Ξεκίνησα να ανεβαίνω την Πατησίων, τσεκάροντας κάθε λίγο το κινητό για να μην χάσω το στενό. Το ένα άκρο της διαδρομής, όπως τη σημείωνε ο χάρτης της έκθεσης, έδειχνε την Πλατεία Παύλου Μπακογιάννη, πίσω απ’ την Πλατεία Αμερικής, αλλά όπου ρώτησα δεν την ήξεραν για να με διαφωτίσουν. Το Google Maps, από την άλλη, δεν αναγνώριζε παρά μόνο κτιριακά μπλοκ μεταξύ των οδών Αγαθουπόλεως και Θήρας, τα οποία και απεικόνιζε με γκρίζο χρώμα.
Ένα πολύ χαριτωμένο, όμορφο παρκάκι μικρών διαστάσεων, πάρκο τσέπης στην πιο σύγχρονη ορολογία, με γκαζόν, ψηλά δέντρα και αρμονία ξεπετάχτηκε εκεί που νόμιζα πως είχα χαθεί. Παρότι υπήρχαν μερικά παγκάκια διάσπαρτα, κανείς δεν βρισκόταν μέσα. Λουκέτα φύλασσαν τις πόρτες κλειστές και το έργο της Ραλλού Παναγιώτου –τοιχοκολλημένα σημειώματα από δημόσιες υπηρεσίες– ήταν ορατό απ’ έξω, κλείνοντας το μάτι στη γραφειοκρατική δυσπραγία που συνδέεται με την παρούσα αδράνεια του πάρκου.
Έπειτα από λίγους μήνες, έκλεισαν οι πόρτες του πάρκου, χωρίς να διευκρινιστεί το πότε θα ξανανοίξουν. Όπως μάθαμε, ο χώρος πρασίνου (μαζί με το όμορο νεοκλασικό που γέρνει ερειπωμένο) ανήκει στη ΔΕΗ και λειτουργούσε ως παιδική χαρά με συγκεκριμένο ωράριο και φύλακα, έως ότου κρίθηκε ασύμφορο κι αποφασίστηκε να δοθεί στο Δήμο Αθηναίων. Τα υπόλοιπα είναι αντιδικίες και κωλύματα με άγνωστη ημερομηνία λήξης.
«Το κλείσιμο της πλατείας από τη μία με απέτρεψε να κυνηγήσω την ιδέα μου, απ’ την άλλη με παρακίνησε περισσότερο· εντωμεταξύ περπατώντας την περιοχή για να βρω άλλες πλατείες, όλο και πιο πάνω, όλο και πιο πάνω, πηγαίνοντας τα Σάββατα μέχρι την κατάληψη Πάτμου και Καραβίας για να ψωνίσω βιολογικά τρόφιμα, ανακάλυψα πολύ ενδιαφέροντα σημεία με διαφορετικό χαρακτήρα, τα οποία σκέφτηκα να ενώσω σε μια διαδρομή», συνεχίζει η ίδια, ως εμπνεύστρια κι επιμελήτρια της έκθεσης δημόσιας τέχνης «Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα», η οποία χρηματοδοτείται από τον οργανισμό ΝΕΟΝ και περιλαμβάνει επτά νέες παραγωγές καλλιτεχνών, τοποθετημένες στον παράλληλο άξονα της Πατησίων (έως 31/10).
«Οι βασικοί αποδέκτες της έκθεσης είναι εκ των πραγμάτων οι κάτοικοι κι οι περαστικοί, καθώς όλη η έκθεση έχει να κάνει με την τυχαία συνάντηση».
Ο δρόμος συνεχίζεται προς την Πλατεία Καλλιγά (ή αλλιώς Καραμανλάκη) στα Κάτω Πατήσια και το γηπεδάκι-παρκάκι στη συμβολή των οδών Σαμαρά και Καμπούρογλου, κανά χιλιόμετρο πιο πάνω. Άγνωστες γλώσσες τριγυρνάνε στον αέρα μέχρι να φτάσεις, συνοικιακοί μαγαζάτορες –μετανάστες δεύτερης ή και τρίτης γενιάς– γυαλίζουν τις βιτρίνες τους στα ισόγεια των παλιών, άλλοτε αστικών πολυκατοικιών, παιδάκια τρέχουν και γελούν ανέμελα.
Στην Πλατεία Καλλιγά –ακόμη μια πολύ καλαίσθητη (κι ιδιαίτερη) περίπτωση πλατείας, καθώς φημολογείται ως αρχιτεκτονικό «πείραμα» του ’50, κόντρα στην ισοπεδωτική τάση της αντιπαροχής, προβλέποντας απόλυτη σχεδιαστική συμμετρία, υψηλή αισθητική και υποχρεωτική διαμόρφωση των γύρω πολυκατοικιών με προκήπια–, τα έργα δηλώνουν την παρουσία τους με λιγότερη επιφυλακτικότητα: ντυμένα παγκάκια με πολύχρωμα μοτίβα, φιλοτεχνημένα από την Αναστασία Δούκα, και φέιγ βολάν με σχέδια από τον Κώστα Ρουσσάκη, τα οποία μοιράζονται χέρι-χέρι από τον ίδιο.
Ο κόσμος κάθεται στα υφασμάτινα έργα, τα μικρά τρέχουν να προλάβουν το πιο φαντεζί παγκάκι, διαβάζουν τα φλάιερ με σπαστά ελληνικά και πειράζονται μεταξύ τους· υπάρχει ένα μικρό παιχνίδι που αναπτύσσεται εδώ, ένας διάλογος ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους κατοίκους, ακόμη κι αν οι δεύτεροι αγνοούν τον πομπό του μηνύματος και το πλαίσιο στο οποίο επιτελείται.
«Οι βασικοί αποδέκτες της έκθεσης είναι εκ των πραγμάτων οι κάτοικοι κι οι περαστικοί, καθώς όλη η έκθεση έχει να κάνει με την τυχαία συνάντηση». Όπως στα Αγαλματάκια που παίζαμε μικροί και τύχαιναν απρόοπτα στο δευτερόλεπτο: μόλις γύρναγε αυτός που τα φύλαγε, όλοι έμεναν ακίνητοι, μαρμαρωμένοι στην πόζα που ’χαν διαλέξει την τελευταία στιγμή. Μια τυχαία συνάντηση, λοιπόν, παγωμένη για λίγο στο χρόνο.
«Ξέρεις, υπάρχει όλος αυτός ο κίνδυνος του gentrification που συνδέεται με το εικαστικό κομμάτι, έρχεσαι σε μια περιοχή και επιβάλλεσαι αλλάζοντας το χαρακτήρα της με επιμορφωτικό ύφος. Δεν θέλαμε να διαταραχθεί η ισορροπία και η κατοίκηση των χώρων».
Έτσι, χωρίς ιδιαίτερες ντιρεκτίβες από την επιμελήτρια, οι καλλιτέχνες προσέγγισαν το πρότζεκτ με πρόθεση φευγαλέας, αέρινης και σχεδόν ανεπαίσθητης χειρονομίας: έργα από ελαφριά, εύθραυστα υλικά (κλίμακας έως πολυουρεθάνη, με την οποία έφτιαξε τα γλυπτικά σχέδια ο Κώστας Τζημούλης για το φράχτη του μπάσκετ) και περφόρμανς χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα από την Χρυσάνθη Κουμιανάκη ως ζωντανό γλυπτό-μίμος που «μιλάει τη γλώσσα των τοίχων».
Σε βαθμό τέτοιας απαλότητας κι ευγένειας, δε, που μερικά έργα περνάνε στη σφαίρα του αόρατου. Την παρέμβαση, ας πούμε, της Ντόρας Οικονόμου στο πίσω μέρος του μπάσκετ θα τη διακρίνεις μόνο αν πας και ψάξεις επί σκοπού (μεταλλικές αρμαθιές κρεμασμένες από ψηλά κι ένα πόστερ καλτ αντικουνουπικής διαφήμισης στον τοίχο), όπως και τους σπόρους που φύτεψε προ μερικών εβδομάδων η Αλίκη Παναγιωτοπούλου εδώ κι εκεί, ώστε να φυτρώσουν αγριολούλουδα συνδέοντας –μάλλον ποιητικά– τη διαδρομή.
«Μπορεί να μην είναι άμεσα ορατά όλα τα κομμάτια της έκθεσεις, μπορεί κάποιος να τα προσπεράσει, να μην τα συναντήσει ή να μην τα αναγνώσει ως έργα, αλλά πιστεύω ότι αυτό που κάποιος θα δει μπορεί να λειτουργήσει πιο υπόγεια, σε δεύτερο χρόνο», απαντά η Γαλήνη. «Ξέρεις, υπάρχει όλος αυτός ο κίνδυνος του gentrification που συνδέεται με το εικαστικό κομμάτι, έρχεσαι σε μια περιοχή και επιβάλλεσαι αλλάζοντας το χαρακτήρα της με επιμορφωτικό ύφος. Δεν θέλαμε να διαταραχθεί η ισορροπία και η κατοίκηση των χώρων – γι’ αυτό το λόγο, ανεξάρτητα από την πανδημία, θα ήταν μια έκθεση χωρίς εγκαίνια».
Παράλληλα, όλα έχουν ημερομηνία λήξης. «Η έκθεση και τα έργα απευθύνονται και είναι στη διάθεση του καθένα και των χρηστών των χώρων να τα διαχειριστούν». Δύο μέρες μετά το άνοιγμα, το έργο του Κώστα Τζημούλη έχει καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, ένα βασικό μέρος από το έργο της Ντόρας Οικονόμου έχει αφαιρεθεί καθώς και ένα μικρό κομμάτι από το έργο της Αναστασίας Δούκα.
«Θυμήσου την τελευταία σκηνή της ταινίας “Blow Up” του Αντονιόνι: Μια μεγάλη παρέα φτάνει σ’ ένα γήπεδο τένις και δύο μέλη της αρχίζουν να παίζουν μ’ ένα φανταστικό μπαλάκι ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούν, ο πρωταγωνιστής κοιτά παραξενεμένος και σταδιακά φτάνει να συμμετέχει σε κάτι που δεν βλέπει ή αρχίζει να βλέπει και να ακούει. Αυτή η διαδικασία συνιστά την πρόσκληση που ήθελα». Ωραία ιδέα κι αναγνωρίζεις μια σπάνια ταπεινότητα κι ευσυνειδησία στην εκτέλεση, μια αυτοθυσία της καλλιτεχνικής υπογραφής, αλλά ήθελε περισσότερο τόλμη: τα πιο ζηλευτά παιχνίδια είναι τα φανταχτερά, όσα τραβούν τα βλέμματα και γαργαλάνε την περιέργεια, ανεξάρτητα απ’ τα υλικά που είναι φτιαγμένα, έστω κι αν διαρκέσουν μονάχα λίγα λεπτά.