Δύο ακόμη θαυμάσιες βραδιές μουσικές δωματίου -με εν μέρει μόνο ελληνικό χρώμα- απολαύσαμε τον Φεβρουάριο σε αθηναϊκές αίθουσες. Τα ενδιαφέροντα προγράμματα απογείωσαν εκπληκτικού επιπέδου νέοι μουσικοί, προκαλώντας αισιοδοξία για το μέλλον αυτού του εσωστρεφούς, αλλά τόσο απαιτητικού είδους μουσικής.
Στις 20/2, στην εξαιρετικής ακουστικής αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ακούσαμε -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- το νεοσύστατο Bell’Arte Τrio, στο οποίο συμμετέχουν δύο παλιοί μας γνώριμοι, που έχουν ήδη εμφανισθεί ως ντούο, ο Ελληνοϊάπωνας βιολιστής Νώε Ινούι και ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος. Μαζί τους συνέπραξε ο εξαιρετικός και ταχύτατα ανερχόμενος Γερμανός τσελίστας Μπένεντικτ Κλέκνερ.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε δύο μείζονες ρομαντικές συνθέσεις για το συγκεκριμένο συνδυασμό οργάνων, το 3ο Τρίο με πιάνο του Ντβόρζακ και το μοναδικό Τρίο με πιάνο του Τσαϊκόφσκυ. Ευθύς εξ αρχής εντυπωσίασε η αδιαμφισβήτητη ποιότητα των 3 μουσικών (έκαστος των οποίων διακρίνεται και σε σολιστικό επίπεδο!), η σπάνια αίσθηση διαλόγου και συντονισμού, η μοναδική ρευστότητα άρθρωσης και αρτιότητα διάπλασης της φραστικής, κυρίως όμως η κοινή ερμηνευτική αντίληψη. Η κατανόηση της γλώσσας του ρομαντισμού δεν είναι πάντα αυτονόητη, ιδίως για τους μουσικούς της νεώτερης γενιάς. Εν προκειμένω, σβέλτα τέμπι, αυξημένη ενέργεια και σαφής εποπτεία του συμφωνικής διάστασης μουσικού συντακτικού επέτρεψαν την κατάδυση στην ουσία των μάλλον σκοτεινής διάθεσης έργων.
Στο Τρίο του Ντβόρζακ, η (δεξιο)τεχνική δεινότητα καθενός από τους Bell’Arte συνέβαλε στην επιτυχημένη ανάδειξη όχι μόνο των αρκετών σολιστικών παραγράφων αλλά και του συνόλου της μελωδικής, ευγενούς συναισθήματος και «μπραμσιανής» αισθητικής παρτιτούρας. Το γεμάτο αυτοπεποίθηση παίξιμο του Ινούι ευχαρίστησε ιδιαίτερα, ενώ ο ελαφρά όξινος ήχος του βιολιού του υπηρέτησε ιδανικά τα φολκλορικά θέματα του allegretto grazioso. Ευπρόσδεκτα, η εκ μέρους του αποφυγή υπερβολικού πάθους δεν έθιξε την κομψότητα της ερμηνείας, την στυλιστική ομοιογένεια, το ρυθμικό υπόβαθρο και την αφηγηματική ευφράδεια της οποίας διαφύλασσε πρωτίστως το αριστοτεχνικό, γεμάτο αποχρώσεις πιάνο του Βαρβαρέσου. Στην ισορροπία των ηχητικών εντυπώσεων συνέβαλε καθοριστικά ο μαλακός, βελούδινος ήχος του τσελίστα.
Στο Τρίο του Τσαϊκόφσκι, οι εντάσεις και το πάθος κορυφώθηκαν, ίσως κάπως υπερβολικά. Οι θυελλώδεις -ενίοτε, μέχρι παραφοράς!- παρεμβάσεις του πιανίστα, η έλλειψη ενός πιο στρογγυλού, χωρίς αιχμές ήχου του βιολιού διέρρηξαν λίγο την εν γένει σοβαρή/πένθιμη διάσταση της γραφής, την οποία δικαίωσε κυρίως το εξαίρετης πλαστικότητας βιολοντσέλο του Κλέκνερ. Και πάλι, όμως, τι παλμός στην αντιδιαστολή των παραλλαγών, πόση ρυθμική φρεσκάδα και δεξιοτεχνική άνεση, πόση εκφραστική γενναιοδωρία επιστρατεύθηκαν για τη μετάδοση του συγκινησιακού φορτίου του έργου!
Την έξοχη μουσική βραδιά διοργάνωσε η εταιρεία «Concerts & Opera» της κας Δομνίκης Παπαθανασίου, εγγύηση σοβαρότητας, επαγγελματισμού και καλαισθησίας.
Λίγες μέρες νωρίτερα (8/2), η «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών υποδέχθηκε το νεανικό ιταλικό κουαρτέτο εγχόρδων Λύσκαμ («Lyskamm»). Η συναυλία, που εντασσόταν στον κύκλο μουσικής δωματίου «Μπετόβεν κοινός παρονομαστής» του Μεγάρου, ξεκίνησε με το 5ο Κουαρτέτο εγχόρδων του Μπετόβεν.
Ο «τιτάνας της μουσικής» άφησε πίσω του την σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη κουαρτέτων εγχόρδων στην ιστορία, η οποία συνιστά υποχρεωτικό πεδίο δοκιμασίας αλλά και μοναδικό κριτήριο ανάδειξης της αξίας κάθε κουαρτέτου. Οι νεαροί -και εξαιρετικοί- Ιταλοί μουσικοί δεν συνάντησαν καμία δυσκολία να προβάλουν γλαφυρά τα χαρακτηριστικά της κλασικιστικής μπετοβενικής γραφής του 5ου από τα Κουαρτέτα του έργου 18: την ευφάνταστη δομή με τις αναπάντεχες τροπές στον τονικό σχηματισμό των φράσεων και στην αρμονική υποστήριξη, την μοτσάρτια κομψότητα του πρώτου μέρους, τη στιβαρότητα ή/και την πιο στοχαστική διάθεση των επομένων, με τις σαφείς αναφορές στον Χάϋντν. Όλα τούτα με μεγάλη ζωντάνια, έξοχο φραζάρισμα, άρτιο δέσιμο, συνοχή θεώρησης και ήχο σπάνιας ποιότητας και καθαρότητας, προεξάρχοντος αυτού, ασύλληπτης ορθοτονίας και ομορφιάς, του α’ βιολιού της Τσετσίλιας Τζιάνο.
Τα άλλα δύο κομμάτια του προγράμματος αντιπροσώπευσαν διαφορετικές όψεις του μοντερνισμού του 20ού αιώνα. Τις μεταπολεμικές τάσεις του εκπροσώπησε η σύνθεση «Ο ποντικός χωρίς χαμόγελο» («La souris sans sourire») του Φράνκο Ντονατόνι. Εξελίσσοντας κάπως την παλαιότερη ηχητικά κατακερματισμένη γραφή του, ο Ιταλός μετασειραϊστής συνθέτης επεδίωξε ένα πιο συνεκτικό άκουσμα, το οποίο να παραπέμπει στον ήχο ενός μόνο οργάνου και όχι τεσσάρων. Παρά την υπερθετική εκτέλεση, η προσπάθειά του ήχησε εγκεφαλική, κενή νοήματος.
Αντιθέτως, το μπετοβενικής μορφοπλασίας 6ο Κουαρτέτο εγχόρδων του Μπάρτοκ συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα του ώριμου προσωπικού ιδιώματος του Ούγγρου συνθέτη. Αποφεύγοντας ευπρόσδεκτα μια εξπρεσιονιστική προσέγγιση με αιχμηρότητα παιξίματος, οι Lyskamm μετέδωσαν με λιτότητα το λυπητερό τόνο (που δίνει η αργή μελωδία στη αρχή κάθε μέρους) και τη μελαγχολική εσωστρέφεια του έργου, δικαιώνοντας το εκφραστικό του στίγμα. Υψηλή ακρίβεια και συγκέντρωση, λεπταίσθητες διακυμάνσεις δυναμικών/ ταχυτήτων, ευελιξία χειρισμού στίξεων/παύσεων αξιοποιήθηκαν προς τούτο με πρωτόγνωρη για την ηλικία τους ωριμότητα, καλλιεργώντας μεγάλες προσδοκίες για τη μελλοντική τους πορεία…
Credit φωτογραφιών: Δημήτρης Πελέκης (Bell’Arte Trio) / Χάρης Ακριβιάδης (Lyskamm Quartet)