«Κατ’ αρχήν αυτό είναι ένα προϊόν που όπου και να το βάλεις παίζει», μου λέει καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά σε ένα καφέ στου Ψυρρή. «Παίζει σε συναυλία, παίζει σε σκηνή, παίζει σαν μιούζικαλ, παίζει παντού», συνεχίζει, εξηγώντας γιατί το πρόγραμμα που παρουσιάζει κάθε Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα στις ανανεωμένες «Γραμμές» «δεν είναι ακριβώς μπουζούκια»: «Είναι μια μουσική παράσταση αφιερωμένη στο λαϊκό τραγούδι, με τη συναισθηματική ειλικρίνεια και την επένδυση ψυχής που λείπει από τα φωνακλάδικα θεάματα πίστας. Είναι τα μπουζούκια τα παλιά, τα μπουζούκια με την ταπεινότητα, τα μπουζούκια όπως θα έπρεπε να είναι».
Η δομή «τραπέζι - καρέκλα - ποτό - τσιγάρο» είναι κάτι που σε πολύ κόσμο είχε λείψει...
Κι εμένα μου είχε λείψει, και μάλιστα έλεγα ότι δεν θα το ξανακάνω. Επίσης μου είχαν λείψει τα λαϊκά – είναι η πρώτη φορά που τα λέω τόσο «όλα μαζί» και μάλιστα με άλλα λαϊκά που αγαπώ. Υπάρχει όμως κάτι που μου είχε μάθει ο Βουτσινάς: «Εμείς ετοιμάζουμε τη νύφη και αν θέλει ο γαμπρός, ας έρθει». Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, η ιδέα από την αρχή ήταν μία: οκτώ άντρες, σε μια οποιαδήποτε γειτονιά του κόσμου, σε ένα ρεπό ή στο διάλειμμά τους, μαζεύονται και φτιάχνουν τη συνθήκη της αντροπαρέας.
Μα, ναι, η έλλειψη γυναίκας δημιουργεί μια εξομολογητικότητα που δεν υφίσταται διαφορετικά. Αυτό είναι το μυστικό της παράστασης αλλά και ο λόγος που έχουμε πολύ γυναικείο κοινό. Ο τρόπος που λέγονται οι «Νταλίκες», ένα σχεδόν τραγωδιακό μνημόσυνο στον Γιώργο Σαρρή – αυτό η αντροπαρέα το γεννάει. Και όταν ένας άντρας λέει «σε πέντε βράδια τον κόσμο χόρτασα» ή «ανέβηκε στα κεραμίδια η καρδιά μου κι έκλαιγε», ο τρόπος που τον βλέπει η γυναίκα εκείνη την ώρα είναι τελείως άλλος απ’ ό,τι αν ήταν παρούσα μια γυναίκα στη σκηνή.
Και με τις γυναίκες τι γίνεται;
Θέλω να κάνω κι ένα μόνο με γυναίκες, να δώσω και στους άντρες την άλλη πλευρά της κλειδαρότρυπας. Θέλω να δοκιμάσω επίσης μερικές επαναλήψεις του «Duende» τις Τετάρτες και, με την ευκαιρία αυτή, να πω ότι πραγματικά ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ τους αναγνώστες του «α» για το Θεατρικό Βραβείο Κοινού στη μουσική επένδυση του «Duende». Ήταν πάρα πολύ μεγάλη χαρά για μένα, διότι είχε κόπο ψυχής και αληθινή κατάθεση. Πολύ ωραία στιγμή.
«Η ιδέα από την αρχή ήταν μία: οκτώ άντρες, σε μια οποιαδήποτε γειτονιά του κόσμου, σε ένα ρεπό ή στο διάλειμμά τους, μαζεύονται και φτιάχνουν τη συνθήκη της αντροπαρέας.»
Από τα παλιά σου λαϊκά που λες φέτος, ποιο σου είχε λείψει περισσότερο;
Το «Κόπηκες» δεν είχα τολμήσει ποτέ να το παίξω σε πρόγραμμα – και όχι απλώς να το ερμηνεύσω, αλλά να το παίξω ως ντιζέζ! Δηλαδή να κατεβάσω δαντέλα, να σκάσω τσιγαρούμπα, να το απευθύνω κανονικά σαν να είμαι Εθνική Οδός και ταυτόχρονα ο Σάκης να σπάει πιάτα: φτιάχνομαι! Και το σημείο που γουστάρω πάρα πολύ είναι ότι η «μπουζουξού», δηλαδή εγώ, παίρνει τη σκούπα και μαζεύει το λουλουδικό και το σπασμένο πιάτο – δικό μου είναι το μαγαζί και το σκουπίζω κιόλας! Μεγάλη αναρχία!
Ποιου σύγχρονου λαϊκού δημιουργού τα τραγούδια σού αρέσουν;
Κυριάκος Παπαδόπουλος. Γράφει ωραία λαϊκά, έχει ταλέντο. Ξέρεις, ένα λαϊκό που έχει περάσει στη συλλογική μνήμη, απ’ όποια πλευρά κι αν το ακούσεις, ισχύει. Έχουμε φτάσει στα τραγούδια καύσεως τώρα, αλλά δεν πειράζει, μέσα είμαι και σε αυτό. Έρχονται, ας πούμε, καινούργιες γενιές με αφορμή το «Φίλα με», που τι τους αρέσει τώρα από αυτό, τέλος πάντων. Κάτι ένωσε όμως. Πάντα υπάρχουν τραγούδια που καίγονται και φεύγουν, ο χρόνος τα τοποθετεί εκεί που πρέπει. Όμως ο συνθέτης είναι που τροφοδοτεί αυτήν την αγορά. Αν είχαμε άλλους τρεις σαν τον Κυριάκο σήμερα, για παράδειγμα, θα είχαμε άλλον ήχο.