Μακράν ανώτερη των προηγουμένων ήταν η πρόσφατη επίσκεψη -4η κατά την τελευταία διετία- στο Μέγαρο Μουσικής, το διήμερο 17 και 18 Σεπτεμβρίου, της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Ισραήλ και του ισόβιου διευθυντή της Ζούμπιν Μέτα. Με αυτήν εγκαινιάσθηκε, κάπως πρόωρα, η χειμερινή καλλιτεχνική περίοδος.
Και τούτη η μετάκληση -που είχε προφανώς προγραμματισθεί από την προηγούμενη διοίκηση του οργανισμού- οφείλεται σε χορηγία του γνωστού αγνώστου «Έλληνα του εξωτερικού ο οποίος επιθυμεί η δωρεά του να μείνει ανώνυμη». Ο ίδιος θα καλύψει και το κόστος έλευσης τον Οκτώβρη στο Μέγαρο δύο κορυφαίων παγκοσμίως ορχηστρών, της Φιλαρμονικής του Βερολίνου και της Κοντσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ.
Σε αμφότερες τις συναυλίες η «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» γέμισε εντυπωσιακά (η πρώτη ήταν σχεδόν sold out), ενώ μεταξύ των φιλόμουσων παραβρέθηκαν το προεδρικό ζεύγος, το πρώην βασιλικό ζεύγος, η νυν και πρώην ηγεσία του Μεγάρου, πλήθος πολιτικών και οικονομικών παραγόντων.
Από τις προηγούμενες εμφανίσεις του Ισραηλινού συνόλου είχαμε επισημάνει το υψηλότατο επίπεδό του, την καλλιέπεια του ήχου του (που ελάχιστα πλέον διαφέρει αυτού των δυτικοευρωπαϊκών και αμερικανικών ορχηστρών), το δέσιμο με τον διευθυντή του. Όλα τούτα συνέβαλαν στην επιτυχία των συναυλιών, πολλώ δε μάλλον που το αποκλειστικά ρομαντικό πρόγραμμά τους είναι αυτό στο οποίο ο αρχιμουσικός ανέκαθεν διέπρεπε.
Η βραδιά της 17/9 άνοιξε με δύο σπάνια παιζόμενες συνθέσεις. Αρχικά προσφέρθηκε το σύντομο «Αντάντε καντάμπιλε για τσέλο και ορχήστρα εγχόρδων» του Τσαϊκόφσκι, μία μεταγραφή του 2ου μέρους του 1ου Κουαρτέτου του. Ο εστιασμένος, μαλακός ήχος των εγχόρδων επέτρεψε την πλαστικότατη απόδοση της λυρικής μελωδικής γραφής.
Ακολούθησε το «Κομμάτι κοντσέρτου (Konzertstück) για 4 κόρνα και ορχήστρα» του Σούμαν, με σολίστ προερχόμενους από τα σπλάχνα της Φιλαρμονικής, την Νταλίτ Σέγκαλ, τον Γιοέλ Αμπαντί, τον Μάϊκλ Σλάτκιν και τον Ιταμάρ Λέσεμ. Οι κορνίστες -που παρατάχθηκαν σαν κουαρτέτο, αριστερά του πόντιουμ- διέθεταν και αψεγάδιαστη ορθοτονία (στα δύο ακραία ζωηρά μέρη) και ήχο πτητικό, με μεγάλες αποχρώσεις δυναμικής και την αναγκαία εκφραστικότητα/εσωτερικότητα (στην ενδιάμεση romanze), κυρίως όμως σαφή ικανότητα ώσμωσης με την υπόλοιπη ορχήστρα που τους συνόδευσε με μουσικότητα.
Την αναμενόμενα συναρπαστικότερη στιγμή της συναυλίας (κατά την άποψή μας, και του διημέρου) χάρισε η έξοχη εκτέλεση της 9ης Συμφωνίας του Σούμπερτ. Βγαλμένη κυριολεκτικά μέσα από την καλύτερη βιεννέζικη παράδοση, γνήσιο κληρονόμο της οποίας αποτελεί ο Μέτα, η ερμηνεία έσφυζε από ζωή, μακριά από κάθε αίσθηση μεγαλοπρέπειας/ στόμφου αλλά και …μεταφυσικής. Κλειδί για την πραγμάτωση αυτής της προσέγγισης αποτέλεσε η τοποθέτηση μπροστά από τα έγχορδα και σε ημικυκλική διάταξη του οκτέτου των ξύλινων πνευστών, που κυριολεκτικά ηγήθηκαν -ιδίως το εξαίσιο όμποε- του διαλόγου. Δεδομένων των ισορροπημένων τέμπι και δυναμικών, η αβίαστη εκτύλιξη της συμφωνικής αφήγησης ήδη από το εναρκτήριο andante con moto, η χορευτική ελαφράδα των ενδιάμεσων μερών (Scherzo-Trio), η νηφάλια αισιοδοξία του φινάλε διασφάλισαν πρωτοφανή συνοχή σε μία φωτεινή ερμηνεία της «Μεγάλης» που, πάντως, φαίνεται να μην ήταν του γούστου όλων…
Το ακόμη πιο αισιόδοξο -και λίγο εκτός θέματος!- ανκόρ, η πόλκα «Τριτς-Τρατς» του Γιόχαν Στράους ξεχώρισε για την και πάλι βιεννέζικη ελαφράδα, τα σβέλτα αντανακλαστικά των μουσικών, τη σκανδαλιστική ρυθμική ακρίβεια…
Η δεύτερη συναυλία (18/9) ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στον Ρίχαρντ Στράους, περιλαμβάνοντας τρεις από τις σημαντικότερες συνθέσεις του, δύο νεανικά συμφωνικά ποιήματα και τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια» που έγραψε ένα χρόνο πριν πεθάνει.
Τις καλύτερες εντυπώσεις άφησε το πρώτο έργο του προγράμματος, τα «Φαιδρά καμώματα του Τιλ Ώυλενσπηγκελ». Οι περιπέτειες του λαϊκού αυτού χαρακτήρα του γερμανικού Μεσαίωνα αποδόθηκαν με μεγάλη ευφράδεια αφήγησης (ιδίως στα έγχορδα) και εξαιρετικά δεξιοτεχνικές σολιστικές συνεισφορές στα πνευστά (έξοχο σόλο κόρνου του Τζέϊμς Μάντισον Κοξ), δικαιώνοντας το χιουμοριστικό/ σκωπτικό περιεχόμενο της παρτιτούρας.
Τη βραδιά έκλεισε η μεγαλόστομης ρητορικής «Ζωή ενός ήρωα», μια μουσική -συχνά αυτοσαρκαστική- αυτοπροσωπογραφία του συνθέτη. Η πληθωρική, σύνθετη ενορχήστρωση ελάφρυνε αρκετά από τη «βιεννέζικη» προσέγγιση και την εναλλακτική διάταξη του σώματος των εγχόρδων, ενώ χρωματίσθηκε από θαυμάσιες μεμονωμένες σολιστικές παρεμβάσεις (όπως αυτές του εξάρχοντος βιολιστή). Παρότι επιβλητική (ιδίως στις πάντοτε καλοζυγιασμένες κορυφώσεις) και ρυθμικά στιβαρή, η εκτέλεση στερήθηκε μεγαλύτερων κλιμακώσεων σε δυναμικές και βάθους λεπτομέρειας, που θα προσέδιδαν εντονότερη εκφραστικότητα. Επίσης, η καλύτερη ανάδειξη των λυρικών επεισοδίων σε σχέση με τις επικές παραγράφους διατάραξε κάπως τον ειρμό της μουσικής δραματουργίας.
Παρότι αναμενόταν δικαιολογημένα με ενδιαφέρον, η ερμηνεία των «Τεσσάρων τελευταίων τραγουδιών», που δόθηκε ενδιάμεσα, από τη γνωστή Αφροαμερικανίδα υψίφωνο Κριστίν Λιούις άφησε άνισες εντυπώσεις. Με γεμάτη, ισορροπημένη φωνή, καλαίσθητο αλλά σφιγμένο τραγούδι και ωραία σκηνική παρουσία, η σολίστ δεν μπόρεσε ούτε να αρθεί φωνητικά πάνω από τη μεγάλη ορχήστρα, ούτε να νοηματοδοτήσει επαρκώς το λόγο, ούτε να μεταδώσει τα βαθύτερα συναισθήματα του έργου. Ο 80χρονος αρχιμουσικός δεν την διευκόλυνε, βέβαια, υιοθετώντας γενικά γρήγορες ταχύτητες, αλλά κατάφερε ν’αναδείξει ουκ ολίγες αποχρώσεις της γραφής εκμαιεύοντας συχνά ποιητικό παίξιμο από τους μουσικούς της ορχήστρας…
Το μελωδικό «Νίμροντ» από τις «Παραλλαγές Αίνιγμα» του Έλγκαρ έκλεισε -αυτή τη φορά ταιριαστά- ένα αξιολογότατο ρομαντικό συναυλιακό διήμερο…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης