Δύο θαυμάσιες βραδιές με πρωταγωνιστή το πιάνο απολαύσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής.
Η παρουσία σημαντικών ξένων καλλιτεχνών ήλθε να ολοκληρώσει άτυπα ένα πρώτο τρίμηνο με πληθώρα υψηλού επιπέδου εκδηλώσεων, το οποίο, πάντως, αν ληφθεί υπ’όψη η προ ολίγων ημερών ανακοίνωση του -αναιμικού- προγράμματος του θεσμού για το υπόλοιπο της τρέχουσας σαιζόν, φαίνεται ότι αποτέλεσε ένα είδος …καθυστερημένου τέλους εποχής!
Το Μέγαρο υποδέχθηκε στις αρχές του μήνα («Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης», 4/12) τον διάσημο Αμερικανικό πιανίστα (με καταγωγή από τη σεφαραδίτικη εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης Περαχιά) Μάρρεϋ Περάϊα και την ιστορική Ακαδημία του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών για μια συναυλία που δόθηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τους περιοδείας.
Η επίσκεψη αυτή έδωσε την ευκαιρία να τιμηθεί -δίκαια- ο πρόσφατα αποβιώσας ιδρυτής του βρετανικού συνόλου Νέβιλ Μάρρινερ, και μάλιστα από τον πρώην και επί σειρά ετών καλλιτεχνικό διευθυντή του ΜΜΑ Νίκο Τσούχλο. Με αφορμή τη βραχύβια, για ένα μόλις έτος (2000-2001), ανάληψη των ηνίων της Καμεράτας από τον άγγλο αρχιμουσικό, παρασχέθηκαν χρήσιμες πληροφορίες για τη σχέση του Μάρρινερ με τον Χρήστο Λαμπράκη. Βέβαια, η επίσημη βιογραφία του Μάρρινερ -όπως τουλάχιστον δημοσιεύθηκε στο έντυπο πρόγραμμα μιας από τις τελευταίες εμφανίσεις του, αυτής στο περίφημο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον περασμένο Αύγουστο - αφήνει ερωτηματικά για την ελληνική «εμπειρία» του: η συνεργασία με την Καμεράτα περιοριζόταν σε αυτήν του «guest conductor» (και όχι του «μουσικού διευθυντή»), ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε η αναφορά περί «εγκαινίων της νέας Όπερας των Αθηνών» με αφορμή τη μουσική διεύθυνση του μοτσάρτιου «Μαγικού Αυλού» (τον Δεκέμβρη 2005), πρώτης οπερατικής παραγωγής στην «Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη»... Η ομιλία Τσούχλου έθιξε επίσης, απολύτως εύστοχα, την τραγική εγκατάλειψη από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της πολύτιμης και διεθνώς καταξιωμένης Καμεράτας.
Περιλαμβάνοντας αποκλειστικά έργα Μπετόβεν, η συναυλία ξεκίνησε με μία θαυμάσια εκτέλεση της εισαγωγής «Κοριολανός» υπό τη διεύθυνση από το αναλόγιο του Γερμανού εξάρχοντα της Ακαδημίας Τόμο Κέλλερ. Αέρινη, σφριγηλή, δραματική, με σαφείς περιγραφικές αρετές και στίγμα που παρέπεμπε ευθέως στην αισθητική του κινήματος «Θύελλα και ορμή», υπενθύμισε την δυνατότητα επίτευξης μιας ιστορικά ενημερωμένης ερμηνείας και χωρίς «όργανα εποχής» από ένα ολιγομελές, πλην στιλιστικά ευέλικτο ορχηστρικό σύνολο.
Αυτές οι ποιότητες απέβησαν καθοριστικές και στα δύο κοντσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν, που ο Περάϊα ερμήνευσε διευθύνοντας από το πιάνο. Ο μαλακός, ευέλικτος ορχηστρικός ήχος που στηρίζεται στη σπάνια διαφάνεια των εγχόρδων και τις καλαίσθητες πλην έντονης προσωπικότητας παρεμβάσεις των ξύλινων και χάλκινων πνευστών επέτρεψαν στο διάσημο σολίστ να αναπτύξει σε ιδανικές συνθήκες την τέχνη του.
Ο καλλιεργημένος, ποιητικός ήχος του, η ευαισθησία του παιξίματος και η σπάνια ευφράδεια αφήγησης αξιοποιήθηκαν ιδανικά στο υποδειγματικά κλασικό, ξεκάθαρα μοτσάρτειας έμπνευσης 2ο Κοντσέρτο, που δεν κρύβει μυστικά για τον Περάϊα (παρεμπιπτόντως, σπουδαίο ερμηνευτή του Μότσαρτ!). Η αγαστή σύμπνοια με την ορχήστρα οριοθέτησε έναν εκφραστικό διάλογο -σε κλίμα μουσικής δωματίου- που ανέδειξε αβίαστα το μελωδικό λυρισμό της μάλλον συμβατικής γραφής.
Αντίστοιχες αρετές συνδυασμένες με σπάνια δομική καθαρότητα φώτισαν ανάγλυφα και τους -μορφολογικούς- νεωτερισμούς του 4ου Κοντσέρτου, δικαιώνοντας τη μυστηριώδη, ονειρική διάσταση της συγκεκριμένης παρτιτούρας (μαγικό andante), αλλά ίσως λιγότερο το, εξίσου κρίσιμο, προδρομικής ρομαντικής πνοής περιεχόμενό της. Ανεξάρτητα από την κατά τόπους έλλειψη μεγαλύτερου βάρους έκφρασης, η ποιότητα της φραστικής, η αριστοκρατική εκτύλιξη του θεματικού υλικού, η ρυθμική ακρίβεια, η αρτιότητα της καντέντσας επιβεβαίωσαν το κύρος ενός από τους λιγοστούς πραγματικά μεγάλους πιανίστες της εποχής μας…
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα (14/11), ο ακμαίος Ιταλός πιανίστας Ρομπέρτο Προσσέντα χάρισε στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου -σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών- ένα άκρως επιτυχημένο ρεσιτάλ με ρομαντικές πιανιστικές συνθέσεις, εστιασμένο κυρίως σε αυτές του Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ.
Η σημασία του ρεσιτάλ έγκειτο στο ότι ο -και μουσικολόγος- Προσσέντα εξειδικεύεται στον Μέντελσον, τα έργα του οποίου έχει μελετήσει σε βάθος, ηχογραφήσει στο σύνολό τους (περιλαμβανομένων πολλών αγνώστων) και αποδώσει συναυλιακά, ξαναφέρνοντάς τα στο προσκήνιο. Πολλά χρόνια πριν, στη διεθνή ανάδειξη του σπάνια παιζόμενου αυτού ρεπερτορίου τεράστια υπήρξε η συμβολή της αείμνηστης Ρένας Κυριακού!
Η βραδιά ξεκίνησε με 6 από τα «Τραγούδια χωρίς λόγια», αυτόν τον κύκλο οκτώ συλλογών με σύντομα πιανιστικά κομμάτια που ο Γερμανός συνθέτης έγραψε από το 1829 έως το 1845, ενώ ολοκληρώθηκε -εκτός προγράμματος- με ένα ακόμη, τη «Βενετσιάνικη βαρκαρόλλα». Εξαιρετική αφηγηματική ρευστότητα που ανέδειξε την ποικιλία διαθέσεων, φαντασία και νηφάλιο συναίσθημα δικαίωσαν την ιδιότυπη ποιητική καθεμιάς από τις απατηλά εύκολες αυτές μινιατούρες. Αντίστοιχης αισθητικής ήταν και το απόσπασμα «Το όνειρο» από την ομότιτλη συλλογή («Τραγούδια χωρίς λόγια») του σύγχρονου ισραηλινού συνθέτη Νιμρόντ Μπορενστάϊν -πιανιστικός φόρος τιμής στον ομοεθνή του Μέντελσον- που δόθηκε σε παγκόσμια πρώτη.
Ακολούθως, παίχθηκαν δύο εκτενέστερες συνθέσεις του Μέντελσον, το «Ροντό καπριτσιόζο» και η «Φαντασία» (ή Σκωτική σονάτα), πλησιέστερες στα κλασικά πρότυπα και στα δεξιοτεχνικά ιδεώδη της εποχής του ρομαντισμού. Ο Προσσέντα αξιοποίησε εδώ ωραίες διακυμάνσεις δυναμικής και ταχυτήτων, μεγάλη γκάμα φωτοσκιάσεων (ειδικά στην πιο στοχαστική, σκοτεινή «Φαντασία»), κυρίως δε μια αληθινά μπελ-καντίστικη αίσθηση γραμμής.
Εξίσου ενδιαφέρουσα, παρά τις όποιες επιμέρους ατέλειες, υπήρξε η εκτέλεση της μεγαλειώδους 21ης Σονάτας (σε σι ύφεση μείζονα), την τελευταίας που έγραψε στη σύντομη ζωή του ο Σούμπερτ, που έκλεισε το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Σε ένα έργο υψηλών δεξιοτεχνικών και εκφραστικών απαιτήσεων, ο 41χρονος Προσσέντα ξεδίπλωσε και πάλι τις δεδομένες αφηγηματικές αρετές του (ιδιαίτερα αισθητές στο εκτενές εναρκτήριο molto moderato), σμιλεύοντας, με σβέλτα τέμπι (που θόλωσαν κάπως το σεβασμό των αγωγικών ενδείξεων) και λελογισμένη χρήση του πεντάλ, μίαν απρόσμενης ευθύτητας και αμεσότητας προσέγγιση, η δομική διαφάνεια της οποίας συνοδεύθηκε, πάντως, από αδρομερή προβολή της φορτισμένης δραματουργίας του.
Αντιθέτως, καμία ένσταση για το πρώτο ανκόρ, το μεταθανάτιο «Νυχτερινό σε ντο δίεση ελάσσονα» του Σοπέν, ο συνδυασμός ονειροπόλησης και μελαγχολίας του οποίου φωτίσθηκε αριστοτεχνικά…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης