Μετά τη Ρόδο και την Πολιτεία, τα βρίσκουμε και στο Κολωνάκι, σε έναν κομψά αστικό χώρο, χωρίς πολλά πλουμίδια, ενώ το «διάσημο» μενού τους εμφανίζεται με νέα πλοκή – και δη πιο ανάλαφρες συνταγές.
Το καινούργιο τους σπίτι (αναπαλαιωμένο νεοκλασικό του '27) ακτινοβολεί λευκότητα. Είναι ψηλοτάβανο και… πολυδαίδαλο (διατηρήθηκε η αρχική διαρρύθμιση, οπότε είναι χωρισμένο σε δωματιάκια), με την κουζίνα να έχει πιάσει θέση στα αριστερά της εισόδου, κι ένα «αίθριο» κομμάτι στο δεύτερο όροφο που βλέπει πράσινο. Την εικόνα συμπληρώνουν το γοητευτικό, παλιό μωσαϊκό και κάποια έργα τέχνης, ορισμένα εκ των οποίων επιλέγουν ως θεματική διαφόρων ειδών κιούπια, από ροδίτικα κεραμικά σε έναν πίνακα με προϊόντα «τσουκχαλιού» (ευκαιρία να μάθετε τι εστί λαήνα, κουβάνι και σκουτέλι). Διακριτική υποβολή.
Παρότι έχει συμπληρωθεί από μια πιο ήπια, μεσημεριανή εκδοχή, το κατά τα ειωθότα επικό μενού παραμένει στα «Κιούπια» σήμα κατατεθέν μια αλλοτινής, πληθωρικής αντίληψης του φαγητού. Αρχικά, καταφθάνει τραχανάς με κόκορα και λίγη ντοματούλα, αρωματισμένος με μυρωδάτο δυόσμο. νιώθεις την παράδοση να ζεσταίνει το λαιμό σου. Ακολουθούν δροσάτη πατζαροσαλάτα, πιπεροσαλάτα και κουκουναροσαλάτα και μάλλον αδιάφορα σέσκουλα με σος γιαουρτιού. Έπειτα από μια φάβα που εκμοντερνίζεται με καραμελωμένο πορτοκάλι, καταφθάνουν πιλάφι με κουκουνάρι και σουτζουκάκια με λίγο κύμινο μέσα σε ποτηράκι. Λογικό σε ένα τόσο εκτενές μενού κάποια πιάτα να είναι πιο αδύναμα (π.χ., τα σαλιγκάρια υπερέβαλαν στο λάδι και η πίτα πουφ με γέμιση τυριών κρατούσε αλευρίλα στο φύλλο). Μας αποζημίωσε, βέβαια, ένα μπιφτέκι από μοσχαρίσια μπριζόλα με μοτσαρέλα, πληθωρικά κρεατένιο, ανάλαφρο και γεμάτο γεύση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εδώ δεν μένεις εγκρατής. Από τα πέντε γλυκά που δοκίμασα ψηφίζω αγέρα βανίλιας με λεκούνι (σαν παστέλι).