Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μάη η «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής φιλοξένησε δύο σημαντικές -για διαφορετικούς λόγους- τακτικές συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Στην πρώτη εορτάσθηκαν τα 75 χρόνια από την ίδρυσή της, ενώ στη δεύτερη εμφανίσθηκε ως αρχιμουσικός και σολίστ ο διάσημος βιολιστής Λεωνίδας Καβάκος, με τον οποίο το σύνολο έχει αναπτύξει εσχάτως στενή συνεργασία.
Η διοργάνωση επετειακών συναυλιών δεν είναι ποτέ εύκολη, όπως απέδειξε και αυτή της ΚΟΑ στις 4/5. Κατ’αρχάς, η χρονική διάρκεια της επιμηκύνθηκε αρκετά λόγω και της προβολής ενός ντοκυμαντέρ και της ομιλίας του καλλιτεχνικού της διευθυντή Στέφανου Τσιαλή. Όπως είναι αυτονόητο, ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει (ή όχι) ενστάσεις σε σχέση με το τι (δεν) προβλήθηκε ή/και (δεν) ειπώθηκε και από ποιους, ιδίως σε ό,τι αφορά την ιστορία της ορχήστρας! Εκ των πραγμάτων, βέβαια, είναι ανέφικτο να ικανοποιηθούν οι πάντες, πολλώ δε μάλλον όταν οι απόψεις αναγκαστικά ποικίλλουν και η αποτίμηση της πορείας και της προσφοράς των σημαντικών εγχώριων μουσικών θεσμών αποτελεί παγίως μία κραυγαλέα παράλειψη της εγχώριας μουσικολογικής επιστήμης, και όχι μόνο…
Εξίσου δύσκολη είναι και η διαμόρφωση του σχετικού προγράμματος: τι στίγμα εκπέμπουν οι επιλογές των έργων και πόσο αυτές αντικατοπτρίζουν τη συνήθη συναυλιακή δραστηριότητα; Η ΚΟΑ, εν προκειμένω, πέραν της μετάκλησης ενός σημαντικού -έστω και στη δύση του- πιανίστα, επέλεξε να εστιάσει σε ελληνικά έργα, η παρουσία των οποίων, όμως, στο ρεπερτόριο της βαίνει σταθερά μειούμενη από το 2011, όταν έληξε η θητεία του -τότε διευθυντή της- Βύρωνα Φιδετζή…
Η καταγραφείσα από τα μικρόφωνα της γερμανικής ραδιοφωνίας βραδιά άνοιξε με την α’ παγκόσμια εκτέλεση του έργου «Οι επτά αθάνατες αρετές» που παρήγγειλε ειδικά για την περίσταση η ΚΟΑ στον συνθέτη Γιώργο Κουρουπό. Αυτός ο σπονδυλωτός φόρος τιμής στον Δημήτρη Μητρόπουλο έλαβε τη μορφή «θέματος και παραλλαγές». Το θέμα ήταν ένα από τα τραγούδια («Inventions»;) του συνθέτη Μητρόπουλου σε ποίηση Καβάφη, ενώ έκαστη -σύντομη- παραλλαγή απέδιδε κάποιαν από τις αρετές του τιμώμενου. Για καθεμία ο Κουρουπός δημιούργησε μίαν ηχητική εικόνα διακριτής διάθεσης και ύφους, στην οποία αξιοποιήθηκαν ευφάνταστα και ατμοσφαιρικά διαφορετικά ορχηστρικά ηχοχρώματα, και δη αυτά των ξύλινων πνευστών και των κρουστών.
Ολόκληρο το δεύτερο μέρος του προγράμματος κάλυψαν συνθέσεις του Σκαλκώτα. Αρχικά, ακούσθηκε το συντομότατο τρίλεπτο «Αρχαίον ελληνικόν εμβατήριον», που αυτός έγραψε (1946-47) ως μουσική συνοδεία παρελάσεων ομάδων του Λυκείου Ελληνίδων για τις ανάγκες των χορευτικών παραστάσεών του. Η αξία του έγκειται κυρίως στο ότι αποτελεί δείγμα των αντιλήψεων της εποχής για την αρχαία ελληνική μουσική θεωρία και πράξη.
Πολύ μεγαλύτερης σημασίας και ενδιαφέροντος ήταν η ακρόαση ενός άλλου έργου της ιδίας «νεοκλασικής» περιόδου (1948) του Σκαλκώτα, της «Μικρής Συμφωνίας» (Sinfonietta), το μουσικό υλικό της οποίας δόθηκε στην κριτική αποκατάσταση και καταγραφή του άξιου μουσικολόγου Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Η ΚΟΑ είναι στενά συνδεδεμένη με την εξαιρετικά απαιτητική αυτή σύνθεση, έχοντας ήδη δώσει (το 2005) την πρώτη δημόσια εκτέλεσή της και προγραμματίζοντας την ηχογράφησή της για τη δισκογραφική εταιρεία «Naxos». Παρότι η ερμηνεία ήχησε κάπως άγουρη, προσέφερε σίγουρα μια καλή εικόνα της εκφραστικά πολυδιάστατης -και σε διαθέσεις!- «τονικής» παρτιτούρας. Δημοτικοφανή μουσικά θέματα προστίθενται ως ψηφίδες ενός καμβά χρωματισμένου με ποικίλες και χωνεμένες επιρροές του κεντροευρωπαϊκού μεσοπολεμικού μουσικού μοντερνισμού, συνθέτοντας ένα πρωτότυπο έργο με ευδιάκριτη σκαλκωτική υπογραφή (στέρεη δομή, ενορχηστρωτική αρτιότητα). Περισσότερες δοκιμές και συναυλιακή τριβή (η ΚΟΑ το ερμήνευσε εκ νέου στις 21/6 στον κήπο του Μεγάρου, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Γιορτής Μουσικής) θα αποτελέσουν εχέγγυα για μίαν αξιόλογη ηχητική καταγραφή του…
Εμβόλιμα, ο 76χρονος Ουγκόρσκι αναμετρήθηκε με το περίφημο 5ο Κοντσέρτο για πιάνο-«Αυτοκρατορικό» του Μπετόβεν. Παρά τον ωραίο, μεγάλο και καθαρό ήχο, καθώς και την κατανόηση της «πρωτορομαντικής» αισθητικής της γραφής, ο σκληρά καταδιωχθείς από το σοβιετικό καθεστώς Ρωσοεβραίος πιανίστας δεν βρίσκεται πια (δεξιο)τεχνικά στην απόλυτη ακμή του: τούτο είχε ως αποτέλεσμα και ολισθήματα και νότες που «έπεφταν» και προβλήματα στο ρυθμό και τη συμπόρευση με την ορχήστρα. Δεν έλειψαν, φυσικά, κάποιες όμορφες στιγμές, ειδικά στο μεσαίο λυρικό adagio un poco mosso, ενώ και η μεγαλοπρέπεια της γραφής αναδείχθηκε συχνά (πχ. στο εναρκτήριο allegro) με επιτυχία, λόγω και του «τευτονικού» -πλην καλά ελεγμένου- βηματισμού που εκμαίευσε ο Τσιαλής από την ΚΟΑ.
Ο σολίστ καθήλωσε, πάντως, το ακροατήριο με μια σαγηνευτική, άκρως ποιητική εκτέλεση -εκτός προγράμματος- του «Πρελούδιου και Νυχτερινού για το αριστερό χέρι» του Σκριάμπιν.
Μια εβδομάδα αργότερα (11/5), μέγα πλήθος συνέρρευσε για να παρακολουθήσει τον Λεωνίδα Καβάκο να συμπράττει -αφιλοκερδώς- ως σολίστ και διευθυντής ορχήστρας με την ΚΟΑ. Η ήδη διετής συνεργασία του παγκοσμίου φήμης μουσικού με την Κρατική Ορχήστρα κινεί συνεχώς το ενδιαφέρον. Τα έσοδα της συγκεκριμένης συναυλίας, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο του -υποστηριζόμενου από το «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος»- προγράμματος «Προσφορά Μουσικής & Μουσική Προσφορά», δόθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Η βραδιά άνοιξε με το απαιτητικό «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα, BWV 1052» του Γ.Σ. Μπαχ, που ο Καβάκος διηύθυνε από το βιολί. Το έργο δεν κρύβει, φυσικά, μυστικά για τον σολίστ, το παίξιμο του οποίου διέθετε νεύρο και κινητικότητα, εσωτερικότητα και εκφραστικότητα. Ο ήχος στερείται, βέβαια, της αλλοτινής λάμψης, η πολυφωνία δεν ήταν πάντοτε ανεπίληπτη, ενώ δεν έλειψαν και κάποιες τοπικές οξύτητες. Επίσης, η όλη, παραδοσιακής οπτικής προσέγγιση φάνηκε κάπως ξένη προς τις αισθητικές «κατακτήσεις» του μπαρόκ. Όμως, τι επίδειξη τεχνικής και δεξιοτεχνίας (στο φινάλε), τι όμορφη εκτύλιξη του λυρικού, μελωδικού θέματος του αργού μέρους, τι υψηλός βαθμός συγκέντρωσης! Κατά τα λοιπά, η φροντισμένη αντιστικτική γραφή δεν προβλήθηκε πάντοτε με σαφήνεια και αίσθηση του διαλόγου από το -ευπρόσδεκτα συνεπτυγμένο- ορχηστρικό κλιμάκιο εγχόρδων.
Συνεχίζοντας την εκ παραλλήλου ενασχόληση και με τη διεύθυνση ορχήστρας, ο Καβάκος επέλεξε ως βασικό έργο την κοσμαγάπητη 4η Συμφωνία-«Ρομαντική» του Μπρούκνερ. Περισσότερο -αν και όχι υπερβολικά- εξοικειωμένη με το μπρουκνερικό σύμπαν απ’ό,τι ο αρχιμουσικός, η ΚΟΑ δεν είχε πρόβλημα ν’ακολουθήσει την μάλλον ασαφή μπαγκέτα του. Από το εκτενές πρώτο μέρος κατέστησαν, εξάλλου, προφανείς και η αγάπη του Καβάκου για τη συγκεκριμένη σύνθεση και η καλή χημεία του με το σύνολο. Ενισχυμένες με νέους μουσικούς από τη «MOYSA»-Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και την Ακαδημία Νέων Μουσικών της ΚΟΑ, όλες οι ορχηστρικές υποομάδες, περιλαμβανομένων των χάλκινων πνευστών (κόρνα!), έπαιξαν με ακρίβεια και εγρήγορση.
Σε γενικές γραμμές, η εκτέλεση ανταποκρίθηκε επαρκώς στις ειδικές επιταγές της πεμπτουσιακά ρομαντικής μουσικής δραματουργίας του Μπρούκνερ, με τις εναλλαγές μεταξύ υψιπετών, μεγαλόπρεπων ενοτήτων και στοχαστικά λυρικών, έντονα μελωδικών ξέφωτων. Όμως, η έντονη αντιδιαστολή τους από τον Καβάκο αφενός ανέτρεπε τις ηχητικές ισορροπίες (λόγω ανεπαρκούς στάθμισης επιταχύνσεων/επιβραδύνσεων, οι κορυφώσεις γίνονταν συχνά χωρίς εύπλαστες αυξομειώσεις δυναμικής, ηχώντας υπερβολικές, εκτός ελέγχου) αφετέρου διερρήγνυε τη συνοχή και τον -ωστικό- ειρμό της αφήγησης. Οι τόσο χαρακτηριστικές, εντυπωσιακού εύρους κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις ή ακόμη οι έντεχνα κυμαινόμενες συστολές/διαστολές χρόνων δεν συνοδεύονταν από πλαστικότητα, οι εξίσου κρίσιμες στίξεις και παύσεις ήσαν ατελώς τονισμένες, ενώ πολλές λεπτομέρειες της γραφής αγνοήθηκαν ή αποδόθηκαν αδρομερώς. Η ερμηνεία απέτυχε, αναπόδραστα, να μεταδώσει την τόσο κρίσιμη πνευματική και ψυχική ανάταση, μένοντας στην επιφάνεια του έργου…
Credit φωτογραφιών: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών/ Αλίκη Φιδετζή