Με αφορμή την ανάδειξη του νικητή του βραβείου ΔΕΣΤΕ για το 2015 καταθέτουμε έναν προβληματισμό για το μέλλον του θεσμού.
Ο Άγγελος Πλέσσας, με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φετινές παρουσιάσεις και την καλύτερη κατά τη γνώμη μας δική του έκθεση μέχρι σήμερα, απέσπασε τελικά το Βραβείο ΔΕΣΤΕ για το 2015, το οποίο απονεμήθηκε χθες το βράδυ από μια διεθνή κριτική επιτροπή.
Ανεξαρτήτως των προσωπικών γνωμών πάντως και της υποκειμενικότητας που χαρακτηρίζει κάθε βραβείο και την αναμενόμενη γκρίνια ορισμένων για τους εκάστοτε νικητές, είναι γεγονός ότι το Βραβείο ΔΕΣΤΕ χρειάζεται άμεσα έναν επαναπροσδιορισμό. Δεν είναι τυχαίο, ότι έχοντας υπάρξει μέλος της σχετικής επιτροπής που προτείνει τους φιναλίστ στο παρελθόν, και συζητώντας κάθε φορά με αντίστοιχα μέλη, τις περισσότερες φορές οι ίδιες οι επιτροπές πρώτα απ’ όλους νιώθουν άβολα με την τελική λίστα των υποψηφίων πόσο μάλλον η ευρύτερη σκηνή.
Το πρόβλημα ξεκινάει από την απουσία συγκεκριμένων κριτηρίων με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται συχνά πρωτοεμφανιζόμενοι και καταξιωμένοι καλλιτέχνες και οι επιλογές να αντανακλούν μια υποκειμενικότητα που δεν υποστηρίζεται ούτε θεωρητικά βάσει ενός concept ούτε από κάποια επικαιρότητα (π.χ. βάσει μιας πρόσφατης ατομικής έκθεσης που έκανε αίσθηση).
Έχουμε έτσι δει κατά καιρούς καταξιωμένους καλλιτέχνες που όμως δεν έχουν να επιδείξουν κάποια πρόσφατη κινητικότητα να εμφανίζονται από το πουθενά στους υποψήφιους δίπλα σε καλλιτέχνες χωρίς ιδιαίτερο βιογραφικό, δίνοντας την αίσθηση ότι επικρατεί τελικά το γούστο των εκάστοτε μελών της επιτροπής που καταφέρνουν να επιβληθούν στους υπόλοιπους ή κάποιες συμβιβαστικές λύσεις ανάγκης.
Το ότι το βραβείο στερείται ξεκάθαρου πλαισίου και κριτιρίων έχει ως αποτέλεσμα οι τελικές λίστες να έχουν έντονο το χαρακτήρα του τυχαίου και μην λένε τελικά συνήθως τίποτε για την τοπική σκηνή ούτε για τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τελικές λίστες, πέρα από το ότι είναι αμφιλεγόμενες, να μην λένε τελικά συνήθως τίποτε για την τοπική σκηνή ούτε για τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στην οποία λαμβάνουν χώρα. Το βραβείο καταλήγει έτσι μια εσωτερική υπόθεση, με έντονο το στοιχείο του τυχαίου, και ο μόνος λόγος που μας απασχολεί τελικά είναι η περιοδικότητά του και η απουσία άλλου αντίστοιχου. Ελάχιστη είναι άλλωστε κατ’ ομολογία των εμπλεκόμενων καλλιτεχνών και γκαλεριστών και η επιρροή του βραβείο αυτού στο εξωτερικό.
Το ότι το βραβείο στερείται ξεκάθαρου πλαισίου δυσχεραίνει και τη λειτουργία της επιτροπής αξιολόγησης, που όπως συμβαίνει συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις, σε μια περιφερειακή σκηνή σαν την ελληνική, δεν έχει πρότερη γνώση για το έργο των συμμετεχόντων.
Η επιλογή της επιτροπής από το εξωτερικό φαίνεται να γίνεται βάσει των κύκλων του Ιδρύματος χωρίς τα μέλη να έχουν τις περισσότερες φορές κάποια αντίληψη της σκηνής ή του έργου των καλλιτεχνών, πέρα από την αποσπασματική αίσθηση που αποκομίζουν από την έκθεση και μια συζήτηση με τους υποψήφιους.
Ποιος είναι λοιπόν τελικά ο ρόλος αυτού του βραβείου; Να επιβραβεύσει την πορεία ενός καλλιτέχνη τα τελευταία δύο χρόνια ή μια συγκεκριμένη πρακτική ή κατεύθυνση; Και σε ποιο βαθμό ανταποκρίνεται με δημιουργικό τρόπο στην τοπική πραγματικότητα συμμετέχοντας και συμβάλλοντας στα όσα συμβαίνουν; Ελπίζουμε τα ερωτήματα αυτά να απασχολήσουν το θεσμό στο μέλλον.