Τώρα που ακόμα και οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες των περιπετειών της Marvel γράφουν οι ίδιοι τα σενάριά τους, το Χόλιγουντ έχει γεμίσει auteurs μοντέρνας κοπής. Ίσως αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που οι υπερπαραγωγές μοιάζουν όλο και περισσότερο copy pasted, περιφρονώντας την καθαρόαιμη αφήγηση και βάζοντας στην άκρη τους directors. Εκείνους τους εργάτες της βιομηχανίας, οι οποίοι δεν παρασύρθηκαν από τη θύελλα του μοντέρνου σινεμά και τη γενιά του film school, συνεχίζοντας να διηγούνται ιστορίες που διέτρεχαν τα κινηματογραφικά είδη, δεν απαιτούσαν μπλοκμπάστερ προϋπολογισμούς και δεν επανέρχονταν εμμονικά στις ίδιες θεματικές. Μιλάμε για ανθρώπους σαν τον Ρίτσαρντ Ντόνερ («Φονικό Όπλο»), τον Τζον ΜακΤίρναν («Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει») και τον Γουόλτερ Χιλ («Οι Μαχητές»), την Κάθριν Μπίγκελοου («Zero Dark Thirty»), ακόμα και τον πολύ νεότερο Νταγκ Λίμαν («Χωρίς Ταυτότητα»). Πριν και πάνω απ’ όλους, όμως, για τον Ρίντλεϊ Σκοτ.
Πες το καθαρά, πες το γρήγορα
Γεννημένος δίπλα στο Νιούκαστλ της βορειοανατολικής Αγγλίας, ο Σκοτ κλείνει στα τέλη Νοεμβρίου τα 84 χρόνια του, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά μακριά από τις κινηματογραφικές κάμερες. Αφοσιωμένος για δύο δεκαετίες στη διαφήμιση, έκανε μαζί με τον αδελφό του Τόνι («Top Gun», «Ο Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς») μεγάλη καριέρα ως ένας από τους πιο ευρηματικούς κι επιδραστικούς σκηνοθέτες της – το σποτάκι του «1984» για το λανσάρισμα του Apple Macintosh έχει μείνει ιστορικό. Εκεί έμαθε την αξία τού «πες το καθαρά, πες το γρήγορα», επιβεβαίωσε τη δύναμη της στιλιζαρισμένης εικόνας και τελειοποίησε την αρχιτεκτονική του καδραρίσματός του. Έχοντας σπουδάσει art designer, ζωγράφιζε εξ αρχής ο ίδιος τα storyboards και είχε άμεσο λόγο στην εικαστική πλευρά των διαφημιστικών και κατόπιν των ταινιών του.
Έφτασε λοιπόν 40 ετών για να δοκιμάσει το 1977 να αφηγηθεί μια ιστορία διάρκειας μεγαλύτερης του ενός λεπτού, έχοντας μόνο μια μικρή τηλεοπτική εμπειρία από τη δεκαετία του ’60. Δεν αρκέστηκε παρ’ όλα αυτά σε ένα διαχειρίσιμο σύγχρονο δράμα. Βασισμένοι σε μια αληθινή ιστορία των ναπολεόντειων πολέμων και ένα διήγημα του Τζόζεφ Κόνραντ, οι «Μονομάχοι» εντυπωσίασαν με τη στιλιστική κομψότητά τους και του άνοιξαν το δρόμο για το Χόλιγουντ και τα… αστέρια.
Ύστερα από δυο ταινίες που άλλαξαν τη μοντέρνα επιστημονική φαντασία, το κλειστοφοβικό θρίλερ «Άλιεν» και το φουτουριστικό νουάρ «Blade Runner», ο Ρίντλεϊ Σκοτ καταξιώθηκε ως ένας οραματικός δημιουργός στην παράδοση των παλιών τεχνιτών του είδους, για τους οποίους όλα άρχιζαν και τελείωναν στην εικόνα. Δουλεύοντας πυρετωδώς, δοκίμασε τις ικανότητές του από την παραμυθένια φαντασία («Θρύλος»), στην ιστορική περιπέτεια («1492») και το road movie («Θέλμα και Λουίζ»), γνωρίζοντας την αποθέωση με τον επικό «Μονομάχο», peplum το οποίο απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και έφερε ξανά στη μόδα τις περιπετειώδεις «χλαμύδες».
Ζήτημα τιμής
Έχοντας πλέον πίσω του πάνω από 3.000 διαφημιστικά(!), μια φιλμογραφία 25 ταινιών και τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες, ο έμπειρος Βρετανός σκηνοθέτης θεωρείται ικανός να διεκπεραιώσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο κάθε είδους ταινία δράσης («Μαύρο Γεράκι: Η Κατάρριψη», «American Gangster», «Προμηθέας», «Η Διάσωση»). Το αγαπημένο του genre, όμως, είναι η περιπέτεια εποχής, ιδανικό πλαίσιο για τους θαρραλέους, δυναμικούς χαρακτήρες του (πολύ συχνά θηλυκού γένους), οι οποίοι αναζητούν τον εαυτό τους σε μια διαρκή σύγκρουση με το περιβάλλον τους. Δοκιμάζοντας τα –ηθικά, κοινωνικά, μα και φυσικά– όριά του, θέτουν σε δοκιμασία και τις δικές τους αξίες, τις οποίες θα υπερασπιστούν μαχόμενοι στο πεδίο της τιμής. Από τους «Μονομάχους» μέχρι την «Τελευταία Μονομαχία», λοιπόν, την πρώτη και την πιο πρόσφατη ταινία του, περνώντας από τον «Μονομάχο», το «Βασίλειο των Ουρανών», τον «Ρομπέν των Δασών» και το «Η Έξοδος: Θεοί και Βασιλιάδες», κανείς δεν κινηματογραφεί καλύτερα ήρωες με το σπαθί στο χέρι από τον Ρίντλεϊ Σκοτ.
Διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρικ Τζάγκερ, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα του 14ου αιώνα, η «Τελευταία Μονομαχία» εξιστορεί το τελευταίο επίσημο –με τη βασιλική άδεια του Καρόλου ΣΤ΄– ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στους ευγενείς Ζαν ντε Καρούζ (Ματ Ντέιμον) και Ζακ λε Γκρι (Άνταμ Ντράιβερ), καθώς ο πρώτος κατηγόρησε τον δεύτερο ότι κακοποίησε τη σύζυγό του (Τζόντι Κόμερ). Μια ιστορία την οποία παρακολουθούμε από τρεις διαφορετικές οπτικές, γραμμένες η καθεμιά τους κι από διαφορετικό σεναριογράφο (Ματ Ντέιμον, Μπεν Άφλεκ και Νικόλ Χολοφσένερ). Μια πρωτότυπη αφηγηματική πρόκληση για τον Σκοτ, ο οποίος δεν σταματά ποτέ να γοητεύεται από μύθους αντρικής ματαιοδοξίας και γυναικείου θάρρους.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Τελευταία Μονομαχία
Μετά την καταγγελία της συζύγου του ότι έπεσε θύμα βιασμού από τον Ζακ Λε Γκρι, ευνοούμενο του τοπικού άρχοντα, ο πρώην φίλος του Ζαν ντε Καρούζ φτάνει μέχρι το βασιλιά, απαιτώντας ικανοποίηση. Έτσι, στις 29 Δεκεμβρίου 1386, θα λάβει χώρα στο Παρίσι η τελευταία επίσημη μονομαχία μέχρι θανάτου επί γαλλικού εδάφους.