Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκαν τις προάλλες (13/2) οι παραστάσεις της όπερας του Τζορντάνο "Αντρέα Σενιέ" στην Εθνική Λυρική Σκηνή, ενός από τα κορυφαία έργα του βερισμού. Πρόκειται περί κατορθώματος, αν αναλογισθεί κανείς τις δεκάδες δυσκολίες που δημιούργησε ο κορωνοϊός!
Οι αρχικά προγραμματισμένες 7 παραστάσεις περιορίσθηκαν σε …4, οι δύο κορυφαίοι πρωταγωνιστές, ο Αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Άλβαρες και η Ολλανδή υψίφωνος Εύα-Μαρία Βέστμπρουκ (στο πολυαναμενόμενο ελληνικό της ντεμπούτο) αναγκάσθηκαν να ακυρώσουν τις εμφανίσεις τους, ενώ ο ιός δεν επέτρεψε στον Γάλλο αρχιμουσικό Φιλίπ Ωγκέν να διευθύνει και την τελευταία παράσταση! Η δε πρεμιέρα (29/1) δόθηκε ουσιαστικά χωρίς γενική πρόβα…
Η πανδημία είχε εμποδίσει την αναβίωση της παραγωγής "εποχής" του Νίκου Πετρόπουλου και πέρσι, όταν είχε προγραμματισθεί στο πλαίσιο της επετείου 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Ο εκ πρώτης όψεως δυσχερής συσχετισμός προέκυπτε λιγότερο από τη μακρινή ελληνική καταγωγή του επώνυμου ήρωα από την Κωνσταντινούπολη και περισσότερο από την επιρροή που άσκησαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης -διαμέσου των μορφωμένων Ελλήνων της Δύσης- στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ρίχνοντας τον σπόρο της εξέγερσης του υπόδουλου γένους κατά των Οθωμανών. Η παράσταση, όμως, βιντεοσκοπήθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 2021 και μεταδόθηκε από το GNO TV, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις.
Και το πρόσφατο ανέβασμα επιμελήθηκε ο Ίων Κεσούλης. Η εντυπωσιακή παραγωγή, που πρωτοπαρουσιάσθηκε το 2000, αναπτύχθηκε σίγουρα περισσότερο αβίαστα στην τεράστια σκηνή της "Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος" της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ. Πέραν της σκηνοθεσίας, ο Πετρόπουλος είχε υπογράψει και τα υψηλής αισθητικής σκηνικά και κοστούμια, απότοκο λεπτομερούς ερευνητικής δουλειάς και επεξεργασίας. Στο πλαίσιο της περσινής αποκατάστασής της, τα πολυτελέστατα κοστούμια των πρωταγωνιστών και πολλά από τα περίπου …320 των λοιπών ρόλων και της χορωδίας ράφτηκαν εξ αρχής! Τη χορογραφία στο μπαλέτο και την φροντισμένη, στυλιζαρισμένη κινησιολογία είχε κάνει η Φάουστα Ματσουκέλλι.
Έξοχα δουλεμένη -παρά τις όποιες σημειακές ενστάσεις- σε εικαστικό επίπεδο, η όλη δουλειά ενθουσίασε το παραδοσιακό κοινό της όπερας. Εξάλλου, σε ένα έργο με τόσο έντονο "ιστορικό" χαρακτήρα δύσκολα θα μπορούσε να προταθεί χωρίς χάσματα μία πιο σύγχρονη οπτική. Η όλη ρεαλιστική προσέγγιση αποκάλυψε, περαιτέρω, την μάλλον αδρομερή σκιαγράφηση των χαρακτήρων από τον Τζορντάνο. Την καθαρότητα της αφήγησης διευκόλυνε η ρευστή εναλλαγή των ταμπλώ/σκηνών μέσα σ’ένα μονοτοπικό, ψευδορεαλιστικό σκηνικό χώρο. Τις θετικές εντυπώσεις, πάντως, άμβλυνε η έλλειψη θεατρικής καθοδήγησης τόσο των μονωδών, που αρκέσθηκαν συχνά σε παλιομοδίτικα μετωπικά στησίματα (ιδιαίτερα έντονα στις μεγάλες άριες των Ζεράρ και Μανταλένας στην Γ’ πράξη), όσο και της χορωδίας.
Στη συγκεκριμένη όπερα, βέβαια, το περιπετειώδες ιστορικό πλαίσιο λειτουργεί ως φόντο σε μια μουσικοδραματική αφήγηση με στοιχεία θρίλερ, που συνδυάζει έρωτα, βία, τρόμο και θάνατο. Τα έντονα παράφορα συναισθήματα ξεχειλίζουν μέσα από μελωδίες γεμάτες πάθος. Εύλογα, η επιτυχία μιας παραγωγής εξαρτάται περισσότερο από το -ούτως ή άλλως, σημαντικότερο- μουσικό της σκέλος. Και εδώ τα πράγματα κύλησαν αρκετά καλά, αν και όχι πάντοτε ιδανικά, στην πρώτη και την τελευταία των παραστάσεων, που παρακολουθήσαμε.
Η μεγαλύτερη επιφύλαξη αφορούσε τον ομώνυμο, υψηλών θερμοκρασιών πρωταγωνιστικό ρόλο, που ενσάρκωσε τελικά σε όλες τις παραστάσεις ο Αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Πουέντε. Παρά την ωραία, ευγενή σκηνική παρουσία (που ταίριαξε γάντι στον 30χρονο ιδεαλιστή ποιητή) και το προσεγμένο τραγούδι, ούτε η προεξαρχόντως λυρική χροιά ούτε η μεσαία έκταση της φωνής επέτρεπαν την επαρκή ανταπόκριση στις -απολύτως κρίσιμες για την απόδοση των εξάρσεων και της φλόγας του χαρακτήρα- δραματικές εκτινάξεις.
Εξαιρετικές ήσαν και οι δύο υψίφωνοι που ερμήνευσαν την Μανταλένα του Κουανύ. Το πολυτελές ηχόχρωμα, το λεγκάτο τραγούδι και η καλαίσθητη σκηνική παρουσία της Ρουμάνας Τσέλιας Κοστέα (σε μια από τις πληρέστερες εμφανίσεις της στα πολλά χρόνια σύμπραξης με τη Λυρική!) ανέδειξε έξοχα την αριστοκρατική διάσταση του ρόλου. Η πιο μεταλλική φωνή και η θεατρικότερη προσέγγιση της Ουρουγουανής Μαρίας-Χοσέ Σίρι (στο ντεμπούτο της στην Ελλάδα) φώτισαν εναργέστερα την εξέλιξη του -νεαρής ηλικίας- χαρακτήρα.
Το πρωταγωνιστικό τρίο συμπλήρωσαν ισόρροπα -ιδίως στην τόσο συγγενή με την πουτσίνεια "Τόσκα" σκηνή με την Μανταλένα της Γ’ Πράξης- οι δύο άξιοι βαρύτονοι που ενσάρκωσαν τον ρόλο του Ζεράρ. Ο ημέτερος Δημήτρης Πλατανιάς αποθεώθηκε στην τελευταία παράσταση μετά την αναμενόμενα γενναιόδωρη απόδοση της περίφημης άριας "Nemico della patria". Με λιγότερο στεντόρεια πλην καλοτοποθετημένη φωνή, ο Αζέρος ομότεχνός του Ελτσίν Αζίζοφ σκιαγράφησε, πάντως, εντελέστερα τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του "κακού" ήρωα του έργου.
Από τους πολυάριθμους δευτεραγωνιστικούς ρόλους ξεχώρισαν η συγκινητική Μαντελόν της υψιφώνου Τζούλιας Σουγλάκου, η υποδειγματική (τίμπρο – άρθρωση – παρουσία) Κόμησσα του Κουανύ της μεσοφώνου Χρυσάνθης Σπιτάδη και η κομψή Μπέρσι της μεσοφώνου Μαρισίας Παπαλεξίου. Μουσικοδραματικά ισορροπημένα πορτρέτα των Ρουσσέ και Φλεβίλ/Σμιτ προσέφεραν οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Βαγγέλης Μανιάτης.
Αρκετά προβλήματα παρατηρήθηκαν, τέλος, σε επίπεδο μουσικής διεύθυνσης. Στην πρεμιέρα, αυτή του πολύπειρου Ωγκέν, παρά το δεδομένο σφρίγος, ήχησε μάλλον νευρική και υπέρμετρα φορτισμένη, όχι πάντοτε υποστηρικτική των τραγουδιστών, υπέρμετρα συμφωνική στα ορχηστρικά εδάφια. Αυτή του βοηθού του Στάθη Σούλη (13/2) διέθετε μεν μεγαλύτερη αφηγηματική ροή και πνοή, αλλά εκτυλίχθηκε σε …αμιγώς συμφωνική λογική, ερήμην των τραγουδιστών, τους οποίους κάλυπτε συστηματικά! Πολύ καλές ήσαν οι συμμετοχές της ορχήστρας και της χορωδίας (ιδίως γυναικείας) της ΕΛΣ.