
Τις τόσο προφανείς -ακόμη και για τον λιγότερο μυημένο ακροατή- σχέσεις μεταξύ Βιβάλντι και Χατζιδάκι φώτισε η έξοχη συναυλία που έδωσαν τις προάλλες η Καμεράτα και ο Γιώργος Πέτρου. Με δεδομένη τη δημοφιλία των δύο συνθετών, εξίσου προφανές πρόβαλε το γεγονός ότι δεν έπεφτε καρφίτσα το διήμερο 23-24/3 στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.

Προσερχόμενοι για να παρακολουθήσουμε τη δεύτερη συναυλία (24/3), σκεφτόμασταν ότι ορχήστρα και αρχιμουσικός είχαν καιρό ν’αναμετρηθούν με τον Βιβάλντι, συνθέτη στον οποίο ανέκαθεν αρίστευαν. Η στροφή τους σε περισσότερο ξεχασμένες ζώνες του μπαρόκ ρεπερτορίου αλλά και η γόνιμη εξερεύνηση ευρύτερων μουσικών περιοχών (όπερα, οπερέτα, κλασικισμός, ιταλικό μπελ-κάντο) άφησαν λίγο στο περιθώριο το θεσπέσιο έργο του «κόκκινου παπά». Αυτός ήταν σίγουρα ο ένας από τους βασικούς πόλους ενδιαφέροντος της βραδιάς, ολόκληρο το πρώτο μέρος της οποίας κάλυψαν κοντσέρτα του βενετού συνθέτη.
Κυρίαρχο ρόλο είχαν εν προκειμένω δύο «Κοντσέρτα για έγχορδα» (RV 120 και 127) και το «Κοντσέρτο για 2 βιολιά και έγχορδα RV 522», όλα σύντομης διάρκειας και ελάσσονος τονικότητας. Όπως συνηθίζουν, Καμεράτα σε όργανα εποχής και Πέτρου διέπλασαν ένα συναρπαστικό, ιστορικά ενημερωμένο ακρόαμα, γεμάτο παλμό και συναίσθημα, με βασικές συνιστώσες το διάφανο ήχο, την αιχμηρή άρθρωση, την εύπλαστη φραστική, ενώ το θαυμαστά ζωντανό ρυθμικό υπόβαθρο διασφάλισε από το τσέμπαλο ο Ιάσων Μαρμαράς. Στις πρώτες νότες του Κοντσέρτου RV 120 αναγνώριζε κανείς ένα από τα θέματα που ενέπνευσε τον Χατζιδάκι στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας». Στο «Κοντσέρτο για δύο βιολιά» RV 522 του Βιβάλντι, οι Σέρτζιου Ναστάζα και Οτίλια Αλιτέι συνδιαλέχθηκαν ισότιμα και γλαφυρά.
Ενδιάμεσα, το πιο φωτεινό «Κοντσέρτο για δύο μαντολίνα και έγχορδα RV 532» απέδωσαν με χαρακτηριστική γλυκύτητα και απόλυτη καθαρότητα, χωρίς ηλεκτρική ενίσχυση, ο εξαίρετος Γιώργος Γουμενάκης και η Ιταλίδα ομόλογός του Κιάρα Λιγιόι.

Ο άλλος πόλος ενδιαφέροντος της βραδιάς ήταν σίγουρα η ακρόαση του κοσμαγάπητου «Χαμόγελου της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι. Το έργο έχει παιχθεί συχνότατα κατά το παρελθόν, ενώ επί σειρά ετών αποτέλεσε τη συναυλιακή ναυαρχίδα της αείμνηστης -και ιδρυθείσας από τον ίδιο τον συνθέτη- Ορχήστρας των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη.
Η κριτική υπήρξε, βέβαια, συχνά αυστηρή όχι τόσο για την ποιότητα της σύνθεσης, όσο για τη γειτνίασή της σε προγράμματα συναυλιών με έργα αμιγώς «σοβαρής» μουσικής. Αποτελούμενη από «δέκα τραγούδια δίχως λόγια», μεταγραμμένα για ορχήστρα και ενορχηστρωμένα με ηχητικές ισορροπίες δισκογραφικού προϊόντος -χρήση κιθάρας και τσέμπαλου με ηχητική ενίσχυση σε συνδυασμό με συμφωνικό σύνολο- από την Ιρίνα Καρπούχινα (που αποκατέστησε εξ ακοής το χαμένο πρωτότυπο μουσικό υλικό), η «Τζοκόντα» θεωρήθηκε ανέκαθεν ένα στιλιστικά υβριδικό έργο, με βάρος και λογική κινηματογραφικής «ελαφριάς» μουσικής.
Κι όμως, η ερμηνεία που χάρισαν η Καμεράτα και ο Πέτρου αποτέλεσε εν πολλοίς ορόσημο. Κατ’αρχάς, επειδή το μικρού μεγέθους συμφωνικό σύνολο διασφάλισε τις ιδανικές διαστάσεις ήχου και διαθέσεων/κλιμάτων του έργου. Ακολούθως, επειδή η εκτέλεσή του μετά τον Βιβάλντι φώτισε τις σαφείς επιρροές του Έλληνα συνθέτη (και όχι μόνο αυτές, προφανείς, στο ενδιάμεσο «Κοντσέρτο»), προσφέροντας συνάμα την αναγκαία συνοχή -σε μελωδικότητα, ύφος, αισθητική- του ακροάματος. Τέλος, επειδή η σύμπραξη ως αφηγήτριας της τόσο ταλαντούχας ηθοποιού Νάντιας Κοντογεώργη (που βρήκε και εδώ το σωστό τόνο) επέτρεψε την πρόσληψη του έργου όπως το φαντάσθηκε ο Χατζιδάκις, ως δηλ. την εξιστόρηση αναμνήσεων μιας μοναχικής γυναίκας σε μια μεγαλούπολη.
Η νηφάλια προλογική περιγραφή κάθε κομματιού/ μονολόγου εξήψε την φαντασία του ακροατή εξίσου με την άρτια μουσική απόδοσή του από την ορχήστρα και τους εξαίρετους σολίστ της. Παρότι θα ήταν επιθυμητός ένας λίγο μεγαλύτερος αριθμός βιολιών, η αφηγηματική ευφράδεια του τσέμπαλου του Μαρμαρά, τα έξοχα σόλι του τσελίστα Αλέξη Καραϊσκάκη και των ξύλινων (Δωρή, Νικολαΐδη, Τσάμου), η τρυφερότητα των μαντολίνων (Γουμενάκης, Λιγιόι), της άρπας (Μπιλντέα) και των κιθαρών (Κυπραίου, Ματσόπουλος), το μέτρο στις παρεμβάσεις των χάλκινων και των κρουστών χρωμάτισαν ατμόσφαιρες, ερέθισαν συναισθήματα και αισθήσεις, αποδεικνύοντας και πάλι τη δραματική ευθυβολία της μουσικής αυτής…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης