Εξαιρετική μουσική, με όλα τα επικολυρικά στοιχεία των συγκρούσεων και δράσεων που περιμένει κανείς να ακούσει σαν μπάκινγκ ενός άγριου γουέστερν που φέρει την υπογραφή του Quentin Tarantino. Μιλάμε όμως για Morricone!
Ένα από τα πιο όμορφα scores του Ennio Morricone είναι το σάουντρακ για την ταινία “The Great Silence” του Sergio Corbucci – ένα υπέροχο γουέστερν του 1968 με πρωταγωνιστές τους εκπληκτικούς Jean-Louis Trintignant και Klaus Kinski. Τίποτα σε αυτό το score δεν θυμίζει τα πρωτοποριακά γουέστερν μουσικά κλισέ που έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο τον Μαέστρο με την «Τριλογία των δολαρίων» (“A Fistful of Dollars”, “For a Few Dollars More”, “The Good, the Bad and the Ugly”) και τα οποία ο ίδιος ο Morricone φρόντισε το 1973, στο “My Name is Nobody” του Tonino Valerii, να απομυθοποιήσει ή και να διακωμωδήσει επιδέξια – και συγκινητικά. [Αυτή η ταινία εξάλλου, με τον Terence Hill και τον Henry Fonda, ήταν που σηματοδότησε γιορτινά το τέλος του spaghetti western]. Πολλά χρόνια αργότερα, έρχεται ένας επί του πρακτέου fan του ιταλικού γουέστερν, ο Quentin Tarantino, και στηριγμένος στην πλατφόρμα (χιόνια στο Γουαϊόμινγκ ή στην Γιούτα, κυνηγοί επικηρυγμένων, ταχυδρομική άμαξα κ.λπ.) που είχε δώσει στο “The Great Silence” ο προαναφερθείς Corbucci, μας δίνει το “The Hateful Eight”, ένα spaghetti western με σύγχρονη γραφή και (υποθέτω) με όλες τις δημιουργικές εμμονές που χαρακτηρίζουν το έργο του σκηνοθέτη. Μια από αυτές τις εμμονές είναι και η μουσική του Ennio Morricone και, σ’ αυτή την περίπτωση, ο Μαέστρος έχει υπογράψει ένα πλήρες score για το σάουντρακ της ταινίας. Το τελευταίο γουέστερν – ιταλικό, φυσικά – για το οποίο ο Morricone είχε γράψει τη μουσική ήταν, το 1981, το “Occhio alla penna” (“Buddy Goes West” ή «Ο Μπουλντόζας σαρώνει» ή… «Οι σφαλιάρες σφυρίζουν στο Τέξας»!) του Michele Lupo με πρωταγωνιστή τον Bud Spencer. [Διασκεδαστικό και αξιοπρόσεκτο – και με πολύ καλή μουσική]. Στα 34 χρόνια που έχουν περάσει έκτοτε, ο Ennio Morricone δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει σε οποιοδήποτε από τα κλισέ της περιόδου και του είδους. Εξάλλου, με την ιδιαίτερη ευαισθησία που τον διέκρινε και τον διακρίνει σαν δημιουργό και συνθέτη, μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά και την ουσία του έργου και με την ίδια νεανική αδημονία του να δώσει μουσική μέσα από την κίνηση και την εικόνα – αδημονία που διατηρεί, ως φαίνεται, αμείωτη στα 87 του χρόνια – γράφει ένα συμφωνικά προσανατολισμένο score που περιγράφει (τέλεια και ιδανικά, υποθέτω, σε σχέση με την ταινία) όλα τα χαρακτηριστικά ενός φιλμ του Tarantino: όμορφο και άγριο τοπίο, εντάσεις και ανεξέλεγκτη, πιθανόν, βία, θριλερικές καταδιώξεις κ.ο.κ. με τον συνεκτικό και λογικό ιστό που διακρίνει μια εκτενή συνθετική δημιουργία του Morricone όταν την καταβρίσκει με το έργο του σκηνοθέτη. Δεν υπονοώ ότι ο Tarantino κατέχει στην καρδιά του Μαέστρου μια θέση όπως αυτή του Sergio Leone ή, τώρα, του Giuseppe Tornatore, όμως δεν αποκλείω αυτή η συνεργασία να είναι η απαρχή μιας πολύ καλής φιλίας! Το πλούσιο σάουντρακ της ταινίας περιέχει και κομμάτια των White Stripes και του Roy Orbison και έχουν παρεμβληθεί κομμάτια διαλόγου που – στα δικά μου αυτιά – απορυθμίζουν ελαφρώς την προσοχή μου στην ουσία: που εδώ και για τους σκοπούς αυτού του σημειώματος, είναι η μουσική του Ennio Morricone. Γι’ αυτό και σε δυο-τρεις ακροάσεις απομόνωσα κάθε «ξένο» στοιχείο και κράτησα μόνον αυτή: για να καταλήξω στο συμπέρασμα πως είναι εξαιρετική, με όλα τα επικολυρικά στοιχεία των συγκρούσεων και δράσεων που περιμένει κανείς να ακούσει σαν μπάκινγκ ενός άγριου γουέστερν. Αυτή που θα περίμενα να γράψει ο Ennio Morricone για μια ταινία που μπορεί να είναι και σημαντική. Όπως το κάνει χρόνια τώρα. Δεκαετίες… (Decca)
Σύντομα το σάουντρακ της ταινίας "The Hateful Eight" θα κυκλοφορήσει και σε διπλό βινύλιο.