Ένα τραπέζι με λάπτοπ και λοιπούς εξοπλισμούς, δύο καρέκλες, μία οθόνη. Τα φώτα σβήνουν και μέσα στο σκοτάδι δύο άνδρες κάθονται απέναντι από τα μηχανήματα. Η οθόνη ανάβει, μα οι φιγούρες τους παραμένουν δυσδιάκριτες· ξεκινάει ένα γαϊτανάκι εικόνων και ήχων, ήχων και εικόνων. Μία (περίπου) ώρα μετά πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Χειροκροτήματα, φωναχτές επευφημίες, φώτα ξανά, υπόκλιση, αποχαιρετισμός με ένα κούνημα του χεριού.
Για να λέμε και καμιά άβολη αλήθεια, πάντως, κάπου έχει εξαντληθεί αυτή η οπτικοακουστική συνθήκη του μαζευόμαστε και σας παίζουμε σκυμένοι στο λάπτοπ, ενώ βλέπετε παράλληλα και την "ταινία" μας. Για εμένα, τουλάχιστον, έχει καταστεί υπερβολικά γνώριμη ώστε να μετέχει στην avant-garde, μα έχει γίνει και ευκολία για μια μερίδα των ηλεκτρονικών καλλιτεχνών. Χαζεύοντας στην οθόνη, άλλωστε, μπορεί να γίνεσαι πιο συγκαταβατικός απέναντι στο έτσι-κι-έτσι της ατόφιας μουσικής, που μπορεί να διαφημίζεται ως "προωθημένη", μα δίχως συνοδευτικές εικόνες ίσως ξεγυμνωνόταν ως μέτρια.
Συμμετέχοντας όμως στην 5η σεζόν των "St Paul's Sessions", ο Murcof με τον Ισπανό εικαστικό Sergi Palau απέδειξαν ότι μπορούν και το διατηρούν ουσιώδες αυτό το οπτικοακουστικό live, έστω κι αν δεν αμφισβητούν το δεδομένο του πλαίσιο. Ταυτόχρονα, σύστησαν στο κοινό και το Αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών: μια νέα, υπόγεια αίθουσα 600 θέσεων στη Ρηγίλλης, που άνοιξε φέτος τις πόρτες της για πρώτη φορά, αποδεικνυόμενη άνετη και φιλόξενη. Με δεδομένο τώρα ότι οι διαθέσιμες θέσεις ήταν 480 και έφτασαν κοντά στο να εξαντληθούν, η προσέλευση κρίνεται λίαν ικανοποιητική και σίγουρα υπερέβη τη χωρητικότητα 150 ατόμων της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου, όπου είχαμε συνηθίσει να διεξάγονται τα "St Paul's Sessions".
Η εκκίνηση της συναυλίας υπήρξε εντυπωσιακή –και για τα μάτια και για τα αφτιά. Τα ασπρόμαυρα visuals, που γέμισαν την οθόνη, σε άφηναν γοητευτικά μπερδεμένο: ατένιζες άραγε τα άστρα κάποιου μακρινού, νυχτερινού ουρανού; Ή μήπως έβλεπες απλά σταγόνες βροχής σε ένα τζάμι, τραβηγμένες από πολύ κοντά; Η μουσική, πάλι, έμοιασε να πηγάζει κάπου από το πλάι του σκοτεινού αμφιθεάτρου, για να κυκλώσει έπειτα τον χώρο κομίζοντας μια αίσθηση σασπένς. Την οποία δεν άργησε βέβαια να σιγοντάρει και η εικόνα, θέτοντας στο επίκεντρο μια ακαθόριστη μορφή, που έφερνε αδιόρατα στα πλάσματα της τηλεοπτικής σειράς "Feria: La Luz Más Oscura". Εξίσου επιβλητικό στάθηκε όμως και το φινάλε, (περίπου) 1 ώρα αργότερα, με τα ηχητικά μοτίβα του Μεξικάνου συνθέτη να συναντούν τις ιντριγκαδόρικες και έντονα χρωματιστές φιγούρες του Ισπανού εικαστικού.
Αλλά το ζουμί της βραδιάς βρισκόταν στο μεσοδιάστημα αυτών των σημείων και αφορούσε την αντανάκλαση της ελβετικής ομάδας σύγχρονου χορού Alias, η οποία δρα από το 1994 και τροφοδότησε ποικιλοτρόπως την έμπνευση τόσο του Murcof, όσο και του Sergi Palau. Διόλου τυχαία, άλλωστε, η συναυλία είχε τίτλο "The Alias Sessions", παραπέμποντας ευθέως στον πρόσφατο δίσκο του πρώτου (2021), ο οποίος περιέχει μουσικές φτιαγμένες για τις παραστάσεις "Contre-Mondes" (2017) και "Normal" (2018) της Alias. Ο Palau, με τη σειρά του, χρησιμοποίησε έτοιμο οπτικό υλικό με την υπογραφή του διακεκριμένου χορογράφου Guillherme Bothelo.
Μπορεί λοιπόν η οπτικοακουστική εμπειρία να ξεκίνησε και να τελείωσε λίγο υπερβατικά, όμως ραχοκοκαλιά της παρέμεινε ο Άνθρωπος. Με μια έντονα σωματική έννοια, μάλιστα, όσον αφορούσε το εικαστικό μέρος, αφού οι απεικονιζόμενοι άνδρες και γυναίκες χορευτές ήταν γυμνοί. Ωστόσο από την παρέλαση των εικόνων έλειψε η σεξουαλικοποίηση των κορμιών: ακόμα και όταν τα είδαμε να συμπλέκονται, ο Palau επικέντρωσε στην πλαστικότητα των όγκων τους, σχεδόν αντιμετωπίζοντάς τα ως γλυπτά. Άλλωστε στόχος του έδειξε να είναι ο σχολιασμός της πορείας μας στον ρου της ζωής, γι' αυτό και είδαμε τις μορφές να βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, έστω κι αν διαλύονταν σε εκατοντάδες φωτεινά σημεία (μια παραπομπή στον θάνατο;) ή όταν μετασχηματίζονταν σουρεαλιστικά, με τρόπους που κάτι θύμιζαν από τον κόσμο της ταινίας "Annihilation" του Alex Garland (2018).
Η μουσική, από τη δική της μεριά, πέτυχε να ενωθεί με την εικόνα, συμβάλλοντας στην όλη "συζήτηση" με τρόπους πιο αφαιρετικούς και μη-συγκεκριμένους. Συμπτύσσοντας δηλαδή τη δουλειά του για τα "The Alias Sessions" ο Murcof γέμισε το υπόγειο αμφιθέατρο της Ρηγίλλης με ατμόσφαιρες, samples και εκρήξεις ηλεκτρονικού χαρακτήρα προκειμένου να τονίσει διαθέσεις και να ενισχύσει με συναίσθημα μια εμπειρία κατεξοχήν εγκεφαλική. Το set του διέθετε λοιπόν την αίσθηση περιπέτειας που χρειαζόταν αυτή η απόπειρα οπτικοακουστικής αναπαράστασης της πορείας του Ανθρώπου, θυμίζοντάς μας παράλληλα πόσο λεπτολόγος και ακριβής μπορεί να γίνει ο Μεξικάνος δημιουργός μέσα στο εργαστήρι των ήχων του.
Τέτοιες ενατενίσεις, βέβαια, τείνουν να είναι μοναχικές υποθέσεις για το εκάστοτε ακροατήριο –περισσότερο από τις πιο "ορθόδοξες" συναυλίες– με τον κάθε ένα, στο φινάλε, να έχει ζήσει κάτι που μπορεί να τέμνεται με τις εντυπώσεις των υπόλοιπων, μα μπορεί και όχι. Ορισμένοι ανάμεσα στο κοινό χρησιμοποίησαν τη λέξη αριστούργημα ή μιλούσαν για κάτι το επικό, καθώς αποχωρούσαν από το Αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος". Για εμένα, πάλι, η εμπειρία είχε και τα όριά της. Δεν συναντήσαμε κάποιον Murcof που δεν γνωρίζαμε ήδη, για παράδειγμα, ενώ και ο Palau φάνηκε να ξεμένει από δημιουργικά όπλα καθώς στοχαζόταν πάνω στο οπτικό υλικό του Bothelo, αρκούμενος (από ένα σημείο και μετά) σε πανδαισίες φωτός και χρωμάτων με φόντο τη ροή των ανδρικών και γυναικείων σωμάτων.
Τίποτα από αυτά, βέβαια, δεν αναιρεί το ωραίο ή το ιντριγκαδόρικο της συναυλίας, η οποία λειτούργησε επιπλέον και σαν αληθινή ενότητα, πέρα από τις τρέχουσες οπτικοακουστικές συμβάσεις: αν έκλεινες τα μάτια για να εστιάσεις στη μουσική, δηλαδή, ένιωθες ότι κάτι χάνεις· και το ίδιο λειψή αναδεικνυόταν και η αντίστροφη διεργασία, αποτυπώνοντας πόση σκέψη επένδυσαν οι δύο συνεργάτες στην κοινή τους παράσταση. Όσο για τα "St Paul's Sessions" δίνουν πλέον ραντεβού για το Νέο Έτος, έχοντας ήδη ανακοινώσει την έλευση του Joep Beving στην Αθήνα.