Λίγοι πίστευαν ότι η απολύτως σωστή επιλογή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να παρουσιάσει μετά από έναν σχεδόν αιώνα στην Αθήνα (και στην «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» του ΚΠΙΣΝ) την πανέμορφη όπερα του Γκουνό «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» θα ευτυχούσε, τελικά, μόνο στο μουσικό της σκέλος! Η γαλλική όπερα, ως γνωστόν, θέτει αυξημένης δυσκολίας προκλήσεις από πλευράς μουσικής: τραγούδι και ορχηστρική γραφή συγκεκριμένου ύφους και αισθητικής, ιδιωματική εκφορά και νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου με τις εγγενείς ιδιαιτερότητες της γαλλικής γλώσσας, ευγένεια και καλαισθησία… Αντιθέτως, πιο βατές είναι οι απαιτήσεις από πλευράς σκηνοθεσίας, πλην ίσως εκείνης των λυρικών έργων που ανήκουν στο είδος της grand opéra, όπου χρειάζεται ν’αντιμετωπισθεί η μεγαλοπρέπεια της κάθε παρτιτούρας με τον αυξημένο ρόλο χορωδίας και μπαλέτου. Βέβαια, όλοι θυμόμαστε πόσο ευφυώς ανταποκρίθηκε σε όλα αυτά τα ζητούμενα προ 6ετίας ο Ρενάτο Τζανέλλα στον «Φάουστ» του Γκουνό στο Μέγαρο…
Αντιμέτωπος όχι μόνο με το πασίγνωστο σαιξπηρικό δράμα αλλά και με την πιο δημοφιλή μελοποίησή του, ο καταξιωμένος θεατρικός σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης υπέγραψε, δυστυχώς, ένα από τα πλέον αμήχανα θεάματα που έχουμε παρακολουθήσει μέχρι σήμερα στην ΕΛΣ! Η παράσταση έμεινε -επιεικώς- σ’ένα «ερασιτεχνικό» επίπεδο, ως εάν να μην είχε δουλευθεί επί της ουσίας. Το «αφαιρετικό» ανέβασμα για το οποίο έγινε λόγος προσδιορίσθηκε κατ’αρχάς στην οπτικοποίησή της: το μοναδικό σκηνικό (Γιοχάννες Συτς) αποτέλεσε ένα πλέγμα γιγαντιαίων πτυσσόμενων ανοιχτών πλαισίων, τα οποία αναδιπλώνονταν συνεχώς, δημιουργώντας την αίσθηση «τόπων». Ολόγυρά τους υπήρχαν σειρές καθισμάτων κινηματογράφου, στα οποία κάθονταν κομπάρσοι -σαν να ήταν βγαλμένοι από την ταινία «Matrix»!- οι οποίοι δεν είχαν άλλο ρόλο από το να μετακινούν το σκηνικό. Ουδεμία υπόνοια «θεάτρου εν θεάτρω»… Εξίσου «αφαιρετικά» ήσαν και τα κάθε λογής πολύχρωμα κοστούμια (επιμέλεια: Ερμίνα Αποστολάκη), που παρέπεμπαν σε ανέμελα πάρτυ των δεκαετιών ‘70 και ’80! Καθώς όλα αυτά δεν αρκούσαν φυσικά για να προσδώσουν το οποιοδήποτε εικαστικό στίγμα στην παραγωγή, ήλπιζε κανείς ότι ο Μαστοράκης θα είχε ασχοληθεί υποκριτικά και κινησιολογικά σε βάθος με μονωδούς και χορωδούς. Εις μάτην! Ο καθείς αφέθηκε να κινείται συμβατικά -και μετωπικά προς το κοινό- κατά το δοκούν, ενώ η χορωδία λικνιζόταν αδιάφορα, περιστοιχισμένη από μία ομάδα -αλλοπρόσαλλα ντυμένων- χορευτών (;)/κομπάρσων, η οποία ενίοτε αναμειγνυόταν στη δράση. Τουλάχιστον, το κεντρικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι βρισκόταν σχεδόν συστηματικά στο κέντρο της σκηνής. Ουδείς φυσικά λόγος για αφήγηση ή για την οποιαδήποτε συνομιλία με τη μουσική…
Ευτυχώς για όλους, η μουσική έσωσε -ενδεχομένως, και κάπως ανέλπιστα- την παρτίδα! Στην παράσταση της 2/3, τόσο η μουσική διεύθυνση όσο και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι τράβηξαν δίκαια τα φώτα πάνω τους. Επιβεβαιώνοντας τη βαθιά κατανόηση που έχει (και) της γαλλικής μουσικής, ο Λουκάς Καρυτινός εκμαίευσε από την Ορχήστρα της ΕΛΣ (έξοχα έγχορδα, ξύλινα, κόρνα!) παίξιμο σπάνιας διαφάνειας και αμείωτης εσωτερικής έντασης που δικαίωσε τον αισθησιακό λυρισμό και το μελωδικό πλούτο του έργου. Η ακρίβεια και η αφηγηματική ρευστότητα της διεύθυνσής του αναδείκνυε την ατμόσφαιρα κάθε σκηνής, ενώ η μουσική ηχούσε σαν μεταξένιο χαλί που επέτρεπε την αβίαστη εκτύλιξη του τραγουδιού. Μέγα επίτευγμα! Εξίσου άξιοι και με καλή σκηνική χημεία μεταξύ τους ήσαν και οι δύο πρωταγωνιστές. Ο Ισπανός τενόρος Ισμαέλ Τζόρντι διαθέτει την ιδανική φωνή -μαλακή, φωτεινή, εύκαμπτη- για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, που επιτρέπει την ανάδειξη του ποιητικού χαρακτήρα του Ρωμαίου. Μια κάποια διστακτικότητα στις ψηλές νότες ίσως οφειλόταν στην ασθένεια που τον ταλαιπώρησε. Πλάι του, η εκλεκτή μας υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου ντεμπουτάρισε ως Ιουλιέττα, κερδίζοντας ένα -διόλου αυτονόητο- στοίχημα! Ο ρόλος δεν είναι απλός ούτε φωνητικά (η τεσσιτούρα του δεν ανταποκρίνεται σε ό,τι θα ανέμενε κανείς από ένα 15χρονο κορίτσι!), ούτε σκηνικά (η Ιουλιέττα βρίσκεται σχεδόν πάντοτε επί σκηνής) ούτε από πλευράς κειμένου (μεγάλος αριθμός φράσεων)! Το μεταλλικό, λίγο όξινο στην ψηλή περιοχή τίμπρο της Παπαθανασίου -που έδεσε, πάντως, άριστα με αυτό του παρτεναίρ της!- δεν είναι, εξάλλου, αυτό που θα κέρδιζε εύκολα τις εντυπώσεις, ιδίως στη διάσημη εναρκτήρια αριέττα, από την οποία έλειψε η δροσιά. Όμως, από κει και πέρα, με πόση τέχνη και αλάθητο θεατρικό αισθητήριο έχτισε το ρόλο μέχρι τη συγκλονιστική άρια του δηλητηρίου και το δραματικό φινάλε, με τι κομψότητα και εκφραστικότητα «γέμισε» τη σκηνή! Οι σημαντικές διεθνείς καριέρες, όπως αυτή της Λαρισαίας υψιφώνου, δεν διαρκούν τυχαία τόσο πολύ…
Έχοντας ανατεθεί σε έμπειρους λυρικούς καλλιτέχνες, που τραγούδησαν -όχι ανεπίληπτα- στο σωστό ύφος και με επαρκή άρθρωση της γαλλικής, οι αρκετοί δευτεραγωνιστικοί ρόλοι αποδόθηκαν στο σύνολό τους ικανοποιητικά. Ξεχώρισαν φωνητικά ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (πατήρ Λαυρέντιος), η μεσόφωνος Άρτεμις Μπόγρη (ως -διόλου αρσενικός, πάντως- Στέφανος!) και ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος (Τυβάλδος). Αξιοπρόσεκτη για μία ακόμη φορά ήταν στο μικρό ρόλο της Γερτρούδης η νεαρή μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη: ωραίο, μεστό ηχόχρωμα, σωστή σκηνική παρουσία και κρυστάλλινη προφορά αξίζουν σημαντικότερες αναθέσεις. Τέλος, σ’ένα έργο που της επιφυλάσσει ωραίες και απαιτητικές σελίδες, καλή ήταν σε γενικές γραμμές η συνεισφορά της Χορωδίας. Γίνεται, κατόπιν τούτων, εύλογα αντιληπτό πόσο αρτιότερο θα ήταν το συνολικό αποτέλεσμα, αν η συγκεκριμένη παράσταση δεν στερείτο …σκηνοθεσίας! Η Λυρική προσπάθησε -σωστά- τα τελευταία χρόνια (και υπό την προηγούμενη καλλιτεχνική της διεύθυνση) να ανοίξει τις πόρτες της σε ό,τι καλύτερο διαθέτει η εγχώρια θεατρική ζωή από πλευράς σκηνοθετών. Δεν είναι του παρόντος να διερευνηθούν τα αίτια της άκρως πενιχρής συγκομιδής: οι Έλληνες σκηνοθέτες είτε αδιαφορούν ή δεν είναι εξοικειωμένοι με την όπερα, είτε αδυνατούν να κατανοήσουν ότι σε αυτήν τον βασικό δραματουργικό ρόλο έχει πρωτίστως η μουσική. Σε κάθε περίπτωση, ο πλέον υγιής αυτήν τη στιγμή μουσικός θεσμός της χώρας ούτε έχει την πολυτέλεια τέτοιων σκηνοθεσιών και τέτοιων σκηνοθετών, ούτε και τις/τους χρειάζεται…
ΥΓ: Ο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» θα παρουσιάζεται στην «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ για 2 ακόμη παραστάσεις (7 και 11 Μαρτίου).
Περισσότερες πληροφορίες
«Ρωμαίος και Ιουλιέττα»
H όπερα του Σαρλ Γκουνό παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο της φετινής επετείου των 200 ετών από τη γέννηση του συνθέτη. Σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Στον ρόλο της Ιουλιέττας η σπουδαία υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου