Με θέμα «Το Μουσείο Μου: Το Μουσείο ως Σημείο Συνάντησης» το ένατο Συνέδριο για τα Μουσεία, διοργανώνεται στις 20-21/11 στο Μουσείο Μπενάκη σε συνδιοργάνωση με την Πρεσβεία των Η.Π.Α. στην Ελλάδα και το British Council, και σε συνεργασία με το Goethe-Institut Athen και την Πρεσβεία της Γαλλίας στην Ελλάδα/ Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και θα διερευνήσει πώς τα μουσεία μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι για διαπολιτισμικό διάλογο, ακτιβισμό και συμμετοχή διαφορετικών κοινοτήτων. Δύο από τους ομιλητές η Μάρλεν Μούλιου και ο Marcelo Rezende που θα συνομιλήσουν αυτοσχεδιάζοντας, με θέμα τον επαναπροσδιοριζόμενο ρόλο των μουσείων στον 21ο αιώνα μας δίνουν μια πρόγευση.
Marcelo Rezende: «Το μικρό είναι όμορφο»
Ερευνητής, κριτικός και επιμελητής, ο βοηθός επιμελητή στο Museu do Mato («Μουσείο της θαμνώδους περιοχής») στη Μπαΐα και συνδιευθυντής του Archiv der Avantgarden («Αρχείο των Πρωτοποριών», AdA) στη Δρέσδη της Γερμανίας, μας μιλά για την κρίση των μουσείων προτείνοντας μια επιστροφή στο παρελθόν σε αναζήτηση ενός καινούργιου μέλλοντος. Παράλληλα με την ομιλία του θα συντονίσει και εργαστήριο που θα διερευνήσει ορισμένες ιδέες που αναφέρθηκαν στη διάλεξη, εστιάζοντας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως τα πολιτιστικά ιδρύματα που ίδρυσαν ο Walter Zanini στη Βραζιλία και ο Johannes Cladders στη Γερμανία.
Πιστεύω πως όλα ξεκινούν από μια απλή ερώτηση: ποια είναι η κοινωνική αποστολή, ο ρόλος και η θέση ενός πολιτιστικού οργανισμού όπως είναι το μουσείο, σε σχέση με τις κοινότητες με τις οποίες συνδέεται; Όπως μπορείτε να φανταστείτε, δεν θα υπάρξει ποτέ μία και μοναδική απάντηση σε αυτό. Το μουσείο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ένα ενιαίο, σταθερό και απαρέγκλιτο μοντέλο το οποίο θα πρέπει να αναπαράγεται οπουδήποτε, αγνοώντας το εκάστοτε κοινωνικό, πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο. Ωστόσο, καθ’ όλη την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, κυριάρχησε η ιδέα του μουσείου ως μία σταθερή οντότητα (το Ευρωπαϊκό Μουσείο) ενώ οι πολλές διαφορετικές εμπειρίες που εγγράφονταν εντός διαφορετικών πολιτισμικών πλαισίων, και οι οποίες προσπάθησαν να επανεφεύρουν το μουσείο, παρέμειναν αόρατες.
Το μουσείο λοιπόν συντηρεί, το μουσείο προστατεύει, αλλά τι ακριβώς συντηρεί και τι προστατεύει, και κυρίως πώς; Εις το όνομα ποίων; Πιστεύω, λοιπόν, πως η διαδικασία για οποιονδήποτε διαπολιτισμικό διάλογο, ακτιβισμό ή συμμετοχή, εμπεριέχει μια κριτική στάση απέναντι στο μουσείο και τις αφηγήσεις του, και ουσιαστικά ενέχει μια αλλαγή στην θέση του στην ιεραρχία: αντί να είναι στην θέση του δασκάλου, το μουσείο θα πρέπει να είναι σε θέση να διδαχθεί ξανά, από τις κοινότητες εντός των οποίων λαμβάνει χώρα ο διάλογος.
Πώς λειτουργεί το Museu do Mato σε σχέση με τον δημόσιο τοπικό και παγκόσμιο διάλογο; Πώς βλέπετε την αλλαγή στην σχέση μεταξύ εκείνου που θεωρούνταν το Κέντρο του κόσμου της τέχνης και της λεγόμενης Περιφέρειας; Ποιες είναι οι προκλήσεις που προκύπτουν από το νέο ενδιαφέρον για τις αυτόχθονες φωνές στις σπουδαίες εκθέσεις τέχνης, προκειμένου να μην περιοριστούν στον ρόλο της νέας εξωτικής τάσης;
Το Museu do Mato έχει μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία: στήθηκε γύρω από μια ομάδα έργων που παλαιότερα ανήκαν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μπαΐα, τα οποία χρειάστηκε να μετακινηθούν από το μουσείο μετά το χάος που προκλήθηκε στην πολιτική σκηνή της Βραζιλίας και την άνοδο της ακροδεξιάς κυβέρνησης. Η ιδέα πίσω από αυτό ήταν να γεννηθεί ένα μουσείο άλλου είδους, μέσα σε μια πολύ μικρή κοινότητα στην επαρχία της Πολιτείας της Μπαΐα, στην Βραζιλία. Η συλλογή αποτυπώνει την φύση και το τοπίο, τις αναμνήσεις των κατοίκων της κοινότητας όπως διατυπώνονται σε προσωπικά αρχεία ή μέσα από την προφορική ιστορία. Πρόκειται για ένα μουσείο που καταγράφει την ζωή στην φύση, σε μια στιγμή κλιματολογικής καταστροφής.
Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο project αντιλαμβάνεται ως «κέντρο της τέχνης» κάθε μουσείο που είναι ουσιαστικό για κάποια κοινότητα. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε τις εξελίξεις στην τέχνη ήδη από την δεκαετία του 1990, η ιδέα του τέλους εννοιών όπως «κέντρο» και «περιφέρεια» στο οικοσύστημα της τέχνης (με την συχνότερη παρουσία μη-Δυτικών φωνών στο πολιτιστικό πεδίο) πουλήθηκε τόσο καλά ώστε σχεδόν το πιστέψαμε. Όμως αυτό δεν ισχύει. Το φίλτρο, υπάρχει ακόμα, και αποφασίζει ποιος θα συμμετάσχει και ποιος όχι στην παγκόσμια αυτή σκηνή. Το φίλτρο αυτό έχει καταστεί ακόμα πιο διεστραμμένο, γιατί έχει φορέσει την μάσκα της «πολυπολιτισμικής προσέγγισης», η οποία εν τέλει καθοδηγείται αυστηρά από ένα οικονομικό συμφέρον, και πουλά το αποτέλεσμα ως προϊόν. Δεν έχεις την δυνατότητα να λάβεις αποφάσεις αν τον τελικό λόγο τον έχει εκείνος που έχει και το πορτοφόλι, εκείνος που έχει την δυνατότητα να ανοίξει και να κλείσει μια πολιτιστική πόρτα ανά πάσα στιγμή.
Πώς θα μπορούσαμε να δούμε με άλλο μάτι σήμερα τα αρχεία και τις συλλογές; Ποια είναι η αποστολή του «Archiv der Avantgarden» και πώς χρησιμοποιεί μια ιστορική συλλογή προκειμένου να καλωσορίσει τις νέες ανάγκες και τάσεις;
Η συλλογή Egidio Marzona προσφέρει στο AdA στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της: μη-ιεραρχική, ετερογενής, ανορθόδοξη, με ένα σύνολο που φέρει την φύση του περιεχομένου, όπως την αφηγούνται τα αντικείμενα, τα έργα τέχνης, τα αντικείμενα design, βιβλία και περιοδικά: είναι μια επισκόπηση των ριζοσπαστικών κινημάτων στην τέχνη, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την πολιτική κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, που συνήθως ορίζονται – από ιστορικής απόψεως – ως αβανγκάρντ. Η συλλογή προσδίδει στο Archiv der Avantgarden αυτή την κληρονομιά.
Το ερώτημα που απομένει είναι το πώς πρέπει να διευρύνουμε τον ορισμό της αβανγκάρντ. Πώς αυτός ο νέος θεσμός μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια του την συλλογή ώστε η φύση της να μην αποτελέσει περιοριστικό παράγοντα, καθιστώντας το ίδρυμα ανίκανο να συμμετάσχει στις τρέχουσες εξελίξεις στην τέχνη, στην κοινωνία και στην σφαίρα της πολιτικής, αφήνοντας το AdA με μοναδικό προσανατολισμό το παρελθόν, αντί να αναδύεται από το παρελθόν μια αναζήτηση του μέλλοντος, κάτι που είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία και ιδέα.
Η σημαντική βιβλιογραφία επί του θέματος έχει προσπαθήσει να ορίσει την αβανγκάρντ ως μια ιστορική διαδικασία, κατά την οποία τα καλλιτεχνικά κινήματα εγγράφονται σε δύο βασικές ομάδες: η αβανγκάρντ είναι είτε υπερβατική είτε νομοθετική. Με άλλα λόγια, είτε βλέπει μια τάξη την οποία επιθυμεί να καταλύσει (Σουρεαλισμός, Ντανταϊσμός), είτε διαγιγνώσκει την επικείμενη κατάρρευση μιας (συμβολικής) τάξης και προτείνει μια νέα, όπως συνέβη στον Κονστρουκτιβισμό και εν μέρει στον Φουτουρισμό. Οριοθετείται τότε εντός συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών.
Ο ως άνω ορισμός είναι εκείνος που κατέστη κοινά αποδεκτός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ως τέτοια αντιλαμβανόμαστε την αβανγκάρντ. Οι προεκτάσεις όμως της αποδοχής αυτής της πιο κλασικής ιδέας, είναι βαθιά προβληματικές. Καταδικάζουν το φαινόμενο της αβανγκάρντ να αποτελεί απλά ένα ιστορικό γεγονός και όχι ένα κίνημα μέσα στον χρόνο, το οποίο αντιδρά και δρα διαρκώς Είναι μια κλειστή πόρτα αντί για ανοιχτή.
Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη δυνατότητα: να επαναπροσδιορίσουμε την υπέρβαση, όχι ως ρήξη που προκαλείται από μια ηρωική αβανγκάρντ εκτός της συμβολικής καθεστηκυίας τάξης, αλλά ως ένας μια γραμμή που χαράσσεται στρατηγικά από την αβανγκάρντ μέσα στην τάξη Από την άποψη αυτή, ο στόχος της αβανγκάρντ δεν είναι να αποκοπεί τελείως από την τάξη (πρόκειται για ένα παλιό όνειρο που απωθήθηκε) αλλά να την εκθέσει σε συνθήκες κρίσης, να καταγράψει όχι μόνο τα σημεία θραύσης της αλλά και εκείνα της εξέλιξης, τις νέες δυνατότητες που προκύπτουν από μια τέτοια κρίση. Υπό αυτή την οπτική, όλες οι αβανγκάρντ, ακόμα και οι ιστορικές, δεν είναι ποτέ μια ολοκληρωμένη διαδικασία.
Συνεπώς, σε θεσμούς όπως τα μουσεία και τα αρχεία, η θέση της ιστορικότητας (μόνο) δεν αποτελεί παρά το ήμισυ της αληθινής σημασίας των συλλογών τους. Το AdA εδραιώνεται ως θεσμός που αντιλαμβάνεται την αβανγκάρντ ως ένα διαχρονικό κίνημα, και όχι ως κάτι που περιορίζεται στην ευθεία γραμμή της ιστορίας και αποτελεί μέρος μιας παλιακής ιδέας σχετικά με την εξέλιξη της τέχνης. Η αβανγκάρντ καθίσταται μια ανολοκλήρωτη διαδικασία που αποτελείται από προσδοκία και ανακατασκευή, και είναι αναγκαίο να υλοποιηθούν πρακτικές και πνευματικές λύσεις ώστε αυτή η αντίληψη να καταστεί ορατή, να έχει την δυνατότητα να αναγνωρίζει την αβανγκάρντ στο τώρα, στο σύγχρονο καλλιτεχνικό, πολιτικό και πολιτισμικό τοπίο.
Σήμερα οι μπιενάλε εμφανίζουν σημάδια κόπωσης και δέχονται κριτική. Θεωρείται πως το format τους πρέπει να επανασχεδιαστεί και πώς;
Ναι. Συμφωνώ: σε ότι αφορά τις μπιενάλε, βρισκόμαστε σε μία φάση που πολλοί λένε «φτάνει πια». Και πάλι όμως υπάρχουν τα αφηγήματα: ίσως έχουμε βαρεθεί τις μπιενάλε που βασίζονται στο μοντέλο της Βενετίας: ο χώρος, η έκθεση, το εμπόριο. Είναι απαραίτητο σε μια Μπιενάλε Τέχνης η ύπαρξη έκθεσης; Θα μπορούσε ίσως να είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία; Προκειμένου να επανασχεδιάσουμε αυτό το μοντέλο θα ήταν απαραίτητο να ξεκινήσουμε με τέτοιες ερωτήσεις.
Η αειφορία είναι ένα μείζον ζήτημα για τα μουσεία σήμερα. Πώς μπορούν τα μουσεία να παραμείνουν ενδιαφέροντα όταν οι προϋπολογισμοί τους συρρικνώνονται;
Μαθαίνοντας να εργάζονται με τελείως διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την διάδραση τους με τον επισκέπτη, αλλάζοντας την εσωτερική τους δομή ισχύος και το πως εκθέτουν τα αντικείμενα εντός μιας αίθουσας και με το να αποτινάξουν την ιδέα πως υπάρχει ο «σωστός» τρόπος να το κάνουν αυτό. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι. Το μικρό είναι όμορφο.
Μάρλεν Μούλιου: Τα μουσεία ως το living room της κοινωνίας
Η Επίκουρη Καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών μας μιλά για τα μουσεία ως έναν κομβικό Τρίτο Χώρο στην κοινωνία.
Τι είναι το μοντέλο Tρίτου Xώρου και πώς τα μουσεία μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι για διαπολιτισμικό διάλογο και τη συμμετοχή κοινοτήτων;O κοινωνιολόγος Ray Oldenburg στο βιβλίο του The Great Good Place (1991) χρησιμοποίησε τον όρο «Τρίτος Χώρος» για να προσδιορίσει τα πεδία που, εκτός του προσωπικού οικιακού (πρώτος χώρος) και εργασιακού (δεύτερος χώρος), επιτελούν έναν σημαντικό ρόλο στην κοινωνία, προσφέροντας τόνωση στις τοπικές κοινότητες και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για τον Oldenburg, οι καλοί Τρίτοι Χώροι είναι αυτοί που ενθαρρύνουν την κοινωνική ισότητα και την ανεπίσημη οικειοθελή συμμετοχή στα κοινά, όπου οι πολίτες μπορούν να μοιράζονται πρακτικές συναναστροφής και ανταλλαγής ιδεών και εμπειριών, που προσφέρουν ψυχολογική ενδυνάμωση/εμψύχωση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. O Michael Hickey, ειδικός στον τομέα της αστικής ανάπτυξης, έχει επίσης πει ότι ο Τρίτος Χώρος είναι κάτι σαν το living room της κοινωνίας, που ναι μεν δεν επιβάλλει στα άτομα σχέσεις οικογενειακές ή εργασιακές αλλά αντλεί αξίες, ενδιαφέροντα, έμπνευση και οικίες πρακτικές από το οικιακό και εργασιακό περιβάλλον, εν ολίγοις ένας χώρος «όπου το απρόσμενο και το τετριμμένο συνυπάρχουν, σμίγουν».
Οι καλοί Τρίτοι Χώροι, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, τη θεματολογία της δράσης τους ή την μορφή τους, μοιράζονται τέσσερις βασικές ποιότητες: ενισχύουν την κοινωνικοποίηση, ενθαρρύνουν την εμπλοκή των μελών, προσφέρουν άνεση-μια αίσθηση ασφάλειας και είναι καθολικώς προσβάσιμοι. Εδώ και αρκετά χρόνια και στον δικό μας χώρο των μουσείων, ένα κατεξοχήν εξαιρετικό παράδειγμα έκφρασης τρίτου χώρου, συζητάμε αυτές τις ποιότητες ως αξίες και αρχές της μουσειακής υπόστασης και λειτουργίας. Οι δράσεις που αναπτύσσουν τα μουσεία για να καλλιεργήσουν την ανοικτότητα στο μοίρασμα σκέψεων και εμπειριών, τον εποικοδομητικό διάλογο, την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάδειξη της διαπολιτισμικότητας και διαφορετικότητας μέσα στις κοινωνίες, την ενσυναίσθηση και κοινωνική συμπερίληψη ατόμων και κοινοτήτων είναι τόσες πολλές που πλέον η αναφορά παραδειγμάτων δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε λίγες λέξεις.
Ο προτεινόμενος νέος ορισμός του μουσείου, που συζητήθηκε στο τελευταίο μεγάλο συνέδριο του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων στο Κιότο τον Σεπτέμβριο του 2019, μολονότι τελικά δεν εγκρίθηκε και η υιοθέτηση ενός νέου ορισμού εκκρεμεί, αναδεικνύει αυτήν ακριβώς την ανάγκη επίσημης αναγνώρισης του μουσείου ως ενός κομβικού Τρίτου Χώρου στην κοινωνία, ανοικτού, βασισμένου σε συστημικές αρχές, συμπεριληπτικού, ακτιβιστικού, ζωντανού, συμπονετικού, με νεανική ορμή αλλά και με την ωριμότητα μιας ζωής που έχει ζήσει πολλά και μπορεί πλέον να κρίνει με περισσότερη γνώση τι χρειάζεται η κοινωνία και οι πολίτες της στον 21ο αιώνα.
Ποιες είναι οι πιο σημαντικές προκλήσεις για τα ελληνικά μουσεία σήμερα; Ποιες καλές πρακτικές μπορούν να υιοθετηθούν από άλλες χώρες; Δώστε μας κάποια παραδείγματα.
Οι προκλήσεις είναι πάρα πολλές και ποικίλουν ανάλογα με τις συγκυρίες, το είδος των μουσείων, την θεσμική τους υπόσταση, το γεωγραφικό τους στίγμα (εντός μεγάλων πόλεων ή στην περιφέρεια, νησιωτική και ηπειρωτική, κ.ο.κ.), τον προϋπολογισμό τους, κ.ά. Πέρα από την αυτονόητη συνεχή ανησυχία της οικονομικής βιωσιμότητας, θα τοποθετούσα τις βασικές προκλήσεις στα εξής σημεία: α) ενίσχυση του επαγγελματισμού και της ποιοτικής λειτουργίας των μουσείων σε όλα τα επίπεδα, καταρχήν μέσα από μηχανισμούς αυτο-αξιολόγησης και κατ’ επέκταση θεσμικής πιστοποίησής τους από το κράτος εφόσον το επιθυμούν, β) κατανόηση της θέσης τους, του μοναδικού συγκριτικού τους πλεονεκτήματος μέσα στην κοινωνία και του πώς μπορούν να αποτελέσουν φορείς δημιουργίας ήπιας δύναμης στον τόπο που υφίστανται και λειτουργούν, γ) και κυρίως καλλιέργεια ενός άλλου τρόπου, μιας άλλης κουλτούρας σύνδεσης με τους επισκέπτες και τους πολίτες, με την ανάπτυξη συμμετοχικών δράσεων βασισμένων στην αρχή της συν-δημιουργίας (co-creation) κατά τα πρότυπα πολλών μουσείων του εξωτερικού. Με άλλα λόγια συνεχής εγρήγορση για ενίσχυση της δημόσιας ποιότητας και αξίας τους.
Τα παραδείγματα πολλά. Και μόνο να δει κανείς τα μουσεία που βραβεύονται στην Ευρώπη κάθε χρόνο μέσα από τον ετήσιο θεσμό του European Museum of the Year Award, ή και πολλά ακόμη που δεν βραβεύονται αλλά συμμετέχουν στον διαγωνισμό. Εξαιρετικά παραδείγματα, επίσης, από πολλά μουσεία πόλεων, με τα οποία έχω αναπτύξει ιδιαίτερο ερευνητικό και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Πολλά μουσεία μετανάστευσης και σύγχρονης τέχνης. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ένα ή δύο. Ο χώρος των μουσείων είναι τόσο πολυσχιδής και ελκυστικός, δυνάμει τόσο μεταμορφωτικός για τις ζωές μας, την καθημερινότητά μας, τον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο.
Ποιο θέμα θα αναπτύξετε στο συνέδριο;
Στο φετινό συνέδριο, που πλέον είναι θεσμός όχι μόνο πολύ σημαντικός αλλά και διαρκώς εξελισσόμενος, θα έχω την χαρά να συνομιλήσω «Πρόσωπο με Πρόσωπο» με τον Marcelo Rezende (Συνδιευθυντή, Archiv der Avantgarden, Staatliche Kunstsammlungen, Δρέσδη, Γερμανία). Οι δυο μας θα επιχειρήσουμε αυτοσχεδιάζοντας, μέσα από μια συνεχή ροή σκέψεων και θέσεων, να μιλήσουμε για τον επαναπροσδιοριζόμενο ρόλο των μουσείων στον 21ο αιώνα. Με αφορμή την συζήτηση για τον νέο ορισμό, θα ξαναγυρίσουμε στο πολύ βασικό «υπαρξιακό» ερώτημα του τι είναι ένα μουσείο για να ανοίξουμε στη συνέχεια την συζήτηση στην πολλαπλή ενδεχομενικότητα του θεσμού, στις διαφορετικές εκδοχές του, στις σχέσεις του με άλλους χώρους δημιουργίας (πολιτιστικής, κοινωνικής, ακτιβιστικής), στις σύγχρονες προκλήσεις του, στις ευκαιρίες που αναδύονται μέσα σε ένα νέο περιβάλλον συμπράξεων/συνεργασιών/υβριδικών μοντέλων λειτουργίας. Στόχος μας θα είναι μάλλον να θέσουμε ερωτήματα για να μοιραστούμε ενδεχόμενες απαντήσεις με τους συμμετέχοντες στο συνέδριο, υιοθετώντας την λογική ανάπτυξης ενός τρίτου ανοικτού και οικείου χώρου για δημόσιο διάλογο και συνεχή εγρήγορση για κοινωνική δράση.
Αναλυτικά το πρόγραμμα του συνεδρίου εδώ.