Αποτελεί κοινό τόπο ότι εδώ και μια δεκαετία η κλασική μουσική αποτελεί την… παραμελημένη κόρη του Φεστιβάλ Αθηνών. Πέρα από τις τακτικές εμφανίσεις εγχώριων μουσικών φορέων (ΕΛΣ, ΚΟΑ), με το σταγονόμετρο εντοπίζει ο -εξίσου φορολογούμενος- φιλόμουσος κάποια ελκυστικά προγράμματα μακράν της πεπατημένης! Η ανάλυση αυτής της πραγματικότητας και των αιτίων της προφανώς εκφεύγει των ορίων του παρόντος σημειώματος.
Τα τελευταία χρόνια, μία από τις λιγοστές αχτίδες φωτός αποτελούν οι προτάσεις του Γιώργου Πέτρου και της Καμεράτας, που οφείλουν πολλά στην περιέργεια και την πολυσχιδία ενδιαφερόντων του αρχιμουσικού. Η νέα τους πρόταση, το σκηνικό ανέβασμα του «West Side Story» του Μπέρνσταϊν στην «Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (16/7), αποτέλεσε σίγουρα την -προς ώρας, τουλάχιστον- κορυφαία μουσική στιγμή του φετινού Φεστιβάλ. Και ήταν παρήγορη η -διόλου αυτονόητη- μεγάλη προσέλευση του κοινού και στις 3 παραστάσεις!
Στο δεύτερο ραντεβού τους με το αμερικανικό μουσικό θέατρο -μετά το περσινό, εξίσου επιτυχημένο «Kiss me, Kate» του Πόρτερ- επελέγη και πάλι ένα έργο με σαιξπηρική έμπνευση -αυτή τη φορά από το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα»- ιδωμένο μέσα από τον πόλεμο δύο συμμοριών (λευκών Αμερικάνων με ευρωπαϊκή καταγωγή και Πορτορικάνων) με διαμετρικά αντίθετη πολιτιστική ταυτότητα στη Νέα Υόρκη των ‘50s.
Η φετινή δουλειά ήταν καλύτερη από την περσινή, ίσως γιατί όλες οι παράμετροι της συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο. Η πιο σφιχτή διάρκεια και πρόζα του έργου, η επικαιρότητα του θέματος, η σωρεία κοσμαγάπητων μουσικών θεμάτων, η πιο δεμένη ομάδα συντελεστών, ο κατάλληλος σκηνικός χώρος.
Για δεύτερη συνεχή χρονιά ο Πέτρου υπέγραψε, μαζί με τον χορογράφο Τζων Τοντ, τη σκηνοθεσία. Σε ένα έργο που χορός, μουσική και θέατρο συνδέονται ανεξίτηλα, η προσέγγισή τους άντλησε -δικαιολογημένα- την έμπνευσή της περισσότερο από την πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία (1961) και λιγότερο από την αυθεντική θεατρική εκδοχή (1957). Και ήταν ανάλαφρη, σφριγηλή, γεμάτη ρυθμό, φρεσκάδα και κέφι. Επωφελήθηκε δε τα μάλα από τον έξοχο σκηνικό χώρο που οριοθέτησε με λιτά μέσα, αλλά έξυπνες εικαστικές παρεμβάσεις ο Πάρις Μέξης, αξιοποιώντας (επιτέλους!) το τεχνικό οπλοστάσιο της σκηνής της «Αίθουσας Τριάντη». Οι υποβλητικοί φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου και τα πολύχρωμα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού ολοκλήρωσαν την αξιόλογη οπτικοποίηση που προκάλεσε νοσταλγία, αποφεύγοντας τον ρεαλισμό. Ήταν, εξάλλου, απόλυτα εύστοχο το να μην ιδωθεί σκηνοθετικά το «West Side Story» -που μιλά για την ανήσυχη νιότη και τα τραγικά παιχνίδια εξουσίας νεαρών Αμερικανών δεύτερης γενιάς στη δεκαετία του ’50- υπό το πρίσμα των σημερινών, διαφορετικής διάστασης και έκτασης, ζητημάτων που θέτει η μετανάστευση.
Η παραγωγή ευτύχησε να διαθέτει μια νεανική, ταλαντούχα διανομή που μπορούσε ν’ανταποκριθεί με επάρκεια στις πολυεπίπεδες απαιτήσεις του μιούζικαλ: το τραγούδι (πρωτίστως!)˙ τον δραματουργικά καθοριστικό χορό, σε νέες χορογραφίες του Τοντ που προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί με διακριτικότητα αλλά και τόλμη από την βαριά κληρονομιά του Τζερόμ Ρόμπινς˙ ή ακόμη την πρόζα, στη λειτουργική της απόδοση στα ελληνικά από τον Πέτρου. Σίγουρα, ο χορός έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης σε συγχρονισμό, όπως και η πρόζα σε τεχνική και ώσμωση. Εξάλλου, στη συντριπτική του πλειοψηφία ο θίασος απαρτιζόταν από τελειόφοιτους δραματικών ή μουσικών σχολών. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε αφενός ότι το έργο προϋποθέτει την εφηβική «αφέλεια» (και όχι την «επαγγελματική» τελειότητα) σε όλα τα συστατικά του, αφετέρου ότι το επίπεδο υπόκρισης (δεν μιλάμε καν για τραγούδι και χορό!) δεν είναι δα και πολύ υψηλότερο στις παραγωγές -αμερικανικών, κατά βάση- μιούζικαλ, που έχουν κατακλύσει εσχάτως την αθηναϊκή θεατρική ζωή…
Ήταν, όμως, στη μουσική που το στοίχημα θα κρινόταν, και εκεί η επιτυχία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση! Ο Πέτρου επέλεξε την συναρπαστική αυθεντική ενορχήστρωση για το πρώτο ανέβασμα στο Broadway, όπως συμπληρώθηκε από τον Μπέρνσταϊν με αφορμή την ηχογράφηση του έργου (1984) για την Deutsche Grammophon. Η εξαίσια παρτιτούρα αναδείχθηκε σε όλο της το μεγαλείο, αποκαλύπτοντας την τέχνη με την οποία ο συνθέτης πάντρεψε την όπερα με το συμφωνικό ήχο, την τζαζ με τη λάτιν, τη μελωδία με το ρυθμό. Μέσα από την ελαφρά υπερυψωμένη ορχηστρική τάφρο, η Καμεράτα ανταποκρίθηκε σε κάθε κέλευσμα του αρχιμουσικού, άλλοτε τρυφερή άλλοτε νευρώδης και με χορευτική διάθεση, πάντοτε ακριβής στην απόδοση μιας εξαιρετικά σύνθετης και απαιτητικής γραφής. Παράλληλα, κίνησε αενάως τα νήματα της δράσης, υποστηρίζοντας θαυμαστά -με λεπτές διαβαθμίσεις δυναμικής- τους μονωδούς!
Έτερο και εξίσου καθοριστικό παράγοντα της επιτυχίας αποτέλεσε η αποφυγή από τον Πέτρου του λάθους του συνθέτη να επιλέξει -στην προαναφερθείσα ηχογράφηση- μίαν αμιγώς οπερατική διανομή. Εν προκειμένω, ακόμη και οι προερχόμενοι από το λυρικό θέατρο καλλιτέχνες διέθεταν την κατάλληλη φωνητική έκταση (έστω και υπό διακριτική μικροφωνική υποστήριξη), κυρίως όμως το σωστό στυλ, την ενδεδειγμένη αισθητική ερμηνείας που προϋποθέτει το συγκεκριμένο μουσικό είδος. Η Μαρίνα Σάττι και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας ενσάρκωσαν ιδανικά, από πλευράς εμφάνισης και φωνητικών ηχοχρωμάτων, με άψογα ορθοτονικό τραγούδι, μετρημένη, συχνά συγκινητική υπόκριση και καλό δέσιμο μεταξύ τους, το πρωταγωνιστικό ζεύγος Μαρίας-Τόνυ. Η Ανίτα της υψιφώνου Ελένης Σταμίδου ξεχείλιζε από ομορφιά και σκηνική λάμψη, βάζοντας φωτιά στο πασίγνωστο «Αμέρικα» (που αποδόθηκε μόνον από κορίτσια, όπως στην αυθεντική θεατρική παραγωγή), ενώ εξίσου λαμπερή υπήρξε η Ροζαλία της υψιφώνου Βάσιας Ζαχαροπούλου, που ερμήνευσε με συναισθηματική ειλικρίνεια και χωρίς υπερβολές το περίφημο «Somewhere». Από τους αρχηγούς των συμμοριών, ο Αντρέας Βούλγαρης (Μπερνάρντο) έπεισε περισσότερο από τον -παραδόξως- κάπως υποτονικό, κυρίως φωνητικά, Ριφ του Ιάσονα Μανδηλά, ενώ από την υπόλοιπη, καθ’όλα άξια και ισορροπημένη, διανομή, ξεχώρισαν για τα υψηλά επίπεδα ενέργειας ο Άρης Πλασκασοβίτης (Τίγρης) και η Μαρία Μοσχούρη (Παραλίγο).
Ας σημειωθεί ότι όλα τα τραγούδια αποδόθηκαν -ορθά- στην αγγλική γλώσσα, πλην του περίφημου χιουμοριστικού συνόλου «Gee, Officer Krupke», που αποδόθηκε μεν στα ελληνικά, αλλά χωρίς οι τραγουδιστές να μιμούνται τη βρετανική ή γερμανική προφορά, ανάλογα με τους στίχους, όπως συνέβαινε στο αρχικό ανέβασμα αλλά και τη διάσημη κινηματογραφική εκδοχή…
Ανεξάρτητα από τις όποιες επιφυλάξεις, η απόλαυση που χάρισε η συγκεκριμένη δουλειά σε συνδυασμό με το ότι αποτέλεσε επίτευγμα μιας -σχεδόν- αμιγώς ελληνικής ομάδας συντελεστών (ακόμη και στην παραγωγή του περίφημου Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον επόμενο μήνα, η σταρ Τσετσίλια Μπάρτολι θα πλαισιωθεί από Αμερικανούς performers!) καθιστούν το «West Side Stοry» υπόδειγμα μουσικής πρότασης για ένα Φεστιβάλ σε καιρούς οικονομικής κρίσης… Αν επαναληφθεί -όπως όλα δείχνουν- το φθινόπωρο στο Μέγαρο Μουσικής, μην το χάσετε!
Credit φωτογραφιών: Εύη Φυλακτού