«Είμαι δεκαεξάρης…» τραγουδά ο Διονύσης Σαββόπουλος (από «Τον χειμώνα ετούτο»). «Είσαι!» προσθέτει εμφατικά η Ελένη Βιτάλη κι εγώ επικροτώ. Έτσι είναι κάποιοι άνθρωποι. Aιώνιοι έφηβοι. Ραψωδοί των καιρών τους. Περσόνες μοναδικές. Μύστες στα πιο ιερά και ανίερά μας γλέντια. Στον Σαββόπουλο αναφέρομαι, ασφαλώς. Σε αυτόν τον «δεκαεξάρη» που κουβαλά τα ‘60s και τη Μεταπολίτευση στην πλάτη αλλά θαρρείς και είναι πιο ανάλαφρος από κάθε έφηβο του 2016. Και ύστερα από τη χθεσινοβραδινή συναυλία, ένα έχω να του πω: Χαίρε, Νιόνιο! Είσαι ο μέγας τροβαδούρος των ερώτων μας –προσωπικών και πολιτικών- και των απογοητεύσεών μας –ατομικών και συλλογικών. Αυτό δεν σημαίνει πως, κατά καιρούς, δεν έχω προβληματιστεί (έως και αγανακτήσει) από κάποια σχόλια του. Όσον αφορά,όμως, τη χθεσινοβραδινή βραδιά-εμπειρία, δεν θα κρύψω την -ισόβια- αγάπη μου στο έργο του και δεν θα φανώ καθόλου φειδωλή στον έπαινο. Προ τριετίας, ως κριτικός θεάτρου, δεν του χαρίστηκα ιδιαίτερα όταν σκηνοθέτησε στα Επιδαύρια τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Αν τότε έλειπαν η «αριστοφανικότητα», η θεατρικότητα και η μουσικότητα, χθες ήταν εκεί, παρούσες και σφύζουσες, σε απόλυτο βαθμό.
Κάποτε με μπρίο και ύφος περιπαικτικό, άλλοτε με οίστρο διονυσιακό, ενίοτε με μια αύρα φελινική και πάντα με την αυθεντικότητα που φέρουν –και οι δύο- ως περσόνες μοναδικής ισχύος, ο Σαββόπουλος και η Βιτάλη (αυτή «η δύναμη της φύσης», για να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό του συνοδοιπόρου της) πέτυχαν ένα πρόγραμμα οργανικό, που έρρεε αβίαστα. Με τις κατάλληλες παραβάσεις και «πάσες», τα περάσματα και τις παρλάτες, τα τραγούδια τους δένονταν με μια δραματουργική λογική που φανέρωνε -εκτός από μουσική- και σκηνοθετική ιδιοφυΐα. «There is even more music in the words, I guess» («Υπάρχει ακόμη περισσότερη μουσική μέσα στις λέξεις, φαντάζομαι»), όπως μου είπε, ενθουσιασμένη, η αμερικανίδα τουρίστρια που καθόταν δίπλα μου. Αμέριστος ήταν ο επαγγελματισμός της διοργάνωσης και αδιαπραγμάτευτη η δεξιοτεχνία των εξαιρετικών μουσικών- μια «υπερομάδα», όπως έχει ήδη επισημάνει ο συνάδελφος Γιώργος Χαρωνίτης- με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου (μπάσο) και τον Δημήτρη Λάππα (κιθάρα) να φτάνουν σε απίθανες κορυφώσεις. Λογικά και αναμενόμενα όλα αυτά, ύστερα από έναν ολόκληρο χειμώνα στο «Κύτταρο» (ναι, τους είχα δει και εκεί). Όπως τότε, έτσι και τώρα, από τα πιο ωραία στοιχεία ήταν οι ατάκες τους στο κοινό, τα θυμόσοφα σχόλια του Σαββόπουλου, με τα σουρεάλ αστεία και τις παλιές ιστορίες, όπως για τότε που ο Παπαϊωάννου και ο Τσιτσάνης είχαν πέσει στα αζήτητα και την έβγάζαν με τουρνέ στη Λιβαδειά ή για τον Μάνο Χατζιδάκι που ‘παιζε ξανά και ξανά στο ραδιόφωνο, το 1977, το απαγορευμένο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο (Κοεμτζή)».
Ένα «κάλεσμα» έκαναν οι Σαββόπουλος-Βιτάλη. Πήραν τις μεγάλες (μουσικές) αγάπες τους και τις ερμήνευσαν όπως εκείνοι μόνο ξέρουν και μπορούν: από την «Έλσα» μέχρι το «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια» κι από το «Ας ερχόσουν για λίγο» μέχρι το «Καίγομαι», με τον «Μπάλλο» να ανήκει στις πιο μεγάλες στιγμές της βραδιάς.Τραγούδια, δηλαδή, δικά τους αλλά και του Σουγιούλ, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου και άλλων κι ακούσματα δημοτικά, λαϊκά, έντεχνα, ροκ αλλά και μεταμοντέρνα σε ένα θέαμα που ξέφευγε από τα στενά όρια της συναυλίας. Η εγγενής θεατρικότητα του Σαββόπουλου «αγκαζέ» με την ασίγαστη ζωτικότητα της Βιτάλη ανήγαγαν το «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα» σε ένα θέαμα-ακρόαμα αξιομνημόνευτο, ίσως ιστορικής αξίας. Τι να πω; «Να ‘μαστε καλά να ανταμώνουμε»: με αυτήν την επωδό μας χαιρέτισαν, με την ίδια τους αντιχαιρετώ.
Έπαιξαν οι μουσικοί: Γιώτης Κιουρτσόγλου (μπάσο), Δημήτρης Λάππας (κιθάρες- μπουζούκι), Βασίλης Ποδαράς (ντραμς) Στάθης Άννινος (πλήκτρα), Θοδωρής Σούκερας (τρομπόνι), Δημήτρης Αγάθος (τρομπέτα), Νατάσα Παυλάτου (κρουστά). Ηχος: Γιάννης Τούντας, Μιχάλης Αλεξάκης. Φώτα: Περικλής Μαθιέλης, Φίλιππος Τρέπας. Eκτέλεση παραγωγής: Αντιγόνη Γιαλλουρίδου. Παραγωγή: Ελένη Καλέση.
Μέσα στον Σεπτέμβριο, θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα-Ζωντανοί στο Κύτταρο» σε διπλό CD και deluxe έκδοση (2CD+2DVD) από τη Feelgood Records.