Κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο, στον απόηχο του περσινού έτους Ελλάδας-Ρωσίας, οι συναυλίες με έργα ρωσικής μουσικής εξακολουθούν να έχουν την τιμητική τους. Δύο από αυτές έλαβαν χώρα από τις αρχές του μήνα στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των κύκλων «Από τη Ρωσία με αγάπη» και «Πιανόραμα».
Στις 14/2, ο πιανίστας Τίτος Γουβέλης έδωσε ένα από κάθε άποψη εξαιρετικό ρεσιτάλ με τρεις σονάτες για πιάνο του Προκόφιεφ. Και μόνο η επιλογή αναμέτρησης με το συγκεκριμένο πιανιστικό corpus -που παίζεται γενικά σπάνια, ακόμη και εκτός συνόρων- είναι αξιέπαινη, όταν όμως συνοδεύεται και από τέτοια επίπεδα απόδοσης είναι και αξιοθαύμαστη!
Πιανίστας από τους καλύτερους της γενιάς του, ο οποίος ξεχώριζε πάντοτε για τις μεγάλες (δεξιο)τεχνικές ευκολίες του, ο Γουβέλης κατακτά σταδιακά και ζηλευτή ερμηνευτική ωριμότητα, αρετές απολύτως αναγκαίες για τις πιανιστικές σονάτες του Σοβιετικού συνθέτη.
Ο σολίστ επέλεξε, ευπρόσδεκτα, τρία έργα γραμμένα σε διαφορετικές δημιουργικές περιόδους του Προκόφιεφ. Τη νεανική 2η με τα αρκετά παραδοσιακά/νεοκλασικά θέματα, την πειραματική/τολμηρή 5η της μεσαίας περιόδου (στην αναθεωρημένη εκδοχή της) και την ωριμότερη 8η, τελευταία της τριλογίας των αποκαλούμενων «σονατών του πολέμου». Θεματική και ρυθμική πολυπλοκότητα, λεπταίσθητες αγωγικές ενδείξεις, πληθώρα επιρροών (από μπαλετική κομψότητα και μηχανιστικό βηματισμό μέχρι εμβατηριακή στιβαρότητα), ιδιότυπη μουσική δραματουργία συνιστούν ένα δυσκολότατο παζλ, μη εύκολα προσπελάσιμο για κάθε πιανίστα.
Σε μεγάλη φόρμα, ο Γουβέλης υπηρέτησε κάθε σονάτα με κρυστάλλινο τουσέ και ρευστή φραστική, πολυφωνική και ρυθμική καθαρότητα, ευρύτατες διακυμάνσεις ταχυτήτων, ακρίβεια στις ορμητικές εισόδους, μουσικότητα συνδυασμένη με φαντασία. Κυρίως όμως, κατάφερε να τις αντιδιαστείλει εκφραστικά, να νοηματοδοτήσει τα (εξω)μουσικά τους συμφραζόμενα μέσα από την πρωτοφανή εποπτεία κάθε μιας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη σπάνια συνοχή του μουσικού ειρμού, παρότι αυτός αποτελείτο από ένα εν πρώτοις κατακερματισμένο υλικό! Χαρακτηριστική ήταν π.χ. η γλαφυρότατη απόδοση της εσωτερικής διαδρομής της 8ης Σονάτας από το στοχαστικό λυρισμό των αρχικών μερών στο θριαμβικό τελικό vivace!
Περισσότερο ακόμη και από την τεχνική αρτιότητα των εκτελέσεων του 40χρονου πιανίστα, εντυπωσίασε η διανοητική κυριαρχία του επί των έργων. Για όποιον έχει ακούσει ή διαβάσει τον υψηλότατης ποιότητας λόγο του Γουβέλη, τούτο δεν αποτέλεσε έκπληξη! Δίκαιες, εύλογα, οι έντονες επευφημίες του πολυάριθμου κοινού...
Δύο εβδομάδες νωρίτερα (1/2), μέλη του «Kyklos Ensemble» χάρισαν ένα ερεθιστικό, εξόχως αντιπροσωπευτικό πανόραμα μουσικής δωματίου Ρώσων και Σοβιετικών συνθετών. Η επανεμφάνιση του συνόλου μόνο ικανοποίηση προκαλεί στους φιλόμουσους λόγω του μεγάλου κύρους των μελών του (που είναι όλοι καταξιωμένοι σολίστες ή μουσικοί ορχηστρών) και των «ψαγμένων», πάντοτε πρωτότυπων προγραμμάτων του.
Εν προκειμένω, πέντε εκλεκτά μέλη των «Kyklos» (οι βιολιστές Σέρτζιου Ναστάζα και Αντώνης Σουσάμογλου, η βιολίστρια Ένκελα Κοκολάνη, ο τσελίστας Βασίλης Λύκος και ο πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος) χάρισαν ένα σπάνιο περίπλου σε μείζονες ζώνες της ρωσικής/σοβιετικής εργογραφίας για μουσική δωματίου, αρθρωμένο χρονολογικά από τη ρομαντική εθνική σχολή μέχρι το μοντερνισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Το πρώτο μέρος άρχισε με το δημοφιλές τρίτο μέρος («Νυχτερινό») από το «Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2» του Μποροντίν και συνεχίσθηκε με το νεανικό «Τρίο για πιάνο αρ. 1» («Ελεγειακό Τρίο») του Ραχμάνινωφ. Παρά τον ορθοτονικά μετέωρο ήχο του τσελίστα, ο έντονος λυρισμός και ο συγκινησιακός πλούτος των δύο έργων αποδόθηκε επιτυχημένα (περισσότερο, πάντως, στο Τρίο απ’ό,τι στο κάπως διστακτικό Νυχτερινό) με μελωδικό φραζάρισμα, πάθος και καλό συντονισμό. Εναλλασσόμενοι στο ρόλο του εξάρχοντα, Ναστάζα και Σουσάμογλου ηγήθηκαν αντίστοιχα των φροντισμένων ερμηνειών, ενώ ιδιαίτερα εκτιμήθηκε η άριστη ανταπόκριση του Θωμόπουλου στην πάντοτε απαιτητική πιανιστική γραφή του Ραχμάνινωφ.
Η συνέχεια ήταν αφιερωμένη σε συνθέσεις του μεσοπολέμου, με μουσική μορφοπλασία που ακολουθεί τα μπετοβενικά πρότυπα. Στην εκτέλεση του 1ου Κουαρτέτου εγχόρδων του Προκόφιεφ, υπό την αριστοτεχνική καθοδήγηση του Ναστάζα, η άνετη αποκωδικοποίηση της αυστηρής δομής του μοντερνιστικής γραφής κομματιού συνοδεύθηκε από το γόνιμο συγκερασμό της υποδόριας, σαρκαστικά αιχμηρής διάθεσης των ζωηρών πρώτων μερών και του νηφάλιου μελαγχολικού συναισθήματος του μελωδικού καταληκτικού andante.
Η εξοικείωση των μουσικών με το ρεπερτόριο του 20ού αιώνα συνέβαλε καθοριστικά και στη θαυμάσια ερμηνεία του αριστουργηματικού «Κουιντέτου με πιάνο» του Σοστακόβιτς, με το οποίο ολοκληρώθηκε η βραδιά. Λιτότητα και καθαρότητα περιγράμματος, που οριοθέτησε το αφηγηματικά ευφραδές α’ βιολί (Σουσάμογλου), ένταση και δραματικότητα -στο συγκλονιστικό intermezzo!- από το πιάνο του Θωμόπουλου, ελεγχόμενη τραχύτητα και ευγενές συναίσθημα (ιδίως στις παρεμβάσεις της Κοκολάνη), καλή αίσθηση ρυθμού και διαλόγου δικαίωσαν την πολυστιλιστική παρτιτούρα, αναδεικνύοντας το βάθος και το ακριβές εκφραστικό της στίγμα…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης