Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας είναι εκείνη στην οποία τραγουδάτε το «Blue Βayou». Πόσο σας δυσκόλεψε η συγκεκριμένη σκηνή;
Ήταν ένα γύρισμα το οποίο ευχαριστήθηκα πολύ. Δεν είμαι επαγγελματίας τραγουδίστρια, και το συγκεκριμένο κομμάτι έχει αρκετές τεχνικές δυσκολίες. Όταν ήμουν μικρή, στην εφηβεία μου, μου άρεσε να τραγουδάω καραόκε, αλλά δεν νομίζω πως έχω τραγουδήσει ξανά μπροστά σε κόσμο. Οπότε οι δοκιμές μάς πήραν μια ολόκληρη μέρα, αλλά οι λήψεις δεν ήταν πολλές και η σκηνή βγήκε σχετικά εύκολα. Είναι πράγματι πολύ δυνατή συναισθηματικά στιγμή της ταινίας και αποκαλύπτει πράγματα για την Κέιτ που δεν μπορούν να βγουν μέσα από το διάλογο.
Είναι μια καθαρά κινηματογραφική επιλογή να πλησιάσεις ένα χαρακτήρα μ’ αυτό τον τρόπο κι όχι βάζοντάς τον να τα λέει. Καμία σχέση με θεατρική ερμηνεία…
Ακριβώς. Απαιτεί άλλη ερμηνευτική προσέγγιση, με αξιοποίηση των κοντινών πλάνων, του βλέμματός σου… Μια πιο εσωτερική, πιο συγκρατημένη ερμηνεία, την οποία όμως δεν υιοθετήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, μιας και η Κέιτ έχει πολλά ξεσπάσματα. Και τσακωμούς, και θυμούς, και κλάματα… Πρέπει λοιπόν τη συγκεκριμένη σκηνή να την παίξεις έχοντας υπόψη σου πώς θα κινηθείς ερμηνευτικά και στην υπόλοιπη ταινία.
Πώς προετοιμαστήκατε για το ρόλο της Κέιτ; Εσείς, μια Σουηδή η οποία ερμηνεύει μια γυναίκα από τη Λουιζιάνα.
Σχεδόν πάντα ξεκινάω να προσεγγίζω ένα χαρακτήρα σωματικά. Πώς είναι στημένος, πώς περπατάει, πώς μιλάει… Εδώ δούλεψα και πάνω στην προφορά του αμερικανικού Νότου, αφού τα αγγλικά μου έχουν βρετανική προφορά. Παράλληλα, αφιέρωσα χρόνο και στην κουλτούρα της Λουιζιάνα, από την ιστορία έως το φαγητό, για να καταλάβω όσο μπορούσα καλύτερα αυτήν τη γυναίκα.
Είχατε χρόνο να προετοιμαστείτε μαζί με το σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή σας Τζάστιν Τσον;
Φυσικά και μιλήσαμε για την ταινία και τους ρόλους μας, ενώ μπορέσαμε να κάνουμε και πρόβες μερικές εβδομάδες πριν από τα γυρίσματα. Πήγαμε προετοιμασμένοι στο σετ δηλαδή, όπου κι εκεί υπήρχε χώρος για αυτοσχεδιασμούς – ελεγχόμενους, πάντα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετεί ο Τζάστιν είναι ελεύθερος, κάπως ντοκιμαντερίστικος, και έτσι μπορείς να αφεθείς συχνά στο ένστικτό σου, χωρίς να έχεις το άγχος του αυστηρού, απαράβατου σεναρίου.
Ήταν το σενάριο ο βασικός λόγος για τον οποίο επιλέξατε να παίξετε στον «Μπλε Βάλτο»;
Πάντοτε διαβάζεις το σενάριο προτού αποφασίσεις για μια ταινία. Ή, σχεδόν πάντοτε, γιατί μπορεί να σου έρθει μια προσφορά από κάποιον σκηνοθέτη τον οποίο θαυμάζεις και να πεις το «ναι» χωρίς να το σκεφτείς. Δεν μου έχει τύχει, αλλά το σενάριο, ο σκηνοθέτης και οι συμπρωταγωνιστές είναι οι πρωταρχικοί λόγοι για να αποφασίσεις αν θα συμμετάσχεις ή όχι σε ένα κινηματογραφικό σχέδιο. Ο «Μπλε Βάλτος» τα είχε όλα: έναν εξαιρετικά γραμμένο χαρακτήρα, ο οποίος δεν είναι απλοϊκά καλός ή κακός, έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη και, επιπλέον, ένα επίκαιρο, κοινωνικά ευαίσθητο θέμα, αυτό των υιοθετημένων παιδιών που ζουν χρόνια στην Αμερική και ξαφνικά απειλούνται με απέλαση. Ομολογώ ότι δεν γνώριζα την έκταση του προβλήματος, όπως και πολλοί άλλοι γύρω μου, και η ταινία το φέρνει θαρραλέα στο προσκήνιο.
Όπως και το θέμα του διαφυλετικού ζευγαριού.
Άλλη μια εικόνα την οποία πριν από λίγα χρόνια δεν βλέπαμε συχνά στο σινεμά και η οποία σε πολλές χώρες της Ευρώπης ίσως να μην κάνει αίσθηση πλέον. Δεν συμβαίνει το ίδιο στην Αμερική, ειδικά σε συγκεκριμένες πολιτείες. Και η ταινία θίγει έντονα το θέμα της ταυτότητας, το οποίο προσπαθεί να εξετάσει σε σχέση με την πατρίδα, τη γλώσσα, τη φυλή. κατά πόσο τα σύνορα γύρω μας είναι εμπόδιο και κατά πόσο διαμορφώνουν το ποιοι είμαστε και πώς συμπεριφερόμαστε. Ο «Μπλε Βάλτος» είναι πολιτική ταινία, άρα και βαθιά ανθρώπινη ταινία.