Χωρίς εκπλήξεις αλλά και χωρίς να αποφύγουν τη ρουτίνα κινήθηκαν οι δύο πρώτες εμφανίσεις της ΚΟΑ στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Το ρεπερτόριο του ρομαντισμού και η κινηματογραφική μουσική αποτέλεσαν και πάλι επιλογές εκ του ασφαλούς.
Συνεχίζοντας την προσπάθεια γνωριμίας με την ευρεία παραγωγή συνθέσεων για τον κινηματογράφο -που πρώτος εισήγαγε στον προγραμματισμό της Κρατικής Ορχήστρας ο καλλιτεχνικός της διευθυντής Στέφανος Τσιαλής- προτάθηκε στις 5/7 ένα αφιέρωμα στις μουσικές που ο Νίνο Ρότα έγραψε για ταινίες του Φεντερίκο Φελλίνι. Η δημοφιλία αμφοτέρων γέμισε τις κερκίδες του Ρωμαϊκού κοίλου από ένα μάλλον ετερόκλητο, κάθε ηλικίας κοινό.
Η επιτυχία της βραδιάς ώφειλε πολλά αφενός στην παράλληλη προβολή εκτεταμένων αποσπασμάτων από ταινίες του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη -προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να μην ηχεί κενή «περιεχομένου» η κινηματογραφική μουσική- αφετέρου στην παρουσία στο πόντιουμ του εγκυρότερου παγκοσμίως αρχιμουσικού σ’αυτό το είδος, του Γερμανού Φρανκ Στρόμπελ.
Στο πρώτο μέρος προσφέρθηκε αρχικά, χωρίς εικόνα, μία σουίτα από την «Πρόβα ορχήστρας (1979). Ακολούθησαν σουίτες από την «Ντόλτσε βίτα» (1960) και την «Ιουλιέττα των πνευμάτων» (1965), όπως και το απολαυστικά καυστικό «Ντεφιλέ εκκλησιαστικής μόδας» από την «Ρόμα» (1972). Πριν το διάλειμμα παίχθηκε η Σουίτα κοντσέρτου με αποσπάσματα μουσικών για τις ταινίες «Οι Βιτελόνι (1953), «Ο λευκός σεΐχης» (1952) και «Σκιές του υποκόσμου» (1955) αλλά και για το σκετς που ο Φελλίνι σκηνοθέτησε στο σπονδυλωτό «Βοκάκκιος ‘70» (1962). Στα σύντομα αυτά αποσπάσματα, εικόνες, πλάνα και στιγμιότυπα έδεσαν αβίαστα με τον ορχηστρικό ήχο, αναδύοντας αρώματα μιας άλλης εποχής (της ονειρικής μεταπολεμικής Ιταλίας), προκαλώντας νοσταλγία και συχνά συγκίνηση.
Το δεύτερο μέρος άνοιξε με την ατμοσφαιρική σουίτα από το «Αμαρκόρντ» (1974) και ολοκληρώθηκε -εκτός προγράμματος- με τη σουίτα από το «8½» (1963). Ενδιάμεσα, αποδόθηκε η εκτενής σουίτα από το «Λα Στράντα» [«Ο δρόμος»] (1954). Περισσότερο απ’οποιοδήποτε άλλο έργο του προγράμματος, είχε κανείς εδώ την ευκαιρία να αντιληφθεί -με αφορμή τις περιπλανήσεις της Τζουλιέττας Μαζίνα και του Άντονυ Κουίν- το εύρος των πολιστιλιστικών επιρροών του Ρότα (απ‘το ρομαντικό ιταλικό μπελ-κάντο μέχρι την τζαζ, και απ’τον μπαλετικό Προκόφιεφ και τον Στραβίνσκυ μέχρι το λαϊκό τραγούδι), την σπάνια ικανότητά του να συντροφεύει/σχολιάζει με τα μελωδικά, ρυθμικά ή χορευτικά του μοτίβα τη δράση, διατηρώντας πάντως μία αξιοπρόσεκτη «αυτάρκεια» σε σχέση με την εικόνα.
Η κινηματογραφική μουσική του Ρότα, σοβαρή/στοχαστική ή ανάλαφρη, μελαγχολική ή χιουμοριστική, παραμένει μία από τις λίγες που ακούγονται ευχάριστα και χωρίς τη διαμεσολάβηση του φιλμ! Εξίσου σημαντική πρόβαλε η βαθιά κατανόηση του Στρόμπελ για το περιεχόμενο της κάθε σκηνής και η μέριμνά του ν’αποσπάσει από την ΚΟΑ παίξιμο κομψού, νωχελικού βηματισμού και σαφούς αφηγηματικής ευφράδειας. Παρά τα όποια μικροολισθήματα, οι μουσικοί του συνόλου έπιασαν αρκετά υψηλά επίπεδα απόδοσης, με ιδιαίτερη μνεία στον τρομπετίστα Παναγιώτη Καίσαρη για τις παρεμβάσεις του στη «Στράντα»…
Πιο άνισες εντυπώσεις άφησε η πρώτη συναυλία της ΚΟΑ (25/6) με έργα ρομαντισμού υπό τον Τσιαλή. Το ενδιαφέρον τράβηξε το εναρκτήριο σύντομο κομμάτι «Αποφώνησις» που η ορχήστρα παρήγγειλε στον μόλις 23χρονο Ορέστη Παπαϊωάννου, νικητή του περσινού διεθνούς διαγωνισμού για νέους συνθέτες «Ντβόρζακ» της Πράγας. Η ακρόαση του νεο-ρομαντικού έργου αποκάλυψε μία μεγάλη ευχέρεια γραφής, που πρόδιδε ικανό -και καλά «χωνεμένο»- εύρος επιρροών, με έντονους απόηχους Μάλερ και ιμπρεσιονισμού, αλλά και ένα ακόμη συνολικά μάλλον ασαφές στίγμα, κάτι βέβαια απολύτως εύλογο. Τις αξιόλογες ενορχηστρωτικές αρετές ανέδειξαν άρτια αρχιμουσικός και ορχήστρα.
Ακολούθως, ο γνωστός Γαλλο-Καναδός πιανίστας Αλαίν Λεφέβρ ερμήνευσε το κοσμαγάπητο 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινωφ. Η όλη ερμηνεία μπορεί να συνεπήρε το πολυάριθμο κοινό, προκαλώντας μέχρι και …standing ovations, αλλά το αποτέλεσμα ήχησε υπερβολικά γλυκερό και παλιομοδίτικο. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο -δεξιοτεχνικά ασφαλής- Λεφέβρ κατανοεί απόλυτα τους κώδικες και την αισθητική του ρομαντισμού, με αποτέλεσμα να εστιάζει στην προβολή του μελωδικού πλούτου και του -κορεσμένου- συναισθήματος της παρτιτούρας.
Όμως, η εμμονή στις μεγαλόπρεπες πιανιστικές χειρονομίες και σε μία χαλαρή αφήγηση (παρά το φρενήρες, αλλά επισφαλές φινάλε!) ανέδειξε πρωτίστως τον έντονο λυρισμό του έργου, αλλά όχι και τις αρκετές λανθάνουσες δραματικές πτυχές του. Προς τούτο, περισσότερο νεύρο, σαφέστερες αντιθέσεις (σε ταχύτητες!) και πλουσιότερη ηχοχρωματική παλέτα (θα) ήσαν αναγκαίες. Η μάλλον ουδέτερη ορχηστρική συνοδεία δεν βρέθηκε πάντοτε στο ίδιο μήκος κύματος με τον σολίστα, ενώ δεν έλειψαν και αρκετοί τοπικοί αποσυντονισμοί. Το εκτός προγράμματος κομμάτι «Sas agapo», που προσέφερε ο φιλέλληνας -και άρτι μόνιμα εγκατασταθείς στη χώρα μας- πιανίστας, έβριθε μεν ελληνικών θεμάτων αλλά δεν απέφυγε μία φλύαρη ρητορεία, «τουριστικού» ενδιαφέροντος…
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μια αξιοπρεπής εκτέλεση της 6ης Συμφωνίας του Ντβόρζακ, συνθέτη με τον οποίο ΚΟΑ και Τσιαλής είναι αρκούντως εξοικειωμένοι. Ο αρχιμουσικός ανέδειξε σε γενικές γραμμές τις διαθέσεις ενός δύσκολου έργου με σαφή ακόμη την επιρροή του Μπραμς, κυρίαρχη δραματική ένταση αλλά και πολλές νησίδες φθινοπωρινού λυρισμού. Παρά τις σταθερά καλλιεπείς συνεισφορές των ξύλινων πνευστών, τα έγχορδα δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν στο έπακρο την -γεμάτη από παραδοσιακούς τσέχικους σκοπούς- πληθωρική μελωδικότητα του έργου, ενώ και τα χάλκινα πνευστά στερούνταν της αναγκαίας ηχοχρωματικής ιδιωματικότητας. Κυρίως όμως, η ανάγνωση δεν είχε πάντοτε το αναγκαίο ρυθμικό σφρίγος και την συνοχή αφηγηματικού ειρμού που θα κράταγε αμείωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή του ακροατή καθ’όλην τη 40λεπτη διάρκειά της … Credit φωτογραφιών: Εύη Φυλακτού