Ο Γερμανός σκηνοθέτης Βάιτ Χέλμερ, ο οποίος είχε κάνει αίσθηση με το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του «Tuvalu» (1999), επιστρέφει με το «Σουτιέν», μια τρυφερά λυρική ταινία παραδομένη σε μια γλυκόπικρη ατμόσφαιρα ονείρου. Το μυστικό της; Πως δεν έχει καθόλου διαλόγους.
Η μοναξιά είναι μια θεματική που θίγεται συχνά στις ταινίες σας, και εδώ όλοι οι χαρακτήρες είναι επηρεασμένοι από αυτήν. Τι σας ελκύει σε αυτό το συναίσθημα;
Χμ δε γνωρίζω ακριβώς… Το «Σουτιέν» το εμπνεύστηκα αφού είδα από κοντά μια μοναδική και παράξενη συνοικία στο Μπακού. Οι κάτοικοι την αποκαλούν «Σανγκάη» και τεράστια πετρελαιοφόρα τρένα τη διασχίζουν σε απόσταση αναπνοής από τα σπίτια. Για να μπορέσω να την εξερευνήσω στο πλαίσιο μιας ταινίας, επέλεξα να το κάνω με ήρωα έναν ξένο οποίος απλά περνά από εκεί. Ένας οδηγός τρένου μου φάνηκε η κατάλληλη επιλογή. Το επάγγελμά του είναι σύμφυτο με τη μοναξιά, και όταν διαπερνά με το τρένο τη στέπα στο μυαλό μου μοιάζει με καουμπόι. Αντί για άλογο όμως έχει ατμομηχανή.
Δουλεύετε για ακόμα μια φορά με δύο τρομερούς ηθοποιούς, τον Πέντραγκ Μανόλοβιτς και τον Ντενί Λαβάντ. Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στη μεταξύ σας συνεργασία;
Στην ταινία μου «Gate of Heaven» ο Πέντραγκ ενσάρκωνε έναν εγκληματία που εκμεταλλευόταν πρόσφυγες. Εδώ ερμηνεύει φέρνει στο βλέμμα του την ανόθευτη αθωότητα του οδηγού, που «ξεκλειδώνει» την εμπιστοσύνη των γυναικών που συναναστρέφεται. Από την άλλη, ο Λαβάν ήρθε στην παραγωγή την τελευταία στιγμή, γιατί αρχικά είχα γράψει το ρόλο του για τον Βέλγο ποπ σταρ Stromae, ο οποίος όμως τον αρνήθηκε. Τότε όμως είχα την ευκαιρία να μελετήσω ξανά το χαρακτήρα και να συνειδητοποιήσω πως στην πραγματικότητα μόνο ο Λαβάν θα μπορούσε να τον ενσαρκώσει.
Στο «Σουτιέν» πρωτοτυπείτε και επιλέγετε να μη χρησιμοποιήσετε διαλόγους, μια σπάνια και τολμηρή κίνηση στο σύγχρονο σινεμά. Πώς καταλήξατε σε αυτήν την απόφαση;
Από τις πρώτες μου μικρού μήκους ένιωθα την ανάγκη να κάνω μια ταινία χωρίς διαλόγους. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν πολλές ιστορίες που μπορούν να αφηγηθούν έτσι. Προσπάθησα επανειλημμένα χωρίς αποτέλεσμα. Όταν όμως είδα τι καταπληκτικές τοποθεσίες έχει το Μπακού, τόσο ζωντανές που μπορούν μόνες τους να διηγηθούν ιστορίες, εκστασιάστηκα. Έπειτα, εάν έχεις επιλέξει ηθοποιούς που έχουν το ταλέντο να δουλεύουν χωρίς διαλόγους, η δουλειά σου ως σκηνοθέτης δεν είναι και τόσο δύσκολη.
Αλήθεια, πώς ανακαλύψατε τα υπέροχα μέρη της ταινίας;
Ήταν το 2008 όταν γύριζα την ταινία «Παραλογιστάν» στο Αζερμπαϊτζάν, που επισκέφτηκα το περιτριγυρισμένο από ασύλληπτης ομορφιάς βουνά χωριό Κίναλικ (Khinaliq). Έκτοτε το μέρος είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και ήθελα να γυρίσω μια ταινία εκεί. Όταν σκαρφίστηκα λοιπόν την υπόθεση του «Σουτιέν», ήμουν σίγουρος πως αυτό ήταν το κατάλληλο μέρος για να γυριστεί.
Πιστεύετε πως η ταινία αναδύεται ένα ρομαντισμό ο οποίος πλέον έχει χαθεί;
Αυτό που έχω αντιληφθεί είναι πως η ταινία βρίσκει μια βαθιά επικοινωνία με το κοινό, περισσότερό από μια άλλη η οποία θα σου περιγράψει τη συμβαίνει με τα λόγια. Εάν αποδεχθείς την απουσία των διαλόγων, όμως, μπορείς να ανακαλύψεις μια σπάνια μαγεία. Το «Σουτιέν» δεν είναι μια ταινία για ποπ κορν, πρέπει να αφεθείς στις εικόνες και τις διαβάσεις.
Περισσότερες πληροφορίες
Το Σουτιέν
Ο Νουρλάν, μηχανοδηγός σε σιδηροδρομική εταιρεία, βρίσκει την τελευταία ημέρα προτού συνταξιοδοτηθεί ένα γαλάζιο σουτιέν καρφωμένο στο παρμπρίζ του τρένου. Κρατώντας το δαντελωτό εσώρουχο στο χέρι, ξεκινάει μια απίθανη προσπάθεια ανεύρεσης της Αζέρας «Σταχτοπούτας» στην οποία ανήκει.