Η νικήτρια του βρετανικού MasterChef για το 2019 ήρθε στην Ελλάδα εγκαινιάζοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα γαστρονομικά pop up events στα πολυτελή ξενοδοχεία «MarBella Nido» της Κέρκυρας και «MarBella Elix» στις ακτές της Θεσπρωτίας. Μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για το ταξίδι της ζωής της από την Κρήτη ως το Λονδίνο και από εκεί στα φώτα της δημοσιότητας που της επιτρέπουν να βροντοφωνάζει την αγάπη της για την ελληνική κουζίνα και τα προϊόντα της.
«Τα πρώτα γευστικά ερεθίσματα ήρθαν στην Κρήτη όπου μεγάλωσα. Ακόμα θυμάμαι τη μητέρα μου να μαγειρεύει διαρκώς και εμένα να την βοηθάω στο πλάσιμο και το άπλωμα του ξινόχοντρου τραχανά που φτιάχναμε στο σπίτι. Αργότερα ωστόσο, ήρθα στην Αθήνα και κατόπιν βρέθηκα στο Λονδίνο όπου ασχολήθηκα κατευθείαν με το banking οπότε για ένα πολύ μεγάλο διάστημα η σύνδεση με τη μαγειρική είχε χαθεί. Όταν κάποια στιγμή τα έφερε έτσι η ζωή ώστε φύγαμε από το Λονδίνο και πήγαμε να ζήσουμε στην αγγλική εξοχή, απαλλαγμένη πια από τις πιέσεις μιας καριέρας άρχισα να αναζητώ μια καινούργια πρόκληση.
Τότε ήταν που ο σύζυγος μου μου πρότεινε να κάνω αίτηση στο "MasterChef". Αντιμετώπισα την προοπτική πολύ θετικά γιατί περισσότερο απ’όλα ήθελα να χρησιμοποιήσω την παρουσία μου στο διαγωνισμό για να μιλήσω για την ελληνική κουζίνα. Γι’αυτό το λόγο προετοιμαζόμουν εντατικά για έναν ολόκληρο χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου αγόραζα συνεχώς βιβλία μαγειρικής, ερχόμουν στην Ελλάδα για να φάω σε καλά εστιατόρια όπως η «Σπονδή» και το «Funky Gourmet» και στη συνέχεια γύριζα ξανά πίσω για training και δοκιμές.
Στο "MasterChef" ήθελα να δώσω την εικόνα της ελληνικής κουζίνας του σήμερα, γιατί αυτό που με ενοχλούσε όλα τα χρόνια που βρίσκομαι στο εξωτερικό είναι ότι οι περισσότεροι Άγγλοι γνωρίζουν μόνο τη χωριάτικη. Ήθελα δηλαδή να δώσω στον κόσμο να καταλάβει πως η κουζίνα μας έχει θέση στη high end γαστρονομική σκηνή και την ίδια στιγμή να μιλήσω για τη μαστίχα, το πετιμέζι, την κορινθιακή σταφίδα και όλα τα υπόλοιπα υλικά που χρησιμοποιούσα στα πιάτα μου. Η πρώτη ύλη και τα προϊόντα είναι γενικότερα κάτι που θεωρώ απίστευτα σημαντικό. Οι βασικές τεχνικές μπορεί να μην διαφέρουν πάρα πολύ από κουζίνα σε κουζίνα αλλά αν η πρώτη ύλη σου δεν είναι καλή τότε δεν πας πουθενά.
Η νίκη μού έδωσε ένα τεράστιο βήμα το οποίο δεν περίμενα. Αμέσως επικοινώνησαν μαζί μου από τoν διεθνή εκδοτικό οίκο Hachette και μου ζήτησαν να γράψω ένα βιβλίο για την ελληνική κουζίνα (σ.σ. Under the Olive Tree). Ακολούθησαν ατζέντηδες που επιθυμούσαν να με εκπροσωπήσουν αλλά και μεγάλες εταιρείες που ήθελαν να συνδέσουν τα προϊόντα τους με το όνομα μου. Μέσα σε όλα αυτά όμως, εγώ θέλω να βροντοφωνάξω για ορισμένα δικά μας πράγματα. Το ελαιόλαδο για παράδειγμα είναι ένας τεράστιος θησαυρός για τη χώρα μας και μαζί μια κληρονομιά την οποία δεν γνωρίζουν όσο θα έπρεπε έξω.
Όπου και να μαγειρέψω το κόνσεπτ είναι πάντα σταθερό: ελαφρύ φαγητό, σχετικά μικρές μερίδες, όσο πιο πολλά ελληνικά προϊόντα και γεύσεις μπορώ να ενσωματώσω, και μια σύγχρονη καθαρή παρουσίαση στο πιάτο. Το κίνητρο μου είναι να τιμήσω ότι έχει υπάρξει πριν από μένα, πηγαίνοντας πίσω ακόμα και στους Μινωίτες, αλλά να βάλω μαζί και ένα κομμάτι από μένα και να δώσω σε αυτόν που θα δοκιμάσει το φαγητό μου κάτι που ταιριάζει ακριβώς στη σημερινή εποχή και στον τρόπο που τρώμε τώρα. Για εμένα το φαγητό είναι για να το μοιράζεσαι και αυτός είναι και ο λόγος για να μαγειρεύω».