Mε αλλεπάλληλες αφίξεις από την αρχή της χειμερινής σεζόν, το «κέντρο» των νοτίων προαστίων τονώνεται γευστικά. Δείχνει να μπαίνει σταδιακά σε μια δυναμική, πολύστροφη εποχή, έτοιμο να επαναδιεκδικήσει το αθηναϊκό κοινό με νέο ειδικό βάρος.
Η Γλυφάδα επέστρεψε. Όχι ότι δεν ήταν πάντα εκεί. Όμως το βασικό κέντρο των νοτίων προαστίων –με μια βεντάλια από εμπορικά concepts κι επί χρόνια κανονικό βασίλειο των καφε-εστιατορίων, με αρκετά εύσημα αυτάρκειας και αυτοπεποίθησης– δεν είδε την κρίση πίσω από προστατευτικό τζάμι. Πέρασε κανονικότατα την απογοήτευση της ελεύθερης πτώσης των πωλήσεων και των κλειστών μαγαζιών της ύφεσης.
Τιγκάρισε στο σουβλάκι και το frozen yoghurt. Παγιδεύτηκε λίγο παραπάνω στη μαζικότητα. Έχασε το τέμπο του. Από ό,τι φαίνεται ήταν ζήτημα χρόνου να επανακάμψει. Πρώτα ήρθαν μερικά καινούργια μπαρ πριν από δυο-τρία χρόνια: το κοσμικό «Riva», το alternative «Mosaiko», το «Mikro» σε δύο βερσιόν, στη Λαοδίκης και στην Κύπρου, κ.ά. Πρόσφατα στα θέλγητρα της μπαρο-παρέας προστέθηκαν και τα μοριακά κοκτεϊλικά ερεθίσματα του «Momix» του Κεραμεικού, που απέκτησε στη Βασιλέως Γεωργίου Β΄ τη δεύτερη έδρα του. Η γεύση ακολούθησε σιγά σιγά, ξορκίζοντας τους δικούς της δαίμονες και στήνοντας νέους συσχετισμούς. Όχι ότι δεν υπήρχαν προηγούμενα σχήματα. χωρίς να είναι καμιά γευστική Μέκκα, η Γλυφάδα πάντα είχε επιλογές και είναι αρκετά τα εστιατόρια που κρατάνε χρόνια έχοντας εδραιώσει το κοινό τους.
Πλην όμως η περιοχή έχει να επιδείξει ένα μπαράζ αφίξεων από την αρχή της φετινής χειμερινής σεζόν. Προτού καλά καλά καταλάβει κάποιος τι έγινε, με ένα κύμα επιχειρηματικών κινήσεων το ’χε σανιδώσει. Το γευστικό ρεπερτόριο διευρύνεται (και) τώρα που μιλάμε. ακόμη και ο μεγαλύτερος σκεπτικιστής αυτήν τη θεαματική εξέλιξη δεν μπορεί να την υποτιμήσει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ήδη από το τέλος του περασμένου καλοκαιριού η άφιξη του «Food Mafia» του Ηλία Σκουλά και των συνεργατών του ήταν πολύ καλός οιωνός. Τα hanger steaks, το απίστευτο, πληθωρικό burger που δεν θες να τελειώσει και άλλες πληθωρικές τερψιλαρύγγιες προτάσεις του σεφ είναι πιάτα με ταμπεραμέντο και βαθιά νοστιμιά. Πρόσφατα δε, προσθέτοντας στο team της μπάρας τον Αλέξανδρο Πρεβίστα, το εστιατόριο στη συμβολή Λαοδίκης και Φιλικής Εταιρείας ανέβασε και την κοκτεϊλική δυναμική του.
Το πράγμα όμως δεν σταματά εκεί. Ο Ηλίας ετοιμάζει παραδίπλα άλλο ένα μαγαζί. Tο «1903 - A taste of Smyrna», το οποίο δεν θα αργήσει να ξεκινήσει, ο ίδιος το περιγράφει ως «ένα αριστοκρατικό σμυρνιό ουζερί». Στο μαρμάρινο πάγκο του θα στήνονται πολλά και διάφορα εδέσματα: μύδια ντολμά, γαρίδες στον ταβά, γλώσσα καπνιστή, ντολμαδάκια γιαλαντζί με βύσσινο... Όσο για τα ουζάκια, θα αριβάρουν σε κολονάτο ποτήρι, όπως τα έπιναν και οι αστοί της Σμύρνης.
Ακόμη μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση, με ιδιαίτερη δυναμική, είναι το «Route Nationale 7», το οποίο πήρε τη θέση του «Far East» στη Λαζαράκη. Ξεκίνησε λίγο διαφορετικά, άλλαξε στην πορεία και με τον Αθηναγόρα Κωστάκο πλέον στην επιμέλεια της κουζίνας (οι τελευταίες πληροφορίες μου λένε ότι στην ομάδα προστέθηκε και ο πολύ καλός Λεωνίδας Κουτσόπουλος) εδώ συναντάς πιάτα που μιξάρουν δημιουργικότητα κι αισθητική, όπως τα χτένια με chorizo και κρόκο Κοζάνης, οι φοβερά νόστιμοι λαχανοντολμάδες με τραγανά λαχανάκια Βρυξελλών αντί για λάχανο ή το πολύ νόστιμο κουσκουσάκι με το μεδούλι, απίθανα σερβιρισμένο μέσα στο κόκαλο.
Το φαγητό, παραμένοντας user friendly, μεταδίδει παιχνιδιάρικη διάθεση, τεχνική και νοστιμιά. Το «Mushroom», ένα θεματικό εστιατόριο, ξεφύτρωσε επίσης πριν από μερικούς μήνες στη Γρηγορίου Λαμπράκη. Πέρα από το εντυπωσιακό στήσιμο του χώρου –με ένα μπαρ που μοιάζει να λαξεύτηκε σε κορμό δέντρου, κομψά φωτιστικά και τρεχούμενα νερά– αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι όλα τα πιάτα, από τα ορεκτικά μέχρι τα γλυκά, περιέχουν κάθε είδους καλλιεργήσιμα και άγρια μανιτάρια – από κανθαρίσκους, πορτομπέλο και αγκαθομανίταρα μέχρι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Έχουμε επίσης το «Moouu», ένα δυνατό μοντέρνο στέκι κρεατοφαγίας που έστησε η ομάδα του επιτυχημένου, αντίθετης κατεύθυνσης «Σαρδελάκι», το οποίο σε προτρέπει να εμπλουτίσεις το λεξιλόγιό σου με διάφορες κοπές. τα μαγειρευτά του είναι επιπέδου και η σχέση ποιότητας-τιμής πραγματικά καλή.
Αλλά και το ιδιόμορφο, σαν βαγόνι τρένου, μαύρο «El Resto Bar», πίσω από το οποίο κρύβεται η πληθωρική περσόνα του Διονύση Πρώιου-Ραλλάτου. Ασπρόμαυρα ταινιάκια με πρωταγωνίστρια την Betty Boop, «αμαρτωλοί» παιδικοί ήρωες στους πίνακες και σύγχρονες γεύσεις εμπνευσμένες από τον Μπομπ Σφουγγαράκη αλλά και τα χελωνονιντζάκια, όσο να ’ναι ξεφεύγουν από τη συνήθη λογική της περιοχής. Βάλε και λίγη βαρκελωνέζικη ατμόσφαιρα στο «La Barracca», με το ντεκόρ που Γκαουντί-ζει και τις global λογικής γεύσεις, και βλέπεις το πολυκατευθυντήριο στιλ του όλου πράγματος. Τα νέα συνεχίζουν να ρέουν με την άφιξη του all day «T. Square» στο Γκολφ της Γλυφάδας μόλις πριν από ένα μήνα, το οποίο ανοίγει για πρώτη φορά σε ένα ευρύτερο κοινό.
Με τον γνωστό σεφ Γιάννη Σολάκη στο τιμόνι της κουζίνας, προτείνει πιάτα όπως πάπια με ανανά και τζίντζερ, μια παρτίδα καζαρέτσε με κολοκύθα, καραμέλωμένη πανσέτα και φασκόμηλο ή ένα φιλέτο Black Angus με τρουφάτο πουρέ και καραμελωμένο αχλάδι. Στον άξονα του κρασιού κινείται ο πολυχώρος «Vinarte» στην οδό Μαραγκού, που συνδυάζει αύρα γκαλερί –στους τοίχους εκτίθενται έργα Ελλήνων εικαστικών προς πώληση–, ιταλική κουζίνα και jazzy swing μουσικές αλλά και το cheese & wine bar «Vein», το οποίο εμφανίστηκε στη Μάρκου Μπότσαρη συνδυάζοντας ελληνικά και διεθνή τυριά, κρύα και ζεστά, με 120 ετικέτες από τον ελληνικό αμπελώνα, πολλές από τις οποίες σερβίρονται και σε ποτήρι.
By the way, έχουν και φοντί. Ακόμη πιο του κουτιού είναι το «Μezze» (μέλος του ομίλου Καστελόριζο), το οποίο άνοιξε πριν από μία εβδομάδα στη συμβολή των οδών Φοίβης και Μεταξά και κομίζει στην αναπτυσσόμενη γευστική πιάτσα μεζέδες της στεριάς και της θάλασσας πλαισιωμένους από χαριτωμένη, ρετρό ατμόσφαιρα. Τριγυρισμένος από κάγκελα, πορτόφυλλα και παλιά φωτιστικά, σε ένα χώρο με αύρα αυλής παλιού σπιτιού, από τη μία έχεις φουρνιστά κεφτεδάκια με σάλτσα φέτας ή αβγά μάτια με πατάτες και πικάντικο σουτζούκι και από την άλλη μπακαλιαράκι καπνιστό με πιπερίτσες τουρσί και σαρδέλες σε μπρουσκέτα, ενώ διαθέτει κι ένα μπαρ όπου μπορείς να πιεις ούζα, τσίπουρα, ρακές κι ελληνικά κοκτέιλ τσιμπολογώντας. «Την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη περιοχή», μου είπε για το opening η Μαρία Σταύρου – και δεν είχε καθόλου άδικο.
Τελικά δεν μπορείς παρά να της το αναγνωρίσεις: τελευταία η Γλυφάδα βγάζει από το μανίκι αφίξεις σε όλα τα σκαλιά της γευστικής κλίμακας. Για του λόγου το αληθές, διαθέτει από το φετινό χειμώνα ένα πολυτελές prive club, το «Cattaleya» στο πρώην «Cafe Mercedes» (Αρτέμιδος 1, Πλ. Εσπερίδων, 6931000039), που ήδη αριθμεί πολλές εκατοντάδες μέλη τα οποία συχνάζουν τόσο στο εστιατόριο-μπαρ με τη μεσογειακή κουζίνα της Αλεξάνδρας Τακορίδη όσο και στο club με τους δυνατούς house ρυθμούς, αλλά δεν υπολείπεται σε αφίξεις street food και γρήγορου/οικονομικού φαγητού, με τελευταίο «εκπρόσωπο» το ινδικό «Tandoor» στο Νο 7 της Ζησιμοπούλου.
Το γευστικό τοπίο είναι υπό διαμόρφωση ακόμη, αλλά τα δεδομένα αλλάζουν. Και απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα έχουμε κι άλλα να δούμε. Η «Γη», ας πούμε, που έρχεται σε λίγο στη Γρηγορίου Λαμπράκη εκπροσωπώντας τη σύγχρονη τάση της «πράσινης» διατροφής με τη δική της λογική. Προς το παρόν δεν θα πω παραπάνω– με έχουν ορκίσει. Σύντομα όμως θα σπάσω τον όρκο.