Είναι κάπως περίεργο όταν ανακοινώνεις πως η πρώτη σου δημοσιογραφική αποστολή στο εξωτερικό είναι στη Βαϊμάρη και οι περισσότεροι από τον κύκλο σου δεν ξέρουν κατά που πέφτει αυτή η πόλη, ή στην καλύτερη τη γνωρίζουν μέσα από το όνομα που έδωσε στην πρώτη δημοκρατική περίοδο της Γερμανίας, την Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Διακόσια έντεκα χιλιόμετρα μακριά από την Φρανκφούρτη, κάπου στις τρεισήμισι ώρες με το τρένο δηλαδή, αυτή η πόλη έχει πολλά ιστορικά σημεία να μνημονεύει φουσκώνοντας γεμάτη υπερηφάνεια, όπως η εποχή του Γκαίτε και του Σίλερ, του Χέγκελ ή αργότερα του Νίτσε, αλλά και αρκετά πράγματα που προσπαθεί να ξεχάσει, όπως τον τραγικό αριθμό των τουλάχιστον 65.000 Εβραίων που θανατώθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της περιοχής κατά την περίοδο του ναζισμού.
Επίσης, αν κάτι έμεινε από το παγκόσμιο κύμα της πολιτιστικής επετείου για τα εκατό χρόνια Bauhaus, κάτι που από ότι φάνηκε ακόμη και οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής αγνοούν, είναι πως το ιστορικό αυτό ρεύμα ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια της Βαϊμάρης, όπου ο Βάλτερ Γκρόπιους το 1919 φύτεψε το σπόρο μια νέας επαναστατικής αισθητικής με έμβλημα την πρακτικότητα και, μετέπειτα, βρήκε το δρόμο του στο Ντεσάου και στην υπόλοιπη Δύση.
Μετρώντας αντίστροφα τις στάσεις και τις (αρκετές) αλλαγές τρένων μέχρι τον τελικό προορισμό, φορτωμένος με αρκετό άγχος να κοιτάω ανά λίγα λεπτά το GPS ή να ρωτάω με τα σπαστά γερμανικά μου τους γύρω ταξιδιώτες, διασχίσαμε άγρια τοπία και όμορφους οικισμούς, περάσαμε το Φούλντα, το Άιζεναχ, το Έρφουρτ και άλλες κωμοπόλεις με περισσότερο περίεργα, μακρόσυρτα ονόματα, ενώ εγώ είχα το χρόνο να ψάξω λίγες παραπάνω πληροφορίες για το Kultursymposium: το φεστιβάλ-συμπόσιο των απανταχού Ινστιτούτων Γκαίτε που για δεύτερη χρονιά, ύστερα από το 2016, έστρεφε το διεθνές βλέμμα στην πόλη του μεγάλου Γιόχαν Βόλφγκανγκ, είναι μια πλατφόρμα ανάπτυξης ιδεών πάνω σε επίκαιρα ζητήματα.
Συνολικά εβδομήντα ειδικοί από όλο τον πλανήτη, καλύπτοντας τις θετικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, την οικονομία, την πολιτική, τα μίντια και τον πολιτισμό, συμμετείχαν στο φεστιβάλ, εξετάζοντας πολυπρισματικά τις προκλήσεις του αύριο, σε ένα τριήμερο πρόγραμμα με ομιλίες, πάνελ, συμμετοχικά φορμά συζήτησης και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, το οποίο απλωνόταν σε διαφορετικά σημεία της μικρής μα πανέμορφης Βαϊμάρης.
Την πρώτη χρονιά η θεματική ήταν «Το παιχνίδι του διαμοιρασμού», πιάνοντας τη μεγάλη συζήτηση της εναλλακτικής οικονομίας που οικοδομείται πάνω στις νέες πλατφόρμες διαμοιρασμού, το ζήτημα των κοινών πέρα από το φαινομενικό μονόδρομο της καπιταλιστικής εξάρτησης, τις ανταλλαγές σε πολιτιστικό και όχι μόνο πεδίο που όλο πληθαίνουν. Τώρα ο τίτλος ήταν αρκετά γενικότερος: «Recaltulating the Route», επανεξετάζοντας δηλαδή τη διαδρομή μας για την επόμενη μέρα. Οι ψηφιακές εξελίξεις που χτυπούν αποφασιστικά την εξώθυρα όλου του δυτικού κόσμου, λέγε με internet of things, big data και τεχνητή νοημοσύνη, προδιαγράφουν αλλαγές και νέα δεδομένα. Ποια είναι η θέση μας και ποιο το πλάνο σε μια κοινωνία που ανατρέπει τις σταθερές της;
Συνολικά εβδομήντα ειδικοί από όλο τον πλανήτη, καλύπτοντας τις θετικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, την οικονομία, την πολιτική, τα μίντια και τον πολιτισμό, συμμετείχαν στο φεστιβάλ, εξετάζοντας πολυπρισματικά τις προκλήσεις του αύριο, σε ένα τριήμερο πρόγραμμα με ομιλίες, πάνελ, συμμετοχικά φορμά συζήτησης και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, το οποίο απλωνόταν σε διαφορετικά σημεία της μικρής μα πανέμορφης Βαϊμάρης, από τις 19 έως τις 21 Ιουνίου.
Η πόλη ήταν όπως την είχα πλάσει στο μυαλό μου: με μεγάλα νεοκλασικά κτίρια, άνετα πεζοδρόμια που χαίρεσαι να περπατάς, προτομές και μνημεία, πάρκα και φυτεμένα δέντρα ανά λίγα μέτρα. Ποδήλατα, κόσμος πρόθυμος να σε βοηθήσει, άπλετος βιωτικός χώρος (μέχρι και δημόσιο πάρκο-πισίνα υπάρχει!), πόλη γαλήνια και γοητευτική που αριθμεί περίπου 65.000 κατοίκους, πόλη «βιτρινίστικη», προσεγμένη στο απόλυτο, που τιτιβίζει χαρούμενα μέχρι το σούρουπο αλλά το βράδυ σβήνει περιμένοντας το επόμενο ξημέρωμα.
Με κέντρο, λοιπόν, το E-Werk και το Lighthaus KINO, το συγκρότημα του πρώην ηλεκτρονικού σταθμού της Βαϊμάρης που από το 2000 αξιοποιείται πολιτιστικά, το Kultursymposium Weimar άνοιγε τη γεωγραφική του βεντάλια από το εμβληματικό Εθνικό Θέατρο (όπου και είχε υπογραφεί το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) μέχρι εντυπωσιακές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, γκαλερί, πολυχώρους αλλά και το Εθνικό Μουσείο Γκαίτε. Μια βαϊμαρική γιορτή, εν ολίγοις, που πέρα από πλατφόρμα ανταλλαγής ιδεών, είναι μια καλή αφορμή να ανακαλύψεις την πολιτιστική αξία της Βαϊμάρης.
Νέες αφηγήσεις εν όψει της «επανάστασης των μηχανών»
«Μερικές φορές ο πιο άμεσος τρόπος να πεις την αλήθεια είναι να πεις μια εντελώς απίθανη ιστορία», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της η πρόσφατα αποθανούσα Ούρσουλα Λεγκέν, η μεγάλη κυρία της επιστημονικής φαντασίας, και είχε απόλυτο δίκιο. Αν δεν μπορέσεις να απεγκλωβιστείς από τις παραδεδεγμένες φόρμουλες, πώς θα βρεις τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων που ενδεχομένως να έχει χαθεί στην παθητική επανάληψη, στην αναπαραγωγή του ασφαλούς; Αυτή ήταν η βασική επιδίωξη του φετινού Kultursymposium Weimar: η ανάγκη, δηλαδή, επανεξέτασης των παλιών αφηγήσεων και η δημιουργία νέων.
«Το μέλλον δεν είναι σίγουρο αλλά μπορείς να το προβλέψεις, δεν είναι μια καθαρή γραμμή αλλά αποκτά σάρκα και οστά από τις πράξεις και τις αποφάσεις μας στο σήμερα», είπε στην εναρκτήρια ομιλία η Άναμπ Τζέιν. Η Ινδοβρετανή είναι μία από τους ιδρυτές του Superflux, μιας εταιρίας που οπτικοποιεί πιθανά σενάρια του μέλλοντος: χρησιμοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία και την αφήγηση μεταδίδουν στο θεατή την άμεση σύνδεση πράξης-αποτελέσματος, που μόνο μέσω της μακροκλίμακας μπορεί κάποιος να αντιληφθεί (βλ. το «The Future Energy Lab», ένα διαδραστικό visual χάρτη για τη διαχείριση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ή το «Mitigation of Shock», μια εγκατάσταση-δωμάτιο για το μολυσμένο Λονδίνο του 2050 και το «Stark Choices», μια εμβύθιση στο αλγοριθμικό χάος). Τέτοιες έξυπνες (και αρκετά εντυπωσιακές) προσομοιώσεις ανοίγουν παράθυρο στο μέλλον, με τρόπο ανάλογο με αυτόν της επιστημονικής φαντασίας στη λογοτεχνία ή των σύγχρονων αντίστοιχων παιχνιδιών.
Και όταν αναφερόμαστε στο μέλλον, άραγε πόσο πολύ απέχουμε; Αν ακολουθήσουμε τη σκέψη του Τόμπι Γουόλς, μιλάμε για το 2062: σύμφωνα με το τελευταίο βιβλίο του σημαντικού καθηγητή που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην τεχνητή νοημοσύνη, το «2062: The World that AI Made», τότε είναι η χρονιά που –όπως προέκυψε από μια σύντομη έρευνα που έκανε στους φοιτητές του στην Αυστραλία εκτιμάται πως– οι μηχανές θα είναι τουλάχιστον το ίδιο έξυπνες με εμάς, αν όχι περισσότερο. Φυσικά, δεν μιλάμε για νοημοσύνη με τους όρους του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά για την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων βάσει ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων.
Και όταν αναφερόμαστε στο μέλλον, άραγε πόσο πολύ απέχουμε; Αν ακολουθήσουμε τη σκέψη του Τόμπι Γουόλς, μιλάμε για το 2062: σύμφωνα με το τελευταίο βιβλίο του σημαντικού καθηγητή τότε είναι η χρονιά που οι μηχανές θα είναι τουλάχιστον το ίδιο έξυπνες με εμάς, αν όχι περισσότερο.
Οι τομείς που, όπως φαίνεται, πρόκειται να επηρεαστούν άμεσα τα επόμενα χρόνια είναι η μετακίνηση (ήδη έχουν λανσαριστεί πειραματικά μοντέλα αυτοματοποιημένων οχημάτων από εταιρείες όπως Tesla, nuTonomy, Optimus Ride κά), η αναγνώριση προσώπων και η προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο πολιτικός λόγος αφού η ευκολία της ψευδούς/κατασκευασμένης αναπαραγωγής θα πολλαπλασιάσει τις αμφιβολίες των πολιτών, οι εργασιακές συνθήκες αλλά και ο τομέας της υγείας.
Το μέλλον είναι εδώ: τεχνητή νοημοσύνη και big data
Ακόμη και σήμερα, σαράντα και κάτι χρόνια πριν από το 2062, η τεχνητή νοημοσύνη είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας. Για να πάρουμε το πιο απλό παράδειγμα, κάθε φορά που χρησιμοποιούμε το κινητό ή τον υπολογιστή για να μπούμε στο διαδίκτυο αφήνουμε πίσω μας μια σειρά από αποτυπώματα, καθώς κάθε κλικ ή αναζήτηση που κάνουμε καταχωρείται στις μεγάλες δεξαμενές δεδομένων της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (ναι, το προσωπικό μας e-mail δεν είναι όσο προσωπικό νομίζουμε), των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή των διαφημίσεων, έπειτα αυτά φιλτράρονται από αλγορίθμους και σερβίρουν στην οθόνη μας τα αποτελέσματα που φαινομενικά μας ταιριάζουν.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν πέρα από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ξεκινούν και συγκεντρώνουν data τα ίδια τα κράτη τροφοδοτώντας τους αλγορίθμους τους; Στην Κίνα, την πλέον προηγμένη χώρα στο digital κομμάτι, αυτό έχει γίνει πραγματικότητα από το 2014. Το λεγόμενο «Social Credit System», ένα τεράστιο σύστημα συλλογής δεδομένων που εφαρμόζει η κινεζική κυβέρνηση και στοχεύει να το τελειοποιήσει το 2020, ξεκίνησε ως εργαλείο διασφάλισης της οικονομικής αξιοπιστίας σε μια εποχή που η Κίνα ανοιγόταν ραγδαία στις παγκόσμιες αγορές, αλλά εξελίχθηκε σε ένα μέσο μανιχαϊστικής αξιολόγησης των πολιτών: αν κάνεις κάτι καλό επιβραβεύεσαι και αν κάνεις κάτι κακό τιμωρείσαι. Ανάλογα με τις πράξεις σου μπαίνεις σε μαύρες λίστες και στερείσαι προνόμια-δικαιώματα, όπως το να ταξιδέψεις στην πρώτη θέση ή να μπεις σε κάποιο καλό σχολείο – αν θυμάστε το επεισόδιο «Nosedive» από την τρίτη σεζόν του Black Mirror, είναι εμπνευσμένο από το Social Credit System.
«Μέσα στις δεκαετίες, το κομμουνιστικό κόμμα της Kίνας έχει τελειοποιήσει ένα κόνσεπτ όπου ο σκοπός της κυβέρνησης δεν είναι να αντανακλά την κοινή γνώμη, όπως συμβαίνει στις δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά να καταλάβει τις θεμελιώδεις αρχές της προόδου όπως την έθεσε ο Μαρξ», όπως εξήγησε ο ακαδημαϊκός-αρθρογράφος Ρότζιερ Κρίμερς στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση «When states collect data». Όταν ιδιοσυγκρασιακά επαφίεσαι σε ένα a priori ηθικό κράτος, τέτοια συστήματα ελέγχου ευδοκιμούν πολύ ευκολότερα.
Στο ίδιο τραπέζι βρέθηκε η περίπτωση της Εσθονίας: αντίθετα με την Κίνα, το κράτος που επανέκτησε την ανεξαρτησία του το ’91 μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μπήκε πολύ αργά στον κόσμο της τεχνολογίας αλλά μέσα σε δυο δεκαετίες έγινε η high tech χώρα-παράδειγμα της Ευρώπης. Εκεί κάνεις τα πάντα ψηφιακά. Με ένα κωδικό και μία ταυτότητα, όπως μας αφηγήθηκε η Κάθριν Νίμαν-Μέτκαλφ, οι κάτοικοι της Εσθονίας μπορούν να ψηφίσουν, να πληρώσουν λογαριασμούς στο Δημόσιο, να κάνουν φορολογικές δηλώσεις ή να πάρουν βεβαιώσεις. Όσο ενθουσιασμένη κι αν ακούστηκε στην ομιλία της για το παρόν της Εσθονίας, όπου χρήματα και χρόνος εξοικονομούνται μέσα από τις ηλεκτρονικές διαδικασίες, το ερώτημα παραμένει: τι θα απογίνουν τα προσωπικά δεδομένα αν η εσθονική κυβέρνηση αλλάξει γραμμή πλεύσης;
Μοναδική λύση στους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης; Η θέσπιση νέων κανονισμών. Οι ρομποτικοί/αλγοριθμικοί μηχανισμοί που δημιουργούνται, από τη στιγμή που αναλαμβάνουν τόσο καίριες θέσεις και παίρνουν καθοριστικές αποφάσεις, χρειάζονται ειδικό νομικό πλαίσιο, όπως και οι κατασκευαστές τους.
Οι αλγόριθμοι δεν είναι ούτε αλάθητοι ούτε αμερόληπτοι. Από τα παραδείγματα στα οποία μέχρι στιγμής έχουν χρησιμοποιηθεί big data και τεχνητή νοημοσύνη σε μεγάλα κρατικά ή ιδιωτικά πρότζεκτ, όπως ο αλγόριθμος για την πρόβλεψη της εγκληματικής τάσης βάσει αναγνώρισης προσώπου που εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες (ονόματι «Compas»), προκύπτει μεγάλο ποσοστό ανακρίβειας αλλά και πολλές προκαταλήψεις στον τρόπο που λειτουργούν. «Ένας λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι οι προγραμματιστές είναι σε συντριπτική πλειοψηφία λευκοί άνδρες –στη Sillicon Valley μόνο το 20% είναι γυναίκες– και ο άλλος λόγος είναι η έλλειψη ποικιλομορφίας σε αυτά τα δεδομένα που διαχρονικά συλλέγονται», σημείωσε ο Νόελ Σάρκι, ακαδημαϊκός και γνωστός για τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις στο BBC, «επιστρέφουμε, έτσι, στις φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις που ίσχυαν τη δεκαετία του ’40 και του ’50».
Μοναδική λύση; Η θέσπιση νέων κανονισμών. Οι ρομποτικοί/αλγοριθμικοί μηχανισμοί που δημιουργούνται, από τη στιγμή που αναλαμβάνουν τόσο καίριες θέσεις και παίρνουν καθοριστικές φάσεις, χρειάζονται ειδικό νομικό πλαίσιο, όπως και οι κατασκευαστές τους.
Μανιφέστο νέας ανειλικρίνειας από την αθηναϊκή ομάδα
Μόλις ξέκλεβες λίγο χρόνο από τις ομιλίες και τα συμμετοχικά φορμά συζήτησης που έτρεχαν απανωτά στις κλειστές αίθουσες του φεστιβάλ, αν δεν σε κέρδιζε μια ακόμη βόλτα στην γοητευτική ιστορική πόλη ή μια στάση για μπίρες και λαχταριστά λουκάνικα Θουριγγίας, υπήρχαν μερικές εικαστικές παρουσιάσεις που περίμεναν τους επισκέπτες όλο το τριήμερο, όπως η εγκατάσταση «Datafiction» στη γκαλερί Eigenheim, ένα έργο των Μάρκο Μπουετικόφερ και Λότε Μέρετ Έφινγκερ που εξερευνούσε βιωματικά τα όρια μεταξύ φυσικού και ψηφιακού κόσμου καθώς και τις κοινωνικές συνέπειες της συλλογής δεδομένων. Στο πρόγραμμα των εικαστικών υπήρχε και η αθηναϊκή συμμετοχή στο φεστιβάλ: η περφόρμανς «The manifesto of new insincerity» από την ομάδα Most Mechanics Are Crooks.
Για το κοινό του κατά τα άλλα λογοκεντρικού φεστιβάλ το θέαμα ήταν τουλάχιστον απρόσμενο. Μπαίνοντας στο κινηματογραφικό αμφιθέατρο της περφόρμανς που είχε μια πλαστική πισίνα στη μέση της σκηνής, τέσσερις μορφές ντυμένες με παραφουσκωμένα ρούχα μάτσο μηχανικών και ζωόμορφες μάσκες στο κεφάλι –ενός δεινοσαύρου, ενός κόκορα, ενός γαϊδουριού κι ενός ιπποπόταμου– υποδέχονταν τους θεατές, τραγουδώντας «Θα σε ξανάβρω στους μπαχτσέδες, τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς» με συνοδεία πιάνου.
Γρήγορα το ένα μέλος της ομάδας ξεκίνησε να σκαρφαλώνει τα καθίσματα, εντείνοντας την ατμόσφαιρα. Χωρισμένη σε τρία μέρη, όπως υποδήλωσε η βιντεοπροβολή που έπαιζε στο φόντο, η ιστορία είχε ως κεντρική φιγούρα τον Ξέρξη, χρησιμοποιώντας τις κόμικς αναπαραστάσεις του Φρανκ Μίλερ: πρώτα ως παιδί, που είναι ο «βάρβαρος άλλος», έπειτα ως ανδρωμένος ενήλικας και μετά χτυπημένος και εξαντλημένος, με ένα ηρεμιστικό ASMR βίντεο (Autonomous Sensory Meridian Response) για κλείσιμο. Στο ενδιάμεσο είχαμε μαστιγώματα, ελληνικές βρισιές, ναρκισσιστικά φουσκώματα, τσιτάτα μετα-μεταμοντερνισμού και παιχνίδια με το κοινό.
«Η πρώτη αναφορά που μπήκε μέσα στην αφήγηση ήταν το μαστίγωμα της θάλασσας με αλυσίδες το οποίο διέταξε ο Ξέρξης στους μηχανικούς του όταν έπεσαν οι γέφυρες του Ελλήσποντου», μου εξήγησε ο Κωστής Σταφυλάκης, συνεπιμελητής της τελευταίας αθηναϊκής μπιενάλε και μέλος της ομάδας μαζί με τους Αλέξη Φιδετζή, Πάνο Σκλαβενίτη και Εύα Γιαννακοπούλου. Τους Most Mechanics Are Crooks τους είχαμε γνωρίσει πριν μερικούς μήνες με το «Weasel Dance» στο Γκαίτε. Οι θεματικές της μίμησης, της ειρωνείας, του ψεύδους και της σκηνικής έντασης που τους χαρακτηρίζουν, αντιδρώντας στη φαινομενική ειλικρίνεια που επικαλείται το δοκίμιο του Λουκ Τέρνερ, ήταν κεντρικές στο έργο.
«Η ματαιότητα του να τιμωρείς το νερό σε ένα βαθμό εκπροσωπεί την κεντρική ιδέα που πραγματεύεται η περφόρμανς, το αίτημα δηλαδή κάποιων διανοούμενων να επιστρέψουμε σε μια ριζική ειλικρίνεια, σε μια νέα ενσυναίσθηση», συμπληρώνει στο τέλος ο Κωστής. Παράλληλα, η κουλτούρα του BDSM που ήταν εμφανής με τα μαστίγια, τα sex toys και την επιθετική συμπεριφορά λειτούργησε ως μέσο εξερεύνησης των δίπολων δύναμης-αδυναμίας, κυρίαρχου-κυριαρχούμενου, δυνάστη-υποταγμένου, προκαλώντας μια περίπου εικοσάλεπτη δόνηση στο φεστιβάλ.
Kultursymposium Weimar 2019 θα βρείτε εδώ
Περισσότερες πληροφορίες για το