεται με ένα απολαυστικό κατευόδιο με τίτλοι «Ήχοι του ελληνικού κόσμου» κλείνοντας το μάτι στους ταξιδιωτικούς συντάκτες ακόμη και σήμερα συμπυκνώνοντας σε λίγες γραμμές την αίσθηση διαφορετικών τόπων.
«Η Χίος είναι ένας χορός μενεστρέλου σε πιάνο εξοχικού σπιτιού, η Σύρος είναι ένας Οφενμπαχ από μια εξέδρα φιλαρμονικής. (...) Το Ψυχικό είναι το σανσόν “La Tonquinoise”, η Κηφισιά ένα μουσικό σουαρέ με φόντο το “Yes, sir, that's my baby”, η λεωφόρος Συγγρού μια εξάτμιση, τα Πατήσια μια αλλαγή ταχυτητας»….