Ίσως ο επιδραστικότερος και σίγουρα ο εμβληματικότερος DJ και παραγωγός στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής μιλά στο «α» για το πώς έφτασε να ηγηθεί της επανάστασης της house στο Βερολίνο των ’90s και να σκαρφαλώσει στην κορυφή του παγκόσμιου στερεώματος των DJs, λίγο προτού απογειώσει το εξωτικό σκηνικό του «Bolivar Beach Bar» με ένα από τα πιο καυτά events του καλοκαιριού, το Σάββατο 7 Ιουλίου.
Στη διαδρομή από τα mixtapes που κάνατε ως παιδί μέχρι να γίνετε super-star DJ και παραγωγός, υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή, κατά την οποία καταλάβατε ότι θέλετε η μουσική να γίνει η ζωή σας;
Θα έλεγα πως η στιγμή εκείνη ήταν η ημέρα που εγκατέλειψα τη μαθητεία μου ως ξυλουργός: το τότε αφεντικό μου μου είπε ότι ήμουν πολύ κουρασμένος για να εργαστώ με ασφάλεια μετά τα ντιτζεϊλίκια του σαββατοκύριακου και έκανε και στους δυο μας μια χάρη. Ήταν η ώθηση που χρειαζόμουν.
Βρεθήκατε στην κορυφή των DJs όταν αυτή η δουλειά ήταν ακόμη ένα κόνσεπτ εν εξελίξει. Έχετε πια μια καθαρή ιδέα του τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξεχωρίσετε τόσο;
Έχω, ναι. Όταν άρχισα να κάνω παραγωγές, το μουσικό στιλ στο οποίο δούλευα δεν είχε καν όνομα, ή τουλάχιστον όχι κάποιο όνομα κοινά αποδεκτό. Τόσο εμβρυακή ήταν η φάση του. Όταν κάνεις λοιπόν κάτι σημαντικά διαφορετικό, όπως εγώ και μια χούφτα άλλοι άνθρωποι κάναμε τότε, το να ξεχωρίσεις δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Ο κόσμος το προσέχει αυτό. Είναι ένα από τα θετικά τού να είσαι διαφορετικός. Αν αυτό που κάνεις, συνειδητά ή μη, συμβαδίζει με την εξέλιξη του τι θέλει ο κόσμος και πιάσεις το κύμα, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Έφυγες.
Πόσο μεγάλο ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε η τύχη και το timing και πόσο η ατόφια σκληρή δουλειά;
Αυτό είναι καλή ερώτηση. Πρώτα απ’ όλα θα έλεγα πως όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, ποτέ δεν το νιώθεις ως σκληρή δουλειά. Μ’ αυτήν την έννοια, αν κοιμόμουν 4-5 ώρες την ημέρα γιατί όλες οι υπόλοιπες ώρες ήταν γεμάτες με μουσική, αυτό δεν το ένιωθα ως σκληρή δουλειά. Μόνο ως κάτι ανυπολόγιστα διεγερτικό. Είναι σαν να έχεις μια αυτοτροφοδοτούμενη πηγή ενέργειας. Σχεδόν πάντα, όμως, παίζει και η τύχη το ρόλο της. Κάθε επιτυχημένη καριέρα στη μουσική οφείλεται πάντα σε συνδυασμούς ικανότητας, οράματος και τύχης. Το Βερολίνο και το πολιτιστικό περιβάλλον του εκείνη την περίοδο ήταν ένα δώρο της τύχης για μένα. Η σωστή πόλη, τη σωστή στιγμή, με τους σωστούς ανθρώπους. Φυσικά, έπρεπε να βρίσκομαι και στη σωστή κατεύθυνση εξ αρχής, για να μπορέσω να το κεφαλαιοποιήσω όλο αυτό.
Είστε στην αιχμή της ηλεκτρονικής μουσικής εδώ και 30 χρόνια. Έχουν υπάρξει στροφές που έχει πάρει το είδος τις οποίες βρήκατε αχρείαστες ή ίσως και ελαφρώς ντροπιαστικές;
Αχρείαστες σίγουρα, δεν θα το έφτανα όμως μέχρι το «ντροπιαστικές». Απ’ την άλλη, βέβαια, ένα μέρος της μουσικής που πλασάρεται για house στις μέρες μας, πράγματι θεωρώ ότι είναι ντροπιαστική. Τουλάχιστον για τους παραγωγούς που στ’ αλήθεια παράγουν house!
Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για έναν DJ που ξεκινά σήμερα και ποιες οι επιλογές που πρέπει να υπερασπιστεί για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου των DJs;
Πρέπει να ακολουθήσει την καρδιά του, όχι την αγέλη. Να παίζει αυτό που αισθάνεται σωστό μέσα του, κι όχι αυτό που είναι η μόδα σήμερα. Αν το ξεχάσει αυτό, τότε θα αρχίσει να κυνηγάει την ουρά του, κι αυτό είναι ένας κύκλος δίχως τέλος. Η ηλεκτρονική μουσική, απ’ τη φύση της, αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα. Όταν κάποιος αρχίσει να πηδάει από βαγόνι σε βαγόνι κυνηγώντας το εκάστοτε trend, αυτομάτως βάζει τον εαυτό του στην τροχιά της λήθης. Βάζει ο ίδιος ημερομηνία λήξης σ’ αυτά που παράγει, κι η Ιστορία ποτέ δεν ήταν φιλική με όσους ακολούθησαν τέτοια τακτική. Το καλύτερο που έχει να κάνει, λοιπόν, είναι να εστιάσει σ’ αυτό που ακούγεται σωστό για τον ίδιο. Να χρησιμοποιήσει το ένστικτό του. Για μένα, τουλάχιστον, αυτό λειτούργησε σωστά μακροπρόθεσμα.
Αν είχατε ένα και μόνο εισιτήριο για οποιοδήποτε άλλο από τα φετινά events του «Bolivar Beach Bar», ποιο θα διαλέγατε;
Μάλλον το πάρτι του Nick Warren, του John Digweed ή του Sam Paganini.