Γιώργος Πανουσόπουλος: «Πρώτα “βλέπω” τις ταινίες και μετά τις γράφω»

Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη σημαντικών ταινιών όπως οι «Απέναντι» και η «Μανία» και μάθαμε τα πάντα για τη νέα του ηλιόλουστη κωμωδία «Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς δεν Ήξερε να Κλαίει».

Γιώργος Πανουσόπουλος: «Πρώτα “βλέπω” τις ταινίες και μετά τις γράφω»

Μπροστά και πίσω από το φακό του Γιώργου Πανουσόπουλου έχει περάσει όλος ο ελληνικός κινηματογράφος. Οι σταρ της Φίνος Φιλμς, ο Θόδωρος Αγγε­λόπουλος («Περιπέτειες με τους Forminx»), ο Νίκος Νικολαΐδης («Ευρυδίκη Β.Α. 2037»), ο Παντελής Βούλγαρης («Χάπι Ντέι»), ο Νίκος Περάκης («Λούφα και Παραλλαγή») και ακόμη δεκάδες ονόματα δημιουργών διάλεξαν τον Πανουσόπουλο ως διευθυντή φωτογραφίας.

Εκείνος όμως άφησε την υπογραφή του στο ελληνικό σινεμά και ως σκηνοθέτης, γυρίζοντας ταινίες με φρέσκια ματιά, γοητευτική εικόνα κι έντονο ερωτισμό. Η επιστροφή του στη δράση μάς έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την καριέρα του και τις προκλήσεις που θέτει η νέα του ταινία.

Γιώργος Πανουσόπουλος: «Πρώτα “βλέπω” τις ταινίες και μετά τις γράφω» - εικόνα 1

Επιστρέφετε στο σινεμά έπειτα από καιρό και μάλιστα με αποκλειστικά δικό σας σενάριο...
Το έγραψα σε ένα μήνα το 2012. Χρειάστηκαν όμως έξι χρόνια να ολοκληρώσω την ταινία γιατί είμαι πλέον στα γεράματα. Και να σας πω και κάτι; Εγώ, αν ήμουν στο Κέντρο Κινηματογράφου, δεν θα έδινα προτεραιότητα στην ταινία μου. Η δουλειά του είναι να επενδύει στο μέλλον του ελληνικού σινεμά.

«Οι ταινίες μου είναι διαφορετικές μεταξύ τους, όπως το «Μ’ Αγαπάς;» για παράδειγμα, το οποίο γύριζα ενώ έκανα παράλληλα διαφημιστικά. Αυτή παρεμπιπτόντως είναι η μόνη ταινία μου που μπορώ να παρακολουθήσω ευχάριστα. »

Πώς αποφασίσατε να επιλέξετε την κόρη σας για πρωταγωνίστρια;
Πίστευα απλώς ότι ταιριάζει στον συγκεκριμένο ρόλο. Ξέρετε πολλοί με κατηγορούν πως η ταινία μου δεν είναι αρκετά ερωτική. Ομολογώ πως έχουν δίκιο, αλλά πώς να ­γράψω μια αισθησιακή σκηνή με την κόρη μου;

Οι χαρακτήρες του «Σ’ Αυτή τη Χώρα...» μοιάζουν παραδομένοι σε μια ευχάριστη ουτοπία, όπου δεν αντιμετωπίζουν κάποιο επί της ουσίας πρόβλημα.
Γι’ αυτό πήγα να γυρίσω την ταινία στην Ικαρία. Οι κάτοικοί της θαρρείς κι έχουν βγει από αυτό το σενάριο. Εκτός από τους πέντε ηθοποιούς, οι υπόλοιποι που χρησιμοποιήθηκαν είναι ντόπιοι. Πρόκειται πράγματι για μια ουτοπία, αλλά αξίζει να την κυνηγήσεις κάνοντας ταινίες.

Πιστεύετε δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη και το αλληγορικό τέλος της υπόθεσης, πως όχι μόνο μια κοινότητα αλλά και μια χώρα μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που βλέπουμε στην ταινία;
Αυτό προτείνω εγώ, δεν είναι κάτι δεσμευτικό. Αλλά μόνο οικονομικά είναι τα προβλήματά μας; Υπάρχουν τόσα πολλά και ούτε μία ευφάνταστη πρόταση για να λυθούν.

Γιώργος Πανουσόπουλος: «Πρώτα “βλέπω” τις ταινίες και μετά τις γράφω» - εικόνα 2

Το αφηγηματικό σας ύφος θυμίζει το αμερικάνικο σινεμά, χαρακτηρίζεται όμως από μια βαθιά ελληνικότητα...
Αυτό πίστευε και ο Νίκος Νικολαΐδης, αν κι εγώ διαφωνούσα. Με τον Νίκο έχω κάνει το «Ευρυδίκη Β.Α. 2037», που πιστεύω είναι η καλύτερη δουλειά μου. Ένας λόγος ήταν πως ήξερε τα πάντα για το σινεμά. Γνώριζε ακριβώς τι φακός χρειαζόταν για να γυριστεί ένα πλάνο, τι έπρεπε να χρησιμοποιήσει όταν, για παράδειγμα, ήθελε κάτι φλου... Όταν προετοίμαζα τη «Μανία», μου έλεγε να επιλέξω μια Αμερικανίδα για πρωταγωνίστρια. Στην αρχή ήμουν αρνητικός, αλλά μετά σκέφτηκα γιατί να μην έπαιζε κάποια σαν την Τζέιν Φόντα;

Θα μπορούσατε να είχατε ­δουλέψει στο εξωτερικό;
Μου το είχαν προτείνει, αλλά δεν έτυχε. Επικοινωνούσα με έναν βραβευμένο με Emmy παραγωγό στις ΗΠΑ, ο οποίος αφού είδε τις ταινίες μου δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν φεύγω από την Ελλάδα. Μου πρότεινε μάλιστα να κάνω ένα αγγλόφωνο ριμέικ της «Ελεύθερης Κατάδυσης» στη Λουιζιάνα. Του απάντησα ότι εκεί έχει πολλά κουνούπια, αλλά θα έρθω. [γέλια] Αυτό βέβαια δεν έγινε τελικά. Το 1976 ταξίδεψα στις ΗΠΑ για ακόμη ένα σχέδιο που έμεινε ανολοκλήρωτο. Έψαχνα την Μπάρμπαρα Χάρις ή την Τζίνα Ρόουλαντς. Η πρώτη είχε τότε γυρίσματα με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και, για να βρω τη Ρόουλαντς, απευθύνθηκα στον Τζον Κασσαβέτη, ο οποίος με έδιωξε. Τον είχαν πρήξει τον άνθρωπο. Όλοι οι Έλληνες κινηματογραφιστές πήγαιναν κατευθείαν σε εκείνον.

«Ξέρετε πολλοί με κατηγορούν πως η ταινία μου δεν είναι αρκετά ερωτική. Ομολογώ πως έχουν δίκιο, αλλά πώς να ­γράψω μια αισθησιακή σκηνή με την κόρη μου;»

Πάντως ήσασταν ένας από τους λίγους που τους δόθηκε η ευκαιρία να φύγουν, όπως και στον Νίκο Νικολαΐδη.
Πράγματι, ο Νικολαΐδης μάλιστα είχε και μια περιπέτεια με τον Λι Μάρβιν. Του είχε δώσει ένα σενάριο, το οποίο ο ηθοποιός διάβασε εν πτήσει από τη Σουηδία στον Καναδά, και όταν προσγειώθηκε τον πήρε αμέσως τηλέφωνο, θέλοντας να τον γνωρίσει. Ο Νικολαΐδης όμως δεν πήγε...

Στη νέα σας ταινία συμπρωταγωνιστεί η κόρη σας Μαργαρίτα με τον Μπάμπη Χατζηδάκη. Έχει υπάρξει φορά που συνειδητοποιήσατε πως δεν πέτυχε πλήρως το κάστινγκ;
Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο καστ. Ο αδερφός μου πολλές φορές με κατηγορεί ότι δεν είμαι καλός σκηνοθέτης γιατί με παρασύρουν οι ηθοποιοί. Η πρώτη μου ταινία, το «Ταξείδι του Μέλιτος», είναι ενδεικτική. Ήθελα να γυρίσω μια μαύρη κωμωδία και βγήκε κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι ηθοποιοί, κατά κάποιον τρόπο, κάνουν ό,τι θέλουν.

Άρα στο σετ δεν είστε δικτάτορας...
Όχι, εν αντιθέσει με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είχε τον έλεγχο και της παραμικρής κίνησης των ηθοποιών του.

Γιώργος Πανουσόπουλος
Υπάρχουν νέοι Έλληνες σκηνοθέτες τους οποίους παρακολουθείτε;
Μου αρέσει πολύ ο Ντένης Ηλιάδης. Όπως επίσης ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Πάνος Κούτρας. Η «Στρέλλα» είναι μια εκπληκτική και τολμηρή ταινία! Αλλά και ο «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου. Μάλιστα με τον διευθυντή φωτογραφίας του, τον Θύμιο Μπακατάκη, είχαμε συνεργαστεί σε μια διαφήμιση. Ξαφνιάστηκα όταν συνειδητοποίησα ότι σκεφτόμασταν τα πλάνα με τους ίδιους­ φακούς. Αναρωτήθηκα πού τον βρήκαμε τούτον;

Στην καριέρα σας έχετε βρεθεί σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Μπορείτε ακόμη να απολαύσετε μια ταινία ως θεατής;
Φυσικά! Για παράδειγμα βλέποντας τη «Θηλιά», η οποία έχει γυριστεί με μονοπλάνα, προσπαθούσα να εντοπίσω πού έχουν γίνει τα cut. Χρειάστηκαν τελικά τρεις προβολές για να το καταφέρω. Το αστείο είναι ότι ο Χίτσκοκ δεν τη θεώρησε επιτυχημένη ταινία.

Κι εσείς όμως στο παρελθόν ­έχετε σχολιάσει μετριάζοντάς τις παλιότερες εξαιρετικές ταινίες σας όπως οι «Απέναντι» και η «Μανία».
Ναι, επειδή καμία από τις δύο δεν είχε γραμμένο φινάλε. Το τέλος και στις δύο περιπτώσεις προέκυψε καθ’ οδόν. Εμένα η δουλειά μου είναι η κάμερα και πάντα ήμουν ο οπερατέρ των ταινιών μου, εκτός από την τελευταία. Πρώτα «βλέπω» τις ταινίες και μετά τις γράφω.

Πώς προέκυψε όμως το σκηνοθετικό σας στιλ;
Δεν σπούδασα σινεμά. Άρα έκανα τις ταινίες που άρεσαν πρώτα σε εμένα. Δεν υπολόγιζα το κοινό, σε αντίθεση με τον Νίκο Περάκη, ο οποίος το γνώριζε πάρα πολύ καλά. Μάλιστα πήγαινε σε απογευματινές προβολές στο σινεμά για να δει τις αντιδράσεις και να καταλάβει τι αρέσει στον κόσμο. Οι ταινίες μου είναι διαφορετικές μεταξύ τους, όπως το «Μ’ Αγαπάς;» για παράδειγμα, το οποίο γύριζα ενώ έκανα παράλληλα διαφημιστικά. Αυτή παρεμπιπτόντως είναι η μόνη ταινία μου που μπορώ να παρακολουθήσω ευχάριστα. Αυτή ήταν μία από τις λίγες ελληνικές ταινίες που διαχειρίστηκε με ικανότητα τον ερωτισμό. Όταν κυκλοφόρησε το «Μ’ Αγαπάς;» πάντως εμένα με κατηγορούσαν ότι κάνω πορνό.

Ναι, αλλά αυτή η ταινία έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ Βενετίας.
Κι εκεί τα ίδια μου έλεγαν!

Γιώργος Πανουσόπουλος: «Πρώτα “βλέπω” τις ταινίες και μετά τις γράφω» - εικόνα 4

Η μουσική επίσης παίζει μεγάλο ρόλο στις ταινίες σας. Πρέπει να αισθάνεστε τυχερός που δουλέψατε με τον Χατζιδάκι, έτσι δεν είναι;
Έχω πει στο παρελθόν ότι εγώ φτιάχνω την ταινία κι έπειτα ο μουσικός βάζει αέρα στα πανιά για να ταξιδέψει. Ο Χατζιδάκις έκανε ακριβώς αυτό το πράγμα. Όταν γύριζα το «Ταξείδι του Μέλιτος», είχα μια μουβιόλα στο σπίτι κι έκανα μόνος μου το μοντάζ. Τον φώναξα λοιπόν για να δει εκεί την ταινία μου. Καθώς την έβλεπε, συμφώνησε να γράψει τη μουσική κι αιφνιδίως σηκώθηκε κι έφυγε. Είχα μείνει άναυδος. Μέσα σε ένα βράδυ έγραψε και ηχογράφησε όλη τη μουσική της ταινίας χωρίς παρτιτούρες. Δούλευε επιτόπου, παράλληλα με τα πλάνα της ταινίας. Έμοιαζε με ένα παιδί που παίζει.

Υπάρχει κάποιο σενάριο το οποίο δεν έχετε γυρίσει;
Ναι, έχω γράψει ένα για τη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη. Έκανα ενδελεχή έρευνα και με τη βοήθεια του γιου του, του Στέλιου. Οι ταινίες εποχής όμως είναι πολύ ακριβές στην Ελλάδα. Με συγκινεί πολύ επίσης η προσωπικότητα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη...

Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας:

Περισσότερες πληροφορίες

Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς δεν Ήξερε να Κλαίει

1,5
  • Κωμωδία
  • 2018
  • Διάρκεια: 90 '
  • Γιώργος Πανουσόπουλος

Ένας Γάλλος ευρωβουλευτής και μια Ελληνίδα οικονομολόγος καταφθάνουν στο ειδυλλιακό αιγαιοπελαγίτικο νησί Αρμενάκι, όπου έρχονται αντιμέτωποι με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής που δεν θα τους αφήσει ανεπηρέαστους.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Αγγελική Παπούλια πώς βρέθηκες στη Σλοβενία για τον "Τελευταίο Ήρωα";

Η καταξιωμένη Ελληνίδα ηθοποιός μιλά στο "α" για τη συμμετοχή της στη σπιρτόζικη δραμεντί όπου υποδύεται μια εκπρόσωπο πολυεθνικής που αναστατώνει μια μικρή φτωχή κοινωνία.

ΓΡΑΦΕΙ: ΓΙΑΝΝΗς ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟς
25/04/2024

Επαγγελματίας Υπνοβάτης

Ενδιαφέρουσα ιδέα που μένει απλά υποσχόμενη, μιας και υλοποιείται με σεναριακή χοντροκοπιά, ερμηνευτική ανεπάρκεια και αφηγηματική προχειρότητα.

Μην Ανοίγεις την Πόρτα

Η πρώτη ταινία των Unboxholics είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά ελάχιστο ψαχνό. Δραματικά ισχνό και σκηνοθετημένο μονότονα, κορυφώνεται χωρίς την παραμικρή έκπληξη.

Οι Αντίπαλοι

Σεναριακό υπόδειγμα αθλητικού (μελο)δράματος πάνω στις απρόβλεπτες διαδρομές των ανθρώπινων επιθυμιών. "Χορογραφημένο" με ερωτική ένταση και σκηνοθετημένο με φλασάτη, βιντεοκλιπίστικη αυταρέσκεια.

Ζωντανό Πνεύμα

Δύο κόσμοι και τρεις γενιές συγκρούονται σε ένα δράμα ενηλικίωσης με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, κωμωδίας και θρίλερ, το οποίο, όμως, ασθμαίνει για να βρει την ιδανική ισορροπία.

Ο Τελευταίος Ήρωας

Κουστουριτσική, ξέφρενη και βιτριολική σάτιρα, η οποία βγαίνει απ’ τα νερά της όταν προσπαθεί, αδίκως, να σοβαρευτεί και να περάσει "μηνύματα".

Σούπερ Μάγκι

Σίκουελ ενός διεκπεραιωτικά στημένου αυστραλέζικου animation, το οποίο καταγγέλλει απλοϊκά τους κινδύνους της υπνωτιστικά γοητευτικής νέας εικονικής πραγματικότητας.