Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι έλεγε πως «στο σεξ και στο θάνατο η κάμερα πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω». Ήταν ένας δημιουργός που ερευνούσε σε βάθος την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά έστεκε με δέος μπροστά στα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως ακριβώς και οι πρωτοεμφανιζόμενοι Ταμάρα Κοτέφσκα και Λιούμπομιρ Στεφάνοφ, οι οποίοι αποδεικνύονται μετρ της «αόρατης» κάμερας.
Παρακολουθούν από απόσταση αναπνοής όλα όσα εξελίσσονται στην καθημερινότητα των ηρώων, οι οποίοι αγνοούν παντελώς την παρουσία του κινηματογραφικού συνεργείου, αποσπώντας από τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους «φέτες ζωής» γεμάτες ακατέργαστη, ωμή αλήθεια. Όταν όμως αυτή η πανταχού παρούσα κάμερα είναι έτοιμη να καταγράψει τη δραματικότερη (και συγκινητικότερη) στιγμή της ταινίας, αποτραβιέται σε ένα μακρινό, εξωτερικό πλάνο και αφήνει την πρωταγωνίστρια μόνη με τη βαθιά θλίψη της.
Βγαλμένη θαρρείς από ένα καλογραμμένο κοινωνικό δράμα, η Χατίτζε Μουράτοβα είναι η τελευταία μιας μακράς γενιάς μελισσοκόμων άγριου μελιού, η οποία ζει σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας με την ηλικιωμένη μητέρα της. Στωική, πεισματάρα και αναπόσπαστο κομμάτι μιας αφιλόξενης φύσης, τρυγάει το μέλι που παράγουν οι ελεύθερες μέλισσες των βουνών (μόνο το μισό, καθώς το υπόλοιπο πρέπει να μείνει ως τροφή των εντόμων) και το πουλά στα μακρινά Σκόπια.
Ταυτόχρονα φροντίζει την κατάκοιτη, μισότυφλη μητέρα της, με μόνη παρέα τη γάτα και το σκύλο της, ώσπου στο διπλανό οικόπεδο καταφθάνει ένα πρωινό το τροχόσπιτο μιας τούρκικης οικογένειας που θα αναστατώσει τον τόπο με πολύβουες μηχανές, επτά ανυπάκουα παιδιά, ένα κοπάδι αγελάδες και διάθεση για εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας για εύκολο πλουτισμό. Η μελισσοκομία θα αποδειχτεί γρήγορα μία από αυτές, με τις σύγχρονες μεθόδους τους να διαφέρουν εντελώς από εκείνες της Χατίτζε.
Το «Στη Γη του Άγριου Μελιού», με βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ του Σάντανς και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (ντοκιμαντέρ και διεθνούς ταινίας), εντυπωσιάζει με τη λιτότητα με την οποία καταγράφει διαχρονικές αλήθειες πάνω στη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την παράδοση και τις αξίες που αυτές του κληρονομούν. Η σκηνοθετική κομψότητά της είναι ολόφρεσκη, ανεπιτήδευτη, η τρυφερότητά της αφοπλιστική και ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας γυναίκας που αγωνίζεται να επιβιώσει σε ένα σκληρό περιβάλλον απρόσμενα συγκινητικός.
Ταυτόχρονα, χωρίς επεξηγηματική αφήγηση και παρεμβολή στα δρώμενα, η φαινομενολογική προσέγγιση των Κοτέφσκα και Στεφάνοφ παραμένει κοινωνικά προσανατολισμένη (ο ρόλος του πατέρα στον μοναχικό βίο της Χατίτζε), σχολιάζοντας με διακριτικό χιούμορ την προαιώνια σύγκρουση ανάμεσα στην αρμονική συμβίωση και την άπληστη εκμετάλλευση αλλά και το μελαγχολικό τέλος εποχής ενός ολόκληρου τρόπου ζωής.
Β. Μακεδονία. 2019. Διάρκεια: 89΄. Διανομή: CINOBO.
Περισσότερες πληροφορίες
Στη Γη του Άγριου Μελιού
Η Χατίτζε Μουράτοβα, τελευταία μιας γενιάς μελισσοκόμων άγριου μελιού, ζει σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας με την ηλικιωμένη μητέρα της. Η ήρεμη ζωή της όμως θα διαταραχτεί από την άφιξη μιας οικογένειας με θορυβώδεις μηχανές, επτά ανυπάκουα παιδιά, ένα μεγάλο κοπάδι αγελάδες και άπληστη διάθεση.