
Δύο πρόσφατα ρεσιτάλ έντεχνου τραγουδιού καλλιτεχνών με αξιόλογη πλην διακριτική μέχρι σήμερα πορεία ευχαρίστησαν ιδιαίτερα με την ενδιαφέρουσα επιλογή ρεπερτορίου και την ποιότητα των ερμηνειών που προσέφεραν.
Τις προάλλες (22/1), η μεσόφωνος Έλενα Μαραγκού απέδωσε συναυλιακά στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής το πρόγραμμα της καινούργιας δισκογραφικής της δουλειάς με τίτλο «Παιδικό δωμάτιο» («Into a Children's Room» – Irida Classical). Πραγματικό ταξίδι στο μαγικό κόσμο της παιδικής μας ηλικίας, το ρεσιτάλ αρθρώθηκε γύρω από καλά επιλεγμένα λυρικά τραγούδια ξένων και Ελλήνων συνθετών, γραμμένα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και σε …πέντε διαφορετικές γλώσσες!
Η θαυμάσια εκφορά του αδόμενου λόγου στο σύνολο των έργων, η εστίαση στην ανάδειξη του διαφορετικού ύφους, η εκφραστική ειλικρίνεια της σολίστ οριοθέτησαν, σε συνδυασμό με το μαλακό, εύπλαστο τίμπρο, επιτυχημένες ερμηνείες, που εξάλειψαν τον πάντοτε εγγενή κίνδυνο μονοτονίας, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του πολυάριθμου κοινού.
Στο περίφημο «Παιδικό δωμάτιο» του Μούσσοργκσκυ, από το οποίο πήρε τον τίτλο του το πρόγραμμα, θαύμασε κανείς την σε βάθος λεπτομέρειας δουλεμένη πλην ανεπιτήδευτη προσέγγιση, που έσφυζε από τρυφερότητα, χιούμορ και θεατρικότητα απόδοσης των συναισθημάτων κάθε χαρακτήρα (παιδιού και ενηλίκων). Στα ίδια ύψη άρθηκαν οι ερμηνείες σε τρία από τα μελωδικά απλά «15 Λαϊκά παιδικά τραγούδια» του Μπραμς και στα χαριτωμένα ή μελαγχολικά, σταθερά πνευματώδη «Τέσσερα τραγούδια για παιδιά» (...και όχι μόνο!) του Πουλένκ, που ερμηνεύθηκαν με σπάνια ευφράδεια αφήγησης.
Πρόσκληση στον κόσμο του ονείρου και της -χαμένης- παιδικής αθωότητας αποτέλεσαν τόσο το έργο «Μια συλλογή από νανουρίσματα» του Μπρίττεν όσο και δύο νανουρίσματα των Κουρουπού και Μπαλτά, επιλεγμένα από παιδικές συλλογές 6 τραγουδιών. Η μελωδική λιτότητα των ελληνικών κομματιών ήλθε σε αντίθεση με την πιο επιτηδευμένη γραφή του Βρετανού συνθέτη, που αναδεικνύει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων (φθάνοντας μέχρι την απελπισία και το φόβο). Μόνο στο «Τραγούδι του κοριτσιού» από τον «Μερλίνο τον μάγο στο νησί των ποιητών» του Κούκου φάνηκε να χάνεται λίγο η συνοχή άρθρωσης/φραστικής και αφήγησης.
Ο Γερμανός πιανίστας Τομπίας Κράμπεν ανταποκρίθηκε έξοχα στην πρόκληση να διασφαλίσει αφενός ισόκυρα αισθαντική συνοδεία, αφετέρου να προβάλει γλαφυρά τις ιδιαιτερότητες της γραφής για πιάνο κάθε κύκλου (διόλου αμελητέες π.χ. στα τραγούδια του Πουλένκ). Η αναμενόμενη -λόγω του συναυλιακού ρονταρίσματος του προγράμματος και της δισκογραφικής αποτύπωσής του- ώσμωση με την Μαραγκού ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής…

Με ένα εξίσου ενδιαφέρον ρεσιτάλ τραγουδιού είχε ξεκινήσει ουσιαστικά, δύο εβδομάδες νωρίτερα (9/1), η νέα χρονιά. Στο Αμφιθέατρο του «Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη», ο βαρύτονος Γιώργος Κανάρης ερμήνευσε, συνοδευόμενος στο πιάνο από τον Δημήτρη Γιάκα, μείζονες κύκλους ρομαντικών τραγουδιών των 19ου και 20ού αιώνα με βασικούς «σταθμούς» την περιπλάνηση, την επικοινωνία με τη φύση, τον έρωτα και τη μοναξιά.
Έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στο πόσο διαφέρουν, κυρίως από πλευράς ύφους και αισθητικής, οι ερμηνείες έντεχνων τραγουδιών, όταν προσφέρονται από τραγουδιστές που αναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας τους στην όπερα. Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να υπηρετήσουν άρτια και τους δύο κόσμους.
Για το ότι ο Κανάρης συγκαταλέγεται μεταξύ τους είχε προϊδεάσει το γεγονός ότι, ενώ σταδιοδρομεί σε περιφερειακά λυρικά θέατρα της Γερμανίας (με εφαλτήριο την Όπερα της Βόννης), διαθέτει ήδη αξιόλογη συναυλιακή και δισκογραφική παρουσία ως «ληντερίστας».
Το αθηναϊκό ρεσιτάλ του δεν διέψευσε τις προσδοκίες: η ωραία, υγιής, δυνατή φωνή του γέμιζε μεν αβίαστα την μικρή υπόγεια αίθουσα (προδίδοντας τις οπερατικές καταβολές), αλλά η προσπάθεια για φωνητικές αποχρώσεις και προσεγμένη εκφορά του αδόμενου λόγου μαρτυρούσαν σαφή εξοικείωση με το εσωστρεφές σύμπαν του κλασικού τραγουδιού.
Στο πρώτο μέρος της βραδιάς προσφέρθηκαν τα πανέμορφα «Τραγούδια του ταξιδιού» του Βων Ουίλλιαμς. Η καθαρή αγγλική προφορά και η μουσικότητα του τραγουδιστή χάρισαν μια καλή, αλλά ενίοτε αδρή εικόνα της εκτεταμένης αυτής μπαλλάντας. Και τούτο γιατί ο ραψωδικός λυρισμός και οι διαφορετικές, λυρικές ή δραματικές, διαθέσεις των -εμπνευσμένων από folksongs- τραγουδιών που γράφτηκαν πάνω σε φορτισμένα ποιήματα του Στήβενσον απαιτούν για τη δικαίωσή τους μεγαλύτερη αφηγηματική καθαρότητα και δύναμη υπαινιγμών.
Άλλου είδους -πλην μικρότερες- επιφυλάξεις θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει για την ερμηνεία του Κανάρη στο «Κύκνειο άσμα» του Σούμπερτ, έναν ημιτελή κύκλο τραγουδιών με έντονο το στίγμα της μελαγχολίας και της θλίψης. Γήινη, μοναδικής συναισθηματικής αμεσότητας (αλλά χωρίς υπερβολές!) επέλεξε ν’αποστασιοποιηθεί -αντίθετα απ’ό,τι συνηθίζεται- από τον (υπερ)τονισμό των σκοτεινών κλιμάτων, του δράματος. Άρτια νοηματοδότηση των στίχων, ισορροπημένα ρετζίστρα και ευπρόσδεκτες ηχοχρωματικές εκλεπτύνσεις υπηρέτησαν αυτήν τη διαφορετική προσέγγιση, που έγινε έντονα αντιληπτή στην σπάνιας μελωδικής απλότητας κοσμαγάπητη σερενάτα («Ständchen»), που προσφέρθηκε και εκτός προγράμματος… Καθ’όλη τη διάρκεια της βραδιάς, η συνοδοιπορία του Γιάκα υπήρξε πρότυπο ακρίβειας, μέτρου και ευαισθησίας.
Αν το γεγονός ότι η χώρα μας διαθέτει, αντίθετα από άλλες φωνητικές κατηγορίες, ικανό αριθμό βαρυτόνων εξηγεί -χωρίς πάντως και να δικαιολογεί- τις σπανιότατες εμφανίσεις «εντός των τειχών» του Κανάρη, η απόδοσή του δημιούργησε την περιέργεια να τον ξανακούσουμε σύντομα όχι μόνο σε έντεχνα τραγούδια (και μάλιστα σε μεγαλύτερων διαστάσεων αίθουσα) αλλά και σε όπερα…