Εχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος αν πράγματι κάθε φορά που κάποιος έλεγε ένα ψέμα η μύτη του μεγάλωνε; Αυτή η εικόνα, που χάρη στον «Πινόκιο» έχει ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση με την έννοια του ψεύδους, θα έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις σήμερα, που η αναζήτηση της αλήθειας προσκρούει καθημερινά στη μαζική διασπορά λανθασμένων πληροφοριών στη δημόσια σφαίρα. Αρκεί να θυμηθούμε ένα περιστατικό που συνέβη το περασμένο φθινόπωρο στη Μεγάλη Βρετανία, όταν ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον δήλωσε ευθαρσώς σε συνέντευξή του ότι δεν έχει πει ούτε ένα ψέμα στην πολιτική του καριέρα. Ο άνθρωπος που στο παρελθόν έχει χάσει τουλάχιστον δύο φορές θέσεις ισχύος λόγω ψευδών ισχυρισμών, δεν έδειξε κανέναν ενδοιασμό να κάνει την παραπάνω δήλωση, γνωρίζοντας πως τα λόγια του είναι απολύτως αβάσιμα. Όπως δηλαδή θα έκανε και η ξύλινη μαριονέτα. Διόλου τυχαία, λίγες ώρες αργότερα, οι χρήστες των social media του κόλλησαν το παρατσούκλι «Πινόκιο».
Όμως, ο ήρωας που εμπνεύστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ιταλός συγγραφέας Κάρλο Κολόντι δεχόταν άμεσα τις οδυνηρές συνέπειες των ψεμάτων του, σε αντίθεση με τον (κάθε) Τζόνσον που δεν τον προδίδει η μύτη του... Καθώς, λοιπόν, η μοντέρνα κινηματογραφική βερσιόν του «Πινόκιο» κάνει πρεμιέρα στις οθόνες των θερινών, ανατρέχουμε στους λόγους για τους οποίους η ιστορία του Κολόντι εξακολουθεί να γοητεύει και να εμπνέει τους σκηνοθέτες του σινεμά, σχεδόν 140 χρόνια από την κυκλοφορία της.
Οι δύο όψεις του «Πινόκιο»
Το παραμύθι του Κολόντι αντανακλά τις κοινωνικές ανισότητες, τη διαφθορά και την απελπισία που έφερε η ραγδαία εκβιομηχάνισης της Ιταλίας τα πρώτα χρόνια μετά την ενοποίησή της. Διότι μπορεί ο «Πινόκιο» να είναι μια ιστορία συνυφασμένη με το ψέμα και τις βλαβερές επιπτώσεις του, αυτή όμως είναι μόνο μία πτυχή της ιστορίας. Χρησιμοποιώντας αιχμηρές μεταφορές και εύστοχους συμβολισμούς, ο συγγραφέας θέλησε να μεταφέρει στις σελίδες του παραμυθιού τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν χιλιάδες παιδιά στην Ιταλία, τα οποία ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν καθημερινά υπό άθλιες και εξουθενωτικές συνθήκες.
Επιπλέον, ο Κολόντι επιδίωξε να υποδείξει στους νεαρούς αναγνώστες του και μια διέξοδο, αυτή της εκπαίδευσης. Τους προέτρεψε να μη «μεταμορφωθούν» σε γαϊδούρια, όπως η άτακτη μαριονέτα στο βιβλίο, αλλά να φροντίσουν τους εαυτούς τους και να γίνουν «αληθινά παιδιά» που έχουν τη μόρφωση ως προτεραιότητα. Κι η αλήθεια είναι πως ο Κολόντι δεν μάσαγε τα λόγια του ως προς αυτό. Δεν είναι λίγες οι σκηνές που απεικονίζουν με γλαφυρή βία την τιμωρία των παιδιών που παρακούνε τις συμβουλές των ενηλίκων, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις ευτυχείς στιγμές που περιγράφονται με χαρακτηριστικό ποιητικό λυρισμό.
Σε αυτή την τελευταία διάσταση του παραμυθιού έδωσε όλη την έμφασή της η ωραιοποιημένη μεν, αριστουργηματική δε, μεταφορά σε κινούμενο σχέδιο της Ντίσνεϊ το 1940. Ο θρύλος θέλει μάλιστα τον ίδιο τον Γουόλτ Ντίσνεϊ να δηλώνει εξοργισμένος με τη βία του πρωτοτύπου και να απαιτεί να βρεθεί μια λύση που να την παρακάμπτει. Έτσι ο «Πινόκιο» που παρέδωσε το ιστορικό στούντιο επικεντρώνεται στην αξία της ειλικρίνειας και της αγαθότητας και όχι στις εφιαλτικές επιπτώσεις μιας «αταξίας». Χάρη στην ταινία της Ντίσνεϊ καθιερώθηκε και η εικόνα της μύτης του ξύλινου ήρωα που μεγαλώνει με κάθε ψέμα, η οποία είχε και τον ισχυρότερο αντίκτυπο στο κοινό. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό εύρημα που αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στο υποσυνείδητο, μιας και ο ήρωας προδίδεται από τον ίδιο του τον εαυτό, όντας την ίδια στιγμή υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αλήθεια. Έκτοτε, δεκάδες παραγωγές αποπειράθηκαν να αφηγηθούν εκ νέου το παραμύθι, καμία όμως δεν κατάφερε να συναγωνιστεί τη δημοφιλία και την επιρροή του εμβληματικού animation.
Μια ιταλική υπόθεση
Ο σύγχρονος «Πινόκιο» του Ματέο Γκαρόνε είναι η πιο φιλόδοξη διασκευή που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Ο σκηνοθέτης του «Γόμορρα» έχει ήδη δοκιμαστεί στα μεγάλης κλίμακας απαιτητικά γυρίσματα με το «Παραμύθι των Παραμυθιών» (2015), ένα άνισο μα μεγαλόπρεπο φιλμ, το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη του ενασχόληση με τον κόσμο της κλασικής ιταλικής λογοτεχνίας. Η περίπτωση του «Πινόκιο» αποτελεί κρίσιμο στοίχημα για κάθε Ιταλό καλλιτέχνη, με τον Γκαρόνε να παραδίδει μια εκδοχή που επιχειρεί να κρατήσει εξαιρετικά λεπτές ισορροπίες. Από τη μία τιμά τις προθέσεις του πρωτοτύπου, δίνοντας λιγότερη έμφαση στο ζήτημα του ψεύδους και περισσότερη στην απόπειρα της μαριονέττας να παλέψει την αδικία και να διεκδικήσει ανθρώπινη μορφή. Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης στρέφει την προσοχή του στην ανέχεια και στις ταξικές διαφορές που εξαρχής ενδιέφεραν τον Κολόντι. Σημειώστε εδώ πως ο συγγραφέας επίτηδες τοποθέτησε την ιστορία του στην ύπαιθρο και όχι σε κάστρα και επαύλεις που συνήθως πρωταγωνιστούσαν στην παιδική λογοτεχνία της περιόδου, ακριβώς ώστε να μπορέσουν να ταυτιστούν οι αναγνώστες που ζούσαν σε ένδεια.
Από την άλλη, ο Γκαρόνε προσεγγίζει το παραμύθι με ντισνεϊκή αθωότητα και γοτθική αισθητική, ώστε να προσελκύσει τόσο το ανήλικο όσο και τους ενήλικο κοινό. Για την αναπαράσταση των πλασμάτων, αλλά και του Πινόκιο, τον οποίο ενσαρκώνει ο μικρός Φεντερίκο Ιελάπι, ο Γκαρόνε προτίμησε ρεαλιστικό μακιγιάζ και «χειροποίητα» εφέ που προσδίδουν αληθοφάνεια στην τελική εικόνα. Κάτι τέτοιο πιθανότατα δεν θα ήταν τόσο επιτυχημένο δίχως τη δουλειά του δύο φορές οσκαρικού Μαρκ Κούλιερ («Ξενοδοχείο Grand Budapest», «Η Σιδηρά Κυρία»), ο οποίος ανέλαβε το εικαστικό κομμάτι της ταινίας.
Φυσικά, ξεχωρίζει στην παραγωγή το όνομα του Ρομπέρτο Μπενίνι, ο οποίος αντί να υποδυθεί το ξύλινο αγόρι όπως αδέξια συνέβη στον δικό του «Πινόκιο» (2002), τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα στο ρόλο του Τζεπέτο. Η επιλογή του αγαπημένου κωμικού δεν έγινε μόνο εξαιτίας της εμπλοκής του με τον κόσμο του Κολόντι, αλλά και επειδή παραμένει ένας από τους διασημότερους ηθοποιούς της Ιταλίας. Έτσι, ο συνδυασμός υψηλού κύρους παραγωγής και πρωταγωνιστή εξασφαλίζει τη μαζική απεύθυνση της ταινίας την οποία επιδίωξε συνειδητά ο Γκαρόνε, στην πιο εμπορική δουλειά του μέχρι σήμερα.
Μαριονέτα με ψυχή
Η επιδίωξη του Ιταλού σκηνοθέτη για μια mainstream διασκευή με καλλιτεχνικό πρόσημο τον δικαιώνει σε πρώτο επίπεδο, αλλά αφήνει μια χλιαρή αίσθηση στο τέλος, καθώς στο ενδιάμεσο οι προθέσεις της ταινίας μένουν μετέωρες, δίχως να αποσαφηνίζονται. Εύσημα, ωστόσο, αξίζει ο Γκαρόνε για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τα ηθικά ζητήματα του παραμυθιού. Η περιπέτεια του Πινόκιο αποδίδεται ως μια εναλλαγή κόλασης και παραδείσου, καθώς ο ήρωας πέφτει και ξανασηκώνεται αλλεπάλληλα με απώτερο σκοπό έναν ιδεατό αγαθό εαυτό. Γύρω από τον ήρωα, ο Ιταλός στήνει έναν κόσμο άτιμο, ο οποίος τον δελεάζει συνεχώς να επιλέξει την εύκολη «αμαρτωλή» οδό, με τη φωνή της λογικής να έρχεται αδύναμη από τα βάθη του υποσυνείδητου.
Εδώ, για να μπορέσει ο Πινόκιο να μην απογοητεύσει τους ανθρώπους που αγαπά, καλείται να εναρμονιστεί με τα ελαττώματα του σκοτεινού εαυτού του και να τα ξεπεράσει αναγνωρίζοντάς τα. Αφού, λοιπόν, τα κάνει κτήμα του, μπορεί να αποκτήσει πραγματική υπόσταση. Για τον Γκαρόνε, επομένως, το παραμύθι δεν αφορά μια συνηθισμένη μάχη του καλού ενάντια στο κακό, αλλά μια εσωτερική αναζήτηση που προϋποθέτει την αντιμετώπιση των χειρότερων πτυχών του εαυτού. Στην ταινία του, εξάλλου, ο Πινόκιο βιώνει αρκετές εν δυνάμει τραυματικές εμπειρίες οι οποίες σμιλεύουν καθοριστικά το χαρακτήρα του και τον ωθούν να πάρει δραστικές αποφάσεις, όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ο νέος «Πινόκιο» αντιμετωπίζει την ίδια τη ζωή ως μια ατέρμονη δοκιμασία, όπου ο πόνος συνυπάρχει με τη χαρά και η συντροφικότητα με τη μοναξιά, ενώ ο άνθρωπος αποτελεί το κλειδί για το τι θα επικρατήσει.
Πάντως, αυτή δεν θα είναι η τελευταία φορά που βλέπουμε το δημιούργημα του Τζεπέτο στη μεγάλη οθόνη. Ήδη βρίσκονται στα σκαριά δύο νέες μεταφορές, μία διά χειρός Γκιγιέρμο ντελ Τόρο για το Netflix και μία live action εκδοχή του Ρόμπερτ Ζεμέκις («Forrest Gump») για την Ντίσνεϊ. Ο οσκαρικός σκηνοθέτης της «Μορφής του Νερού» και του «Λαβύρινθου του Πάνα» σχεδιάζει μια stop-motion διασκευή, η οποία αναμένεται να αναδείξει τις πιο σκοτεινές διαστάσεις του «Πινόκιο». Συγκεκριμένα, ο Μεξικανός δημιουργός παραλλήλισε τον ξύλινο ήρωα με το τέρας του «Φράνκενσταϊν», εντοπίζοντας κοινά σημεία στις δύο ιστορίες που στην ουσία επιχειρούν να κατανοήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ίσως ο ντελ Τόρο μας κάνει να δούμε τη μαριονέττα με άλλο μάτι... Από την άλλη, ο Ζεμέκις αναλαμβάνει να «ζωντανέψει» το animation του '40, χωρίς όμως να είναι ακόμα γνωστό ποιοι ηθοποιοί θα συμμετέχουν. Το σίγουρο είναι πως οι παροτρύνσεις του Κολόντι για συνεχή μόρφωση εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, κι αυτό δεν είναι ψέμα...
Ποιος είναι ο Κάρλο Κολόντι;
Παρότι όλοι γνωρίζουν το όνομα της σκανταλιάρικης μαριονέτας, σαφώς λιγότεροι ξέρουν ποιος ήταν ο άνθρωπος που την εμπνεύστηκε. Ο γεννημένος στην Φλωρεντία το 1826 Κάρλο Κολόντι (πραγματικό όνομα Κάρλο Λορεντσίνι) υπήρξε εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής, βάζοντας την υπογραφή του σε δημοφιλείς θεατρικές παραστάσεις, εκδίδοντας εφημερίδες και κείμενα σχετικά με τις ένοπλες συγκρούσεις γύρω από την ιταλική ενοποίηση (1948-1971). Η περίοδος του Ριζορτζιμέντο υπήρξε καθοριστική για τον Κολόντι. Μάλιστα υπηρέτησε στο στρατό της Τοσκάνης δύο φορές, ενώ αφιερώθηκε στην παιδική λογοτεχνία όταν πια απογοητεύτηκε πλήρως από την ιταλική πολιτική πραγματικότητα.Η ανάγκη του για διαφυγή από τη ζοφερή καθημερινότητα τον ώθησε να γράψει παραμύθια και να αναπτύξει το προσωπικό ύφος του, με σήμα κατατεθέν τη χρήση των αλληγοριών και της ειρωνείας. Χωρίς να παραλείπει τις ανησυχίες του για την εθνική συμφιλίωση, ο Κολόντι ανάδειξε στο έργο του ως μείζονα αποστολή του ανθρώπου την τήρηση μιας ηθικής στάσης. Απόδειξη, οι «Περιπέτειες του Πινόκιο», το διασημότερο έργο του, το οποίο ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες (1881) σε περιοδικό παιδικής λογοτεχνίας και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ήδη πριν από τον αιφνίδιο θάνατο του δημιουργού του, το 1890.
Δείτε το τρέιλερ
Περισσότερες πληροφορίες
Πινόκιο
Ένας πάμφτωχος ξυλουργός κατασκευάζει τον Πινόκιο, μια μαριονέτα που παίρνει ζωή και ξεκινά μια μεγάλη περιπέτεια για να ανακαλύψει τον κόσμο και να γίνει ένα αληθινό αγόρι.