Με μία πραγματικά ενδιαφέρουσα όπερα-περφόρμανς, το «Sun and Sea», ολοκληρώθηκε (χώρος Δ στην Πειραιώς 260, 1-2/9) το -μάλλον άχρωμο- μουσικό πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών.
Προϊόν μιας δημιουργικής ομάδας νέων γυναικών, που απαρτίζουν οι Λίνα Λαπελύτε (σύνθεση – μουσική διεύθυνση), Βάιβα Γκράινυτε (λιμπρέτο) και Ρουγκίλε Μπαρζτζιουκάιτε (σκηνοθεσία – σκηνικά), το έργο εκπροσώπησε τη Λιθουανία στη Μπιεννάλε της Βενετίας το 2019, όπου και απέσπασε τον «Χρυσό Λέοντα» για την καλύτερη εθνική συμμετοχή. Έκτοτε, περιοδεύει ανά τον κόσμο, προσαρμοζόμενο σε διαφορετικής αρχιτεκτονικής χώρους, εντυπωσιάζοντας κοινό και κριτικούς.
Στο σταυροδρόμι μουσικής, θεάτρου και εικαστικών τεχνών, το ωριαίας διάρκειας «Sun and Sea» -του οποίου παρακολουθήσαμε τη γενική δοκιμή στις 31/8- αποτέλεσε ένα ερεθιστικό σχόλιο πάνω στο τόσο επίκαιρο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Υπό τα βλέμματα των τοποθετημένων σε εξώστη, περιμετρικά της σκηνής, θεατών, 13 παραθεριστές-τραγουδιστές απολαμβάνουν ανέμελοι τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ξαπλωμένοι πάνω στην ψιλή άμμο μίας τεχνητής παραλίας. Τους πλαισιώνει μια οικογένεια (Ελλήνων performers), που προσδίδει -με τα παιχνίδια της- ζωντάνια στην ευρύτερη ακινησία.
Μια ακινησία και αδράνεια, όμως, μόνο επιφανειακή, αφού οι υπό τη μορφή τραγουδιών μικρο-αφηγήσεις υπενθυμίζουν -ενίοτε πίσω από τετριμμένες ιστορίες- το πόσο οι διακοπές τους τελούν υπό την επερχόμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής, της σπατάλης των πόρων του πλανήτη ως συνέπειας -μεταξύ άλλων- και του ξέφρενου καταναλωτισμού. Η διερεύνηση της θεματικής του καταναλωτισμού και της συλλογικής φωνής είχε απασχολήσει τη δημιουργική ομάδα και στο πρώτο της εγχείρημα (2014), την όπερα «Να έχετε μια καλή μέρα!» για …10 ταμίες, ήχους από σούπερ-μάρκετ και πιάνο!
Σε σκηνοθετικό επίπεδο, οι γλαφυρά παραπέμποντες στους προερχόμενους από την Βόρεια Ευρώπη -και τα στερεότυπά τους- τουρίστες συνιστούν ένα μωσαϊκό χαρακτήρων αντιπροσωπευτικών κάθε φύλου, κοινωνικής ή εθνοτικής ομάδας, σεξουαλικής προτίμησης, σωματότυπου κλπ. Αντανακλώντας μιαν ηδονιστική παθητικότητα, οι προσωπικές εμπειρίες που αφηγούνται, μέσω τραγουδιών, σχετίζονται με μικρότερες ή μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές, οι οποίες «υπονομεύουν» τις φαινομενικά ανέφελες και έμπλεες χαλαρής κατανάλωσης στιγμές των θερινών τους διακοπών.
Λόγω της στατικής θεατρικής δράσης (πλήρης απουσία πρόζας), η δραματουργία προέκυπτε πρωτίστως από το -αγγλικό- λιμπρέτο και δευτερευόντως από τη μουσική. Κατά τούτο, το «Sun and Sea» υπήρξε ίσως εγγύτερο προς την όπερα από οποιαδήποτε άλλη από τις πολλές, εσχάτως, παραστάσεις μουσικού θεάτρου.
Η δυσκολία και το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης πρότασης έγκειτο ακριβώς στην ανάγκη παρακολούθησης και κατανόησης του αδόμενου λόγου, που περιεχόταν -στο αγγλικό πρωτότυπο- στο διανεμηθέν φυλλάδιο: εκεί αφουγκραζόταν κανείς το σφυγμό της απειλής, και όχι στην παραπλανητικά γλυκερή, μινιμαλιστική μουσική και τη μακρά σειρά τραγουδιών (σολιστικών ή χορωδιακών) με ποικίλες επιρροές, από το Sprechgesang μέχρι την ποπ μουσική ή τα σπιρίτσουαλς. Αυτά απέδωσαν δίχως πρόβλημα, υπό την ambient συνοδεία ενός ηλεκτρονικού οργάνου, οι μικροφωνικά ενισχυμένοι (με «ψείρες») τραγουδιστές όλων των φωνητικών κατηγοριών.
Καθώς ο τρόπος συναρμογής των συγκεκριμένων συνιστωσών και η απουσία -θεατρικής ή μουσικής- κορύφωσης αδυνατούσαν να «απογειώσουν» τη φαινομενικά απλή, πλην πρωτότυπη και άρτια σχεδιασμένη δουλειά, για αρκετούς θεατές τούτη θα ηχούσε σίγουρα κάπως μονότονη, βαρετή!
Κρατάει, πάντως, κανείς τον παιγνιώδη, αδιόρατα ειρωνικό/σουρεαλιστικό τρόπο σχολιασμού ενός τόσο καυτού θέματος, μακράν κάθε υπόνοιας πολιτικού διδακτισμού. Αν οι άνωθεν παρατηρούντες θεατές προβληματίσθηκαν για την αποστασιοποιημένη μακαριότητα των επί σκηνής τουριστών ως προς την κλιματική αλλαγή, ίσως δεν αναγνώριζαν τα είδωλά τους στον καθρέφτη της άμμου…