Ο «Γάλλος Κεν Λόουτς» μάς μιλάει για το πολιτικό δράμα του «Σε Πόλεμο» με τον Βενσάν Λιντόν και τη συλλογική ανάγκη για μια οργισμένη αντίσταση.
Είστε αισιόδοξος για το αν μπορεί ο κινηματογράφος να αλλάξει τον κόσμο;
Ήμουν απαισιόδοξος, αλλά έδωσα πολλά λεφτά στον ψυχαναλυτή μου και έτσι τώρα είμαι υποχρεωτικά πιο αισιόδοξος… Σοβαρά όμως τώρα, τα βιβλία, τα τραγούδια ή οι ταινίες δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την πραγματικότητα, αλλά μπορούν νομίζω να φωτίσουν το δρόμο που βαδίζουμε. Είναι σαν να δυναμώνεις τα φώτα του αυτοκινήτου σου όταν οδηγείς νύχτα σε ένα χωματόδρομο. Σε βοηθάει να αποφύγεις κάποιο ατύχημα.
Η έντονα πολιτική ματιά σας και η σκηνοθετική τεχνική του «Σε Πόλεμο» φέρνει αναπόφευκτα στο νου τον Κεν Λόουτς. Πόσο κοντά στο σινεμά του νιώθετε;
Με αποκαλούν «Γάλλο Κεν Λόουτς», αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον «Νόμο της Αγοράς», την πρώτη πολιτική ταινία μου. Εκεί άρχισα να σκέφτομαι πάνω στη σχέση καθημερινών ανθρώπων και πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Μέχρι τότε δεν ένιωθα ικανός να ανοίξω αυτό το παράθυρο και να καταλάβω τη συγκεκριμένη, περίπλοκη εικόνα του κόσμου, η οποία άρχισε να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του ’80. Είναι η εποχή κατά την οποία η αγορά και οι πολυεθνικές αρχίζουν να αποκτούν διαρκώς αυξανόμενη δύναμη, ενώ οι νόμοι τούς υποστηρίζουν όλο και περισσότερο, εις βάρος βέβαια των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Τώρα πιστεύω πως μπορώ να παρατηρήσω αυτή την εικόνα και να την αναλύσω, χωρίς να έχω φυσικά τις απόλυτα σωστές απαντήσεις.
Αν και εξετάζει αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, ο «Νόμος της Αγοράς» έχει διαφορετικό σκηνοθετικό ύφος από το «Σε Πόλεμο».
Με τον «Νόμο…» ξεκίνησα να πειραματίζομαι πάνω στη σχέση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Το «Σε Πόλεμο» είναι ένα βήμα πιο κοντά στη ρεπορταζιακή καταγραφή, αλλά δεν παύει να είναι μυθοπλασία. Μόνο που το κάδρο είναι σινεμασκόπ και βλέπεις τον Βενσάν Λιντόν καταλαβαίνεις πως αυτό που παρακολουθείς είναι επινοημένο. Η ντοκιμαντερίστικη εικόνα έχει μεγάλη δύναμη, αλλά η μυθοπλασία σού δίνει τη δυνατότητα να δείξεις πράγματα, όπως η συζήτηση του προεδρικού διαμεσολαβητή με τα συνδικάτα και τον διευθύνοντα σύμβουλο του εργοστασίου, στα οποία ένα ντοκιμαντέρ δεν έχει πρόσβαση. Το θέμα είναι να σεβαστείς την αλήθεια αυτών των επινοημένων καταστάσεων και να μην τις εκβιάσεις για χάρη του «μηνύματος» ή του εντυπωσιασμού. Επίσης, η μυθοπλασία σού επιτρέπει να μετατρέψεις το τηλεοπτικό ρεπορτάζ σε κάτι βαθύτερο και αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε εδώ. Να δείξουμε τι προηγήθηκε του απεργιακού ξεσπάσματος, πώς κορυφώθηκε, ποια είναι η «εσωτερική» δυναμική του, πράγματα τα οποία υπάρχουν πίσω από τις κοινότοπες εικόνες των τηλεοπτικών ειδήσεων οι οποίες μας κατακλύζουν από παντού.
Η ταινία προσπαθεί να μην πάρει θέση, αλλά είναι σαφώς οργισμένη απέναντι στις πρακτικές των πολυεθνικών. Καυτηριάζει δε έντονα και την κυβερνητική ανοχή προς την ασυδοσία τους…
Το φιλμ ξεκινάει με το μότο του Μπρεχτ «αν πολεμήσεις μπορεί να χάσεις, αλλά αν δεν πολεμήσεις έχεις ήδη χάσει». Εκφράζει τέλεια νομίζω την ανάγκη να αγωνιστείς, να αντιδράσεις, να ακουστείς, όταν σε κακομεταχειρίζονται. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία η οποία θα νομιμοποιούσε αυτή την οργή, η οποία όταν οδηγεί σε βίαια ξεσπάσματα στιγματίζεται από τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης.
Ο Βενσάν Λιντόν, με τον οποίο είχατε συνεργαστεί απόλυτα πετυχημένα στο «Νόμο της Αγοράς», ήταν εδώ η προφανής πρωταγωνιστική επιλογή;
Βέβαια, αν και δεν έγραψα το σενάριο έχοντάς τον στο νου μου. Υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας, αν και ερχόμαστε από διαφορετικά backgrounds. Συνεννοούμαστε γρήγορα και με μεγάλη ακρίβεια στο πλατό, ίσως γιατί έχουμε παρόμοια άποψη για τον κόσμο, την ίδια πολιτική οργή και την ίδια κινηματογραφική ευαισθησία.
Δείτε το τρέιλερ του «Σε Πόλεμο»:
Περισσότερες πληροφορίες
Σε Πόλεμο
Όταν η ιδιοκτησία μιας πολυεθνικής επιχείρησης αποφασίζει, παρά τις αρχικές υποσχέσεις, να κλείσει ένα εργοστάσιό της και να απολύσει 1.100 εργαζόμενους, ο Λοράν αναλαμβάνει την ηγεσία του αγώνα των εργατών για ανατροπή της απόφασης.