Τώρα που ξαναβγαίνουμε χαρούμενοι στα εστιατόρια, νέα ήθη μας περιμένουν. Ο Δημήτρης Αντωνόπουλος έκανε τις πρώτες του εξόδους για φαγητό και μοιράζεται μαζί μας εντυπώσεις, παρατηρήσεις – και κάποιους προβληματισμούς.
Για να είμαι ειλικρινής, μόνο όταν μπήκα ξανά σε εστιατόριο μετά την πρόσφατη επανεκκίνηση της εστίασης κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει. Όχι ότι δεν ένιωθα τη στέρηση στη διάρκεια της καραντίνας, αλλά οι μηχανισμοί άμυνας είχαν αναλάβει να περιορίσουν τις επιθυμίες μου. Αρκούμουν στο να χαζεύω σε instagram και fb όμορφες φωτογραφίες φαγητού και, φυσικά, στη δική μου μαγειρική στο σπίτι. Όταν βγήκα, όμως, κατάλαβα τι ακριβώς μου είχε λείψει, κι αυτό –αν εξαιρέσω την κουζίνα των κορυφαίων εστιατορίων που με τίποτα δεν μπορείς να μαγειρέψεις μόνος– δεν ήταν πρώτα απ’ όλα η γεύση. Πιο πολύ μου έλειψε η κοινωνικότητα, η μοιρασιά του φαγητού, το τσούγκρισμα των ποτηριών, το κουβεντολόι, οι πλάκες, οι εκμυστηρεύσεις μεταξύ φίλων, το ξεχωριστό περιβάλλον και η ατμόσφαιρα των εστιατορίων. Όλα αυτά δηλαδή που, όσο ωραίο κι αν είναι το φαΐ, δεν μπορείς με τίποτα να τα απολαύσεις κλεισμένος στο σπίτι. Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτές τις πρώτες εξόδους μου για φαγητό άρχισα να σκανάρω με βουλιμία. Οι άνθρωποι γύρω μου, νέοι οι περισσότεροι, ήταν χαλαροί και προφανέστατα πολύ ευχαριστημένοι. Καλό αυτό, σκέφτηκα, κανείς δεν θα ένιωθε εντάξει σ’ ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η αμηχανία.
Πρέπει να είμαστε, ωστόσο, έτοιμοι να δεχτούμε κάποιες σημαντικές αλλαγές στο προφίλ των μαγαζιών και της εξόδου. Το νέο αξεσουάρ, που κανένα εστιατόριο δεν λειτουργεί χωρίς αυτό, είναι οι μάσκες – και ειδικά για όσους είναι «έξω καρδιά» η περίεργη αίσθηση που δημιουργούν δεν κρύβεται με τίποτα. Έχω δει διαφόρων ειδών μάσκες. Πιο διαδεδομένες μέχρι στιγμής είναι οι μαύρες, οι οποίες κάνουν μεν δυνατό statement, αλλά δεν συγκρίνονται με τις ιατρικές που είδα κάπου ή τις εντελώς λευκές οι οποίες ασυναίσθητα σου φέρνουν στο νου εικόνες νοσοκομείου.
Οι μαύρες, ειδικά σε πιο μοντέρνους χώρους, έχουν και κάτι μοδάτο, τις συνηθίζεις γρήγορα. Είδα κι άλλες, λουλουδάτες ή με διάφορα έξυπνα τυπώματα, και σκέφτηκα ότι όπου να ’ναι θα σκάσουν στα social media «διαγωνισμοί» για την πιο όμορφη ή την πιο πρωτότυπη μάσκα. Θα προτιμούσαμε, φυσικά, να βλέπουμε απευθείας τα χαμόγελα των παιδιών που σερβίρουν, αλλά επειδή το τρίπτυχο ψυχραιμία - οργάνωση - σοβαρότητα επιβάλλεται από το ζητούμενο της ασφάλειας, η προστασία του προσώπου των σερβιτόρων είναι κάτι που πρέπει να συνηθίσουμε. Επιπλέον, χρειάζεται υπομονή, διότι η μάσκα κόβει τη φωνή και απαιτεί παραπάνω προσπάθεια, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δυσκολεύει και την αναπνοή των σερβιτόρων που είναι αναγκασμένοι να τρέχουν πέρα. Ας δείξουμε, λοιπόν, τον καλό μας εαυτό κι ας είμαστε πιο ανεκτικοί στις όποιες δυσκολίες επικοινωνίας. Άλλωστε, υπάρχει κι άλλος τρόπος να το δεις. Η μάσκα υπογραμμίζει την εκφραστικότητα του βλέμματος, οπότε μπορούμε να μάθουμε να μιλάμε και με τα μάτια, τα οποία λένε σίγουρα πολλά.
Αυτό που σίγουρα δεν δημιουργεί αίσθηση εμπιστοσύνης είναι να σε σερβίρουν μετρ που δεν προστατεύουν το πρόσωπό τους, λόγω θέσης ίσως, ή να σου δίνουν καταλόγους που προφανώς δεν είναι μιας χρήσεως για να κάνεις την παραγγελία σου. Καταλήγω μάλλον ότι οι διάφανες ασπίδες προσώπου είναι προτιμότερες από τις μάσκες. Βλέπεις τις εκφράσεις του προσώπου, η επικοινωνία είναι πιο φυσιολογική και έχουν μια θεατρικότητα που δίνει στο σέρβις ξεχωριστή αύρα. Αν μάλιστα συνδυαστούν με λευκά γάντια στα χέρια, όπως μου έτυχε, τότε οι σερβιτόροι εκτελούν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, μια χορογραφία που μοιάζει με art happening.
Το άλλο αξεσουάρ που υπάρχει πλέον πάνω στο τραπέζι, την ίδια στιγμή μάλιστα που το αλατοπίπερο απουσιάζει, είναι το αντισηπτικό. Ναι, το χρησιμοποίησα αρκετές φορές για να καθαρίσω τα χέρια μου στη διάρκεια του γεύματος, ειδικά για να φάω ορεκτικές μπουκιές με τα δάχτυλα. Και βέβαια, πηγαίνοντας σε ταβέρνα και βάζοντας τα φαγητά της παρέας στη μέση, ζήτησα –όπου δεν μου φέρανε– χωριστά κουτάλια προκειμένου να μοιραστεί το φαγητό στα πιάτα.
Είναι αρκετά τα νέα ήθη της εξόδου για φαγητού που οφείλουμε πλέον να κάνουμε δεύτερη φύση, μιας και ο κορονοϊός βρίσκεται ακόμα εδώ. Καλή, και νόστιμη, προπόνηση λοιπόν.