Οι φανταστικές εμφανίσεις της δεύτερης μέρας του Primavera έπαιζαν σε επανάληψη στο μυαλό μου καθώς περνούσα τις πύλες του Parc del Forum, ελπίζοντας σε μία αντίστοιχη συγκομιδή εμπειριών χάρη στο πολλά υποσχόμενο lineup, το οποίο για τον γράφοντα ξεκίνησε με ένα συγκρότημα – σταθμό των ‘90s.
Οι The Breeders σχηματίστηκαν από την Kim Deal των Pixies και την Tanya Donelly των Throwing Muses, και μαζί ηχογράφησαν ορισμένους από τους δίσκους που καθόρισαν τον ήχο του κιθαριστικού indie εκείνης της δεκαετίας. Το συγκρότημα μετά από δέκα χρόνια απουσίας, επέστρεψε φέτος δισκογραφικά με το «All Nerve», και ανέβηκε στη σκηνή του Primavera παίζοντας το «New Year» από τον κλασικό τους δίσκο «Last Splash».
Οι κιθάρες των Breeders ακούγονταν μεγαλειώδεις σε όλο το set, ειδικά σε κομμάτια όπως το χιτ «Cannonball» και στο τραγούδι των Pixies (!) «Gigantic», το οποίο ο Kurt Cobain έχει χαρακτηρίσει ως το καλύτερο που έχει γράψει ποτέ η μπάντα. Το χαμηλότονο «Off You», που πολλοί αγάπησαν από την ταινία «Δικός της» (Σπάικ Τζόνζι, 2015), ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές ενός χορταστικού σετ που αμφιβάλλω να άφησε κάποιον παραπονεμένο.
Λίγη ώρα ξεκινούσε η εμφάνιση ενός από τους πιο πολυσυζητημένους μουσικούς των τελευταίων ετών, του Father John Misty. Ο Αμερικάνος crooner που γνώρισε ευρύτερη επιτυχία το 2015, χάρη στο δίσκο «I Love You, Honeybear», παρέδωσε μία καθαρά επαγγελματική έως και αποστασιοποιημένη εμφάνιση, προϊόν (;) της ευρύτερης μπλαζέ περσόνας που υιοθετεί στις συναυλίες του. Καθόλου απογοητευτικός ζωντανά ομολογουμένως, τα τραγούδια του εκτελούνται άψογα χάρη στην ταλαντούχα ορχήστρα του, θα ακούγονταν όμως σίγουρα καλύτερα σε ένα late night bar αντί ενός απέραντου υπαίθριου φεστιβάλ.
Ο συνωστισμός του κόσμου αυξήθηκε ακαριαία όταν στη μεγαλύτερη σκηνή του φεστιβάλ ανέβηκε ένας κουστουμαρισμένος Matt Berninger μαζί με τους The National. Το συγκρότημα έχοντας στις βαλίτσες του τον περσινό επιτυχημένο δίσκο «Sleep Well Beast» δε δυσκολεύτηκε να λικνίσει αργόσυρτα τους χιλιάδες θεατές με τις συναισθηματικές μπαλάντες του, άνεση η οποία οφείλεται και στα σχεδόν είκοσι πια χρόνια ύπαρξης του σχήματος.
Στην γλυκά μελαγχολική ατμόσφαιρα που έφτιαξε η μπάντα πρόσθεσαν τα μέγιστα τα φωνητικά του Berninger, που ήταν όσο χαμηλόφωνα χρειαζόταν για να ακούγεται και το ψιθύρισμα του κοινού που σιγοτραγουδούσε μαζί του δίχως να χάνει νότα. Την ίδια ώρα, στην αντίπερα όχθη του Parc del Forum, ετοιμαζόταν να γκρεμίσει τη σκηνή μία εμβληματική μπάντα του underground.
Το μέγεθος της σημασίας και της επιρροής του Steve Albini στην αμερικανική μουσική σκηνή απαιτεί ένα ολοδικό του κείμενο για να περιγραφεί σε βάθος, αρκεί όμως να σημειώσετε πως ήταν ο ιθύνων νους των punk θρύλων Big Black και παραγωγός στο «In Utero» των Nirvana, μεταξύ πολλών άλλων ακόμα δίσκων. Ως frontman των Shellac τα τελευταία εικοσιτέσσερα χρόνια προσθέτει εύρος στο είδος που έμεινε να λέγεται post hardcore, και με αυτό ο μουσικό όχημα ήρθε στο Primavera, σε μία από τις σπάνιες εμφανίσεις της μπάντας σε φεστιβάλ.
Ο Albini φορώντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο την κιθάρα γύρω από τη μέση, μαζί με τους συμπαίκτες του Bob Weston (μπάσο) και Todd Trainer (ντραμς), έδωσε μια πραγματική συναυλία με όλη τη σημασία της λέξης. Ο κοφτερός σαν ξυράφι ήχος τους και το στακάτο γκρουβ των τραγουδιών άνοιξαν το πρώτο mosh pit του Primavera, όπου κόσμος επιδόθηκε σε ξέφρενους χορούς και ιδρωμένα σφιχταγκαλιάσματα, με την ενέργεια να ξεχειλίζει από παντού.
Ανάμεσα στα κομμάτια ο Albini αναρωτήθηκε: «βλέπω γύρω μου τόσο όμορφο κόσμο, που αναρωτιέμαι ειλικρινά πώς γίνεται να μην φασώνεστε με όλη σας τη δύναμη αυτήν τη στιγμή». Προτού προλάβει να κάνει κανείς όποια κίνηση, η αρχή του «Squirrel Song» ήταν αρκετή για να ανοίξει ξανά το pit. Για να μας αποχαιρετήσουν οι Shellac επέλεξαν το «Prayer To God», και με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο κανείς δεν ήθελε να φύγει μπροστά από τη σκηνή. Μάλιστα, μαζί με πολύ κόσμο μείναμε να κοιτάμε την μπάντα να μαζεύει τον εξοπλισμό της και να την χειροκροτούμε, κάτι που δεν περίμενα να κάνω ποτέ μου μετά από συναυλία.
Η συναυλία της Charlotte Gainsbourg που ξεκινούσε μισή ώρα αργότερα ήταν η ιδανική επιλογή για αλλαγή παραστάσεων. Περισσότερο γνωστή για τις δουλειές ως ηθοποιός, η Γαλλίδα συνεχίζει την παράδοση των γονιών της Jane Birkin και Serge Gainsbourg, συνθέτοντας μοντέρνα απολαυστικά pop chansons με έντονο το συναίσθημα της νοσταλγίας.
Αυτό το κλίμα προετοίμαζε και το ίδιο το σκηνικό, όπου η θέση κάθε μουσικού ήταν πλαισιωμένη από ένα ορθογώνιο πλαίσιο με λευκά νέον φώτα, μια μίνιμαλ αισθητική που αντακλά και τον τρόπο που γράφτηκε ο τελευταίος της δίσκος «Rest».
Η κοντοκουρεμένη Gainsbourg έχοντας ένα all-denim look, έφτιαξε μια ηλεκτρισμένη nu disco ατμόσφαιρα, με την ίδια και το κοινό να το απολαμβάνουν στο έπακρο. Είναι ενδεικτικό πως ο κόσμος στις μπροστινές σειρές δεν έχανε ευκαιρία να ζητωκραυγάζει το όνομά της, και την Gainsbourg να ανταποδίδει χαρίζοντας πλατιά χαμόγελα.
Είκοσι λεπτά μετά τη μία έφτασε η στιγμή που περιμένα από την πρώτη στιγμή που έφτασα στη Βαρκελώνη. Για το πόσο σπουδαίο είναι το περσινό ντεμπούτο των Idles τα έχουμε ξαναπεί, και καθώς δεν έχει σταματήσει να παίζει στα ακουστικά μου ένα χρόνο τώρα, ήμουν τρομερά ανυπόμονος να τους δω live. Πριν το set των Breeders είχα την τύχη να μιλήσω με τον τραγουδιστή Joe Talbot και τον κιθαρίστα Mark Bowen, σε μια σύντομη κουβέντα που όμως μου επιβεβαίωσε την ευφυία που βρίσκεται πίσω από τη μουσική τους. Η ηρεμία και η διαύγεια που τους χαρακτήριζε εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκαν πλήρως μόλις πάτησαν το πόδι τους στη σκηνή.
Ο Talbot αγκαλιάζει έναν – έναν τους συμπαίκτες του, περπατά νευρικά πάνω κάτω στη σκηνή, ο Bowen γρατσουνάει αντίθετα τις χορδές της κιθάρας και εξαπολύει χοροπηδώντας το ριφ του «Heel / Heal», ανοίγοντας αστραπιαία το pit. Ο λιπόσαρκος Talbot έμοιαζε έκπληκτος από την αντίδραση του κοινού που αμέσως εκδήλωσε το πάθος του φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη το ρεφρέν («I’m just sitting here and I don’t like it»). Και αυτή ήταν μόνο αρχή.
Πέντε λεπτά μετά ο μπασίστας Adam Devonshire παίζει την εισαγωγή του «Mother» και φέρνει χάος στο Parc del Forum, το moshing εκτοξεύεται και όλοι τραγουδάμε τους ψυχωμένους στίχους του κομματιού δυνατότερα από τον Talbot, ο οποίος συνειδητοποιεί πως δε χρειάζεται να δώσει καμία «εντολή» στο κοινό για sing along.
Το τραγούδι, που περιγράφει τις εξουθενωτικές ώρες δουλειάς μιας φτωχής μητέρας, είναι ενδεικτικό της βαθιάς πολιτικής συνείδησης που εκφράζει η μπάντα και η οποία εκδηλώθηκε δια στόματος Talbot αρκετές φορές μες το set, είτε φωνάζοντας «ζήτω ο σοσιαλισμός» πριν ακουστεί το «Divide And Conquer», είτε αφιερώνοντας ένα νέο τραγούδι σε κάθε μετανάστη που παίρνει την απόφαση να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε άλλη χώρα, σημειώνοντας «αγαπώ κάθε έναν από αυτούς».
Η ένταση ξεπερνούσε σε κάθε τραγούδι το όριο, οι κιθαρίστες έκαναν εναλλάξ stage dive με τις κιθάρες μες το κοινό, ο Talbot φρόντισε να πικάρει την νεόπλουτη αισθητική των trap σταρ Migos (οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν τελικά στο Primavera) αφιερώνοντάς τους το «White Privilege», και εξαπέλυσαν μια τελική επίθεση με το «Rottweiler» που μας άφησε θέλοντας κι άλλο.
Θα συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου και δε θα ισχυριστώ πως αυτή η εμφάνιση ήταν ιστορική, οι Idles όμως απέδειξαν γιατί είναι από τα πιο ελπιδοφόρα σχήματα αυτήν τη στιγμή. Μια μπάντα με μόλις ένα δίσκο, βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με όσα συμβαίνουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αμφισβητεί τα είδη και τα όρια του ήχου της, όντας ταυτόχρονα μία γεννήτρια έντασης που τροφοδοτεί αξέχαστες εμφανίσεις. Και όσοι βρεθήκαμε στη συγκεκριμένη θα κάνουμε καιρό να συνέλθουμε.
Ευχαριστούμε την Aegean για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.