Ο Γερμανός με τούρκικη καταγωγή σκηνοθέτης υπογράφει ένα αιχμηρό κι επίκαιρο δράμα που απέσπασε Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας και βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών χάρη στην Νταϊάν Κρούγκερ, η οποία παραδίδει ένα μοναδικό, συγκλονιστικό σόλο στην οθόνη.
Μετά την πιο παραγωγική κι επιτυχημένη πενταετία της καριέρας του, κατά την οποία παρέδωσε δύο μικρά αριστουργήματα («Μαζί Ποτέ», 2004 / «Η Άκρη του Ουρανού», 2007) και το feelgood «Soul Kitchen» (2009) με πρωταγωνιστή τον Αδάμ Μπουσδούκο, ο Φατίχ Ακίν έβαλε το μεγαλύτερο και πλέον φιλόδοξο κινηματογραφικό του στοίχημα... Όμως στη «Μαχαιριά» (2014), το ιστορικό έπος για την οδύσσεια ενός άντρα, που ξεκινάει από τη γενοκτονία των Αρμενίων για να φτάσει στην Αβάνα, ο Ακίν βρέθηκε έξω από τα νερά του και αναγκάστηκε να επανεξετάσει και να επανεφεύρει το σινεμά του. Τα κατάφερε αρχικά με το χαμηλών τόνων, τρυφερό road movie «Βερολίνο, Αντίο» (2016) και ακόμη περισσότερο φέτος με το πολυβραβευμένο «Μαζί ή Τίποτα», το οποίο τον τοποθετεί και πάλι στην πρώτη κλάση του ευρωπαϊκού σινεμά.
Γέφυρα μεταξύ πολιτισμών
Το σινεμά του Φατίχ Ακίν ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή χάρη στη μοναδική του ικανότητα να καταγράφει την καθημερινότητα των μεταναστών δεύτερης γενιάς στη Γερμανία ως βασικό συστατικό μιας πολυπολιτισμικής ευρωπαϊκής χώρας, και όχι ως μια απομονωμένη, γκετοποιημένη κοινότητα που ζει ανεπηρέαστη από τα όσα συμβαίνουν γύρω της. Γόνος Τούρκων μεταναστών στο Αμβούργο, ο Φατίχ Ακίν έδωσε με την κάμερά του φωνή σε μια κατηγορία ανθρώπων που ισορροπούσε μεταξύ δύο πολιτισμών, δημιουργώντας μια «εθνική» ταυτότητα νέας κοπής, διττών γλωσσικών, καλλιτεχνικών, θρησκευτικών και ιστορικών αναφορών. Και ο ίδιος, και οι πρωταγωνιστές του ανήκουν ταυτόχρονα παντού και πουθενά. Ο Ακίν συχνά αντλεί έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες, επινοεί ήρωες, ή πιο σωστά αντιήρωες, οι οποίοι ζουν σε έναν ξεχωριστό κόσμο, χωρίς περιοριστικούς ηθικούς κανόνες, όπου απελευθερώνουν τα έντονα συναισθήματά τους.
Θυμηθείτε μόνο τον παράφορα αυτοκαταστροφικό έρωτα του Καχίτ (Μπιρόλ Ουνέλ) και της Σιμπέλ (Σιμπέλ Κεκιλί) στο «Μαζί Ποτέ». Κάπως έτσι δημιουργεί μια παράλληλη αληθοφανή σινε-πραγματικότητα, που ξεπερνά εθνικούς ή πολιτισμικούς φραγμούς, με τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε αυτή να δημιουργούν αληθινές, πέρα από τις συμβάσεις, σχέσεις. Δεν πρόκειται για μικρές κοιτίδες πολυπολιτισμικής ουτοπίας, αλλά για ένα νοητό πεδίο όπου οι άνθρωποι ζουν και παίρνουν ελεύθεροι τις αποφάσεις τους. Ας μην ξεχνάμε ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από τις ταινίες. Και ο Φατίχ Ακίν το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Εξάλλου, γι’ αυτό στρέφει στη νέα του ταινία την κάμερα στο ηλεκτρισμένο Αμβούργο του σήμερα, όπου το μίσος βρίσκει ξανά χώρο.
Αποδοχή ή αντίδραση
Η ταινία που «έκλεψε» τη Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας από το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Τετράγωνο» (Ρούμπεν Έστλουντ) είναι με διαφορά εκείνη με τις περισσότερες πολιτικές αποχρώσεις στη φιλμογραφία του Φατίχ Ακίν, είτε αυτά αφορούν τον αγώνα των Κούρδων («Η Άκρη του Ουρανού») είτε τη γενοκτονία των Αρμενίων («Η Μαχαιριά»). Στο «Μαζί ή Τίποτα», ωστόσο, ανοίγει άλλο ένα καυτό πολιτικό κεφάλαιο, μιλώντας ανοιχτά για την άνοδο της γερμανικής ακροδεξιάς και τη ζοφερή αναβίωση του ναζισμού, η οποία έχει προκαλέσει ένα μπαράζ δολοφονικών επιθέσεων τα τελευταία χρόνια με θύματα κυρίως μετανάστες. Έχοντας στον πυρήνα της αφήγησής του ένα τέτοιο γεγονός, στήνει ένα γεμάτο ένταση δράμα με ηρωίδα μια οργισμένη Γερμανίδα που ζητά δικαιοσύνη.
Την ενσαρκώνει η –γνωστή σε εμάς ως Ωραία Ελένη– Νταϊάν Κρούγκερ («Τροία», «Άδωξοι Μπάσταρδη»), η οποία υποδύεται για πρώτη φορά στην καριέρα της γερμανόφωνο ρόλο. Στη βραβευμένη στις Κάνες ερμηνεία της δίνει φωνή στην Κάτια, σύζυγο του κουρδικής καταγωγής Νούρι (Νουμάν Ατζάρ), η οποία εν μια νυκτί «χάνει» άντρα και γιο σε τρομοκρατική επίθεση. Η πορεία των ερευνών δείχνει εμπλοκή νεοναζιστών οι οποίοι συνδέονται με αντίστοιχους κύκλους στην Ελλάδα – μάλιστα τον μεταξύ τους σύνδεσμο υποδύεται ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης («Σπιρτόκουτο», «Το Μικρό Ψάρι»). Η ταινία έχει ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το ευαίσθητο θέμα της εκδίκησης και της αυτοδικίας... «Άρχισα να κάνω έρευνα σχετικά με την έννοια της εκδίκησης. Υπάρχει πραγματικά; Η πρωταγωνίστρια έχει το δικό της ηθικό κώδικα, το δικό της ορισμό για τη δικαιοσύνη.
Με αυτήν την έννοια η Κάτια συμβολίζει κάτι αδρανές μέσα σε όλους μας, κάτι που πρέπει πάντα να παραμένει αδρανές», λέει ο ίδιος πυροδοτώντας νέες αντιδράσεις... Μήπως η καινούργια του ταινία τον έχει βάλει στο στόχαστρο των Γερμανών νεοναζί; «Στα φιλμ μου δεν μπορώ να πω ψέματα ή να δειλιάσω. Λέω μόνο την αλήθεια. Μπορεί να δεχτώ επίθεση γι’ αυτό, αλλά δεν δίνω δεκάρα. Πάντα αξίζει να επιλέγεις αυτό που πιστεύεις».
Περισσότερες πληροφορίες
Μαζί ή Τίποτα
Η ζωή της Κάτια καταρρέει όταν ο κουρδικής καταγωγής άντρας και ο μικρός γιος της σκοτώνονται σε βομβιστική επίθεση. Προσπαθώντας να συνέλθει, θα βρεθεί μάρτυρας στη δίκη δύο υπόπτων νεοναζί, για τους οποίους όμως δεν υπάρχουν ατράνταχτα ενοχοποιητικά στοιχεία.