Με μια αίσθηση αμηχανίας ως προς τη διαχείριση του υλικού της και το ρόλο της στην τοπική σκηνή, μας άφησε η «Σύναψη 1» της Μπιενάλε της Αθήνας, τουλάχιστον ως προς τα όσα συνέβησαν στο Μπάγκειον. Περιμένουμε περισσότερα στη συνέχεια καθώς η «Ομόνοια» θα ξεδιπλώσει τη δυναμική της με διάφορα events ως το 2017.
UrbanDig Project, © UrbanDig Project
Εργοστάσιο παραγωγής σκέψης, πείραμα συμμετοχικότητας και επιτελεστικότητας, θερμοκοιτίδα του εργοταξίου ιδεών και δημιουργικότητας που παρατηρείται στην πόλη. Αυτοί είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους η 5η Μπιενάλε της Αθήνας με τον γενικό τίτλο «Ομόνοια» έχει προσπαθήσει να αυτοπροσδιοριστεί δια στόματος των ιδρυτών της Ξένιας Καλπακτσόγλου και Poka-Yio και του καλλιτεχνικού διευθυντή της Μασιμιλιάνο Μολόνα.
Όντας ένας θεσμός που δεν παύει να ψάχνει τρόπους να επαναπροσδιοριστεί και να διερωτηθεί πάνω στη βιωσιμότητά του και το χαρακτήρα του, η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκινάει από τη σωστή παραδοχή του τέλματος στο οποίο έχει πέσει ο θεσμός των Μπιενάλε διεθνώς, οι οποίες λίγο φαίνεται να συνδιαλέγονται με την εκάστοτε τοπική και χρονική πραγματικότητα παρουσιάζοντας συχνά μια ομογενοποιημένη πρόταση.
Ανοιχτή Συνέλευση δημόσιας συζήτησης και ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ επιστημόνων, ακτιβιστών, ομάδων αυτο-οργάνωσης και συνεταιρισμών στο Μπάγκειον, 19 Νοεμβρίου 2015 © Νύσος Βασιλόπουλος
Η έμφαση στη σκέψη και την πράξη και η επιμήκυνση της διάρκειάς της σε δύο χρόνια, μέσω διαδοχικών events, αντί για μια έκθεση ενός διμήνου, μοιάζει να πηγάζει από την επεξεργασία της προηγούμενης έκθεσης «Agora», της οποίας ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα ήταν, κατά γενική ομολογία, ότι λειτούργησε σαν σημείο συνεύρεσης της εικαστικής σκηνής αλλά και διαλόγου της με άλλες πρακτικές μέσα από ένα καθημερινό ημερολόγιο δράσεων.
Δύο χρόνια μετά, και με την προοπτική της Documenta το 2017 να δρα ως καταλύτης, η κατάσταση στην τοπική σκηνή είναι διαφορετική με τις ομιλίες και performative events να αποτελούν ξαφνικά καθημερινή πραγματικότητα στην πόλη εκεί που άλλοτε ήταν μάλλον σπάνια.
Τι έρχεται λοιπόν να προτείνει η Μπιενάλε μες σε αυτό το σκηνικό; Η «Σύναψη 1» που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο έθεσε ένα πρώτο πλαίσιο ανοίγοντας ερωτήματα αλλά αφήνοντάς μας και με μια αμηχανία, την οποία θα αναλύσω παρακάτω.
Από το Συνέδριο στο Εθνικό Θέατρο - Ρεξ © Eva Galatsanou
Κεντρικοί άξονες της Ομόνοιας είναι σύμφωνα με το εναρκτήριο statement «η ανάδυση εναλλακτικών οικονομιών, η επιτελεστικότητα του πολιτικού, και η δημιουργία θεσμών που επαναπροσδιορίζουν καθιερωμένες δομές». Η Ομόνοια «θα φιλοξενήσει διάφορες πολιτιστικές και ακτιβιστικές ομάδες οι οποίες ασχολούνται με ζητήματα συμπαραγωγής, αυτο-οργάνωσης και αστικής κοινοκτημοσύνης και επίσης θα λειτουργήσει ως θεσμικός χώρος, όπου η σφαίρα του πολιτικού θα μετασχηματιστεί μέσα από τους φακούς της τέχνης».
Η αρχή έγινε με ένα συνέδριο, τη φιλοξενία ομάδων και καλλιτεχνών στο Μπάγκειον και την υιοθέτηση κάτω από την ομπρέλα της Ομόνοιας μιας σειράς άλλων δράσεων, όπως οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου που παίζονταν κατά τη διάρκεια της πρώτης Σύναψης. Το συνέδριο λειτούργησε ως μια πρώτη χαρτογράφηση των ζητούμενων της Μπιενάλε ανοίγοντας ενδιαφέρουσες προεκτάσεις όπως ο φετιχισμός του κοινοτισμού και οι πολιτικές προεκτάσεις του και το αν και πως οι θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός αντίστασης μέσα στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό (How do we institute otherwise?).
Conversations by Breaking News collective | Art Department at CalArts in CA @ Romantso © Nassos Platis
Κάτι ανάλογο δεν συνέβη στο Μπάγκειο. Πριν δυο χρόνια η Agora έδωσε βήμα σε διαφορετικές αναδυόμενες τότε φώνες της πόλης, "φωτίζοντας" τες και ενισχύοντας τη δυναμική τους. Η Σύναψη 1 αντίθετα μοιάζει, να έπεται μιας κινητικότητας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην τοπική σκηνή για διάφορους λόγους (συνέπειες οικονομικής κρίσης, υποχώρηση των γκαλερί, διεθνείς τάσεις, Ντοκουμέντα). Έρχεται να αναπαράγει και να συνοψίσει αυτό το δυναμικό δείχνοντας να μην έχει αποφασίσει αν και πως θέλει να το διαχειριστεί.
Έτσι, αν και πιθανόν αυτή η συνεύρεση να είναι χρήσιμη για όσους συμμετέχουν, δεν φαίνεται να αφορά το κοινό, με διαφορετικές ατζέντες να ξεδιπλώνονται δειγματοληπτικά και χωρίς ειρμό. Δεν υποστηρίζεται ο λόγος που θα έπρεπε να είναι ανοιχτό το Μπάγκειο όταν δεν υπάρχουν δράσεις, με αποτέλεσμα ο χώρος να μην λειτουργεί ως κάτι παραπάνω από ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό για φωτογραφίες...
Επιπλέον, αν η Διπλάρειος και το Χρηματιστήριο ήταν κάτι παραπάνω από δυο ιδιαίτεροι χώροι αποτελώντας μια ευρύτερη χειρονομία και αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης των δυο προηγούμενων μπιενάλε, το Μπάγκειον προς το παρόν δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο μοιάζοντας απλά με ένα ακόμη ωραίο κτίριο που παρακμάζει περιμένοντας το gentrification.
Valentina Karga, © Nysos Vasilopoulos
Η Μπιενάλε, θέλοντας και μη, καλείται κατά μια έννοια να τοποθετηθεί και σε σχέση με τη Ντοκουμέντα και την κυρίαρχη παρουσία της στην πόλη, και η διετής διάρκειά της προφανώς υπονοεί τη διάθεσή της να συνομιλήσει με τον εν λόγω μεγα-θεσμό. Τι έχει να αντιπροτείνει όμως (ή να συμπληρώσει) μια τέτοια σύνοψη απέναντι στο εξωτικό, ή αποικιοκρατικό για κάποιους, ή απλώς περίεργο, βλέμμα του «ξένου»;
Το εναρκτήριο συνέδριο αλλά και η επιλογή για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή ενός διεθνούς ανθρωπολόγου που πραγματοποιεί έρευνες πεδίου σε περιοχές με έντονες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές μοιάζει να μοιράζεται τη διάθεση να μπει η Αθήνα στο μικροσκόπιο ως ένα case study που μπορεί να προσφέρει οικουμενική γνώση.
Η Αθήνα σκιαγραφείται ως φορέας αντίστασης που μπορεί να προτείνει στρατηγικές επιβίωσης. Πώς αντιλαμβάνεται η Μπιενάλε τον εαυτό της μέσα σε αυτό το τοπίο και πώς μπορούμε να αντισταθούμε σε μια εξωτική οπτική της Αθήνας ως ένα νότιο πείραμα δημιουργικής βιωσιμότητας σε καιρούς κρίσης;
Η πρόθεση της Μπιενάλε να ανοίξει το διάλογο ανάμεσα στον κόσμο της τέχνης και αυτόν των κινημάτων παρόλη τη δυσπιστία που συχνά μπορεί να υπάρχει ανάμεσά τους μένει να διερευνηθεί, αφού στο συνέδριο ακούσαμε διεθνείς εκπροσώπους και μελετητές των τελευταίων να αναρωτιούνται γιατί απουσίαζαν τα ομολογουμένως πολυάριθμα ελληνικά παραδείγματα από αυτή τη συνεύρεση. Αυτό που δεν ακούσαμε, παρά τις σχετικές ερωτήσεις που τέθηκαν, ήταν με ποιόν τρόπο ο επισφαλής χώρος της τέχνης και των δημιουργικών επαγγελμάτων μπορεί να αντισταθεί στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές χωρίς να καταντήσει ένα απλήρωτο χόμπι.
Σε παλιότερη συνέντευξή του στο αθηνόραμα ο Μολόνα είχε δηλώσει εντυπωσιασμένος με το πόσο ζωντανή είναι η καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας. Αντιπαραβάλλοντάς το diy τοπικό σκηνικό με τη χρηματοδοτούμενη μέχρι πρότινος από το κράτος καλλιτεχνική παραγωγή στη βόρεια Ευρώπη, κάτι το οποίο αλλάζει, είχε δηλώσει «Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν το εδώ μοντέλο, το οποίο είναι ταυτόχρονα συλλογικό αλλά και με πολύ ισχυρό προσωπικό χαρακτήρα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο παράδειγμα. Η βιωσιμότητα, το πώς οι οργανισμοί καταφέρνουν να επιβιώσουν με πειραματικούς τρόπους έχει πολύ ενδιαφέρον.»
Artemis Agrotera | Ilissos project, © Communication Team
Η Αθήνα σκιαγραφείται όλο και περισσότερο ως φορέας αντίστασης που μπορεί να διδάξει, να προτείνει στρατηγικές επιβίωσης αλλά και έναν νέο τρόπο να κάνεις τέχνης χωρίς budget, με εναλλακτικές οικονομικές και κοινοτιστικές πρακτικές. Τι προβλήματα δημιουργεί αυτή η εικόνα ιδωμένη μέσα σε ένα ευρωπαϊκό τοπίο επισφάλειας, περικοπών στον πολιτισμό και τις ανθρωπιστικές σπουδές και καθιέρωσης της τέχνης ως απλήρωτου χόμπι;
Πώς αντιλαμβάνεται η Μπιενάλε τον εαυτό της μέσα σε αυτό το τοπίο, και τι εναλλακτική έχει να προτείνει στο παράδειγμα διεθνών πετυχημένων θεσμών όπως η Expo του Μιλάνο που η λειτουργία της πρόσφατα βασίστηκε μόνο σε εθελοντές; Πώς μπορούμε να αντισταθούμε σε μια εξωτική οπτική της Αθήνας ως ένα νότιο πείραμα δημιουργικής βιωσιμότητας σε καιρούς κρίσης;
Θυμάμαι τους χαρακτηρισμούς της ελληνικής σκηνής πριν δέκα χρόνια που συνοψίζονταν στο ότι υπάρχει πολύ «ενέργεια». Πολλά έγιναν από τότε, για να καταλήξουμε τελικά να μιλάμε και πάλι για την τοπική σκηνή ως ένα δοχείο ενέργειας, το οποίο κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται να μελετήσει, να αποκωδικοποιήσει, να θεωρητικοποιήσει.
Ο Μολόνα ως ανθρωπολόγος έχει συναίσθηση των περιπλοκών, δηλώνοντας ότι έχει γνώση του κινδύνου του να προσεγγίσει κανείς τις εναλλακτικές οικονομίες που ξεπηδούν στην κρίση σαν ένα θετικό παράδειγμα. «Είναι δύσκολο να έχεις αισιόδοξη οπτική χωρίς να είναι εξωτική. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε πάντως είναι μια πρόταση, ότι η εναλλακτική οικονομία μπορεί να είναι ένα παράδειγμα και στη συνέχεια να δούμε κατά πόσο αυτή η πρόταση μπορεί να είναι αληθινή ή εξωτική. Να την δοκιμάσουμε και να τη συζητήσουμε συλλογικά.» Περιμένουμε με ενδιαφέρον την εν λόγω συζήτηση.
Ο Poka-Yio εγκαινιάζοντας τις εργασίες του συνεδρίου τοποθετήθηκε απέναντι στο ερώτημα «Που είναι η τέχνη;» που προέβλεπε ότι θα προκύψει από μια μερίδα του κοινού σχετικά με την πρώτη Σύναψη. Πιστεύω ότι αξίζει να μείνουμε στο ερώτημα αυτό, όχι βέβαια για την προφανή απουσία έργων – αντικειμένων, αλλά για το πώς τελικά το πρώτο μέρος αυτής της Μπιενάλε αντιμετώπισε την τοπική σκηνή.
O καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε Μασιμιλιάνο Μολόνα μιλά για τη δουλειά του
Ως ένα showcase δηλαδή ενέργειας και δημιουργικότητας, το οποίο κανείς δεν μοιάζει να έχει τη διάθεση να φιλτράρει ή να τοποθετήσει σε ένα πλαίσιο. Ως ένα χώρο όπου συμβαίνουν πράγματα, τα οποία μάλιστα καλούνται να έρθουν και να παρατηρήσουν οι ξένοι καλλιτέχνες δημιουργώντας νέα έργα για τη Μπιενάλε, αντί για ένα χώρο όπου παίρνουμε την ευθύνη να μελετήσουμε τα όσα συμβαίνουν και να στοιχειοθετήσουμε μια πρόταση.
Θυμάμαι τους χαρακτηρισμούς της ελληνικής σκηνής την εποχή που πρωτοξεκινούσε η Μπιενάλε πριν δέκα χρόνια που λίγο ως πολύ συνοψίζονταν στο ότι υπάρχει πολύ «ενέργεια». Πολλά έγιναν από τότε, για να καταλήξουμε τελικά να μιλάμε και πάλι για την τοπική σκηνή ως ένα δοχείο ενέργειας, το οποίο κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται να μελετήσει, να αποκωδικοποιήσει, να θεωρητικοποιήσει. Ας ελπίσουμε ότι θα δούμε περισσότερα προς αυτήν την κατεύθυνση στο μέλλον.