Αφίσες ταινιών, διαφημίσεις, συνθήματα υπέρ της επιστροφής στις αίθουσες. Οι διοργανωτές κάνουν τα πάντα για να επαναφέρουν τη λάμψη και τη μαγεία των παρελθόντων ετών σε μια ηλιόλουστη, αλλά μουδιασμένη Κρουαζέτ, ντυμένη με το πιο επίσημο ένδυμά της. Η διαδικασία του ελέγχου των πιστοποιητικών εμβολιασμού και οι ουρές έξω από τα κέντρα διενέργειας rapid test, όμως, χαλάνε είναι αλήθεια το γιορτινό κλίμα, ενώ η σαφώς μικρότερη προσέλευση επισκεπτών έχει κάνει την πολύβουη, πυρετώδη ατμόσφαιρα μέσα κι έξω από τις αίθουσες του φεστιβάλ αμήχανη και πιο εσωστρεφή. Η ελληνική αποστολή για παράδειγμα, η οποία κάθε χρόνο συνολικά ξεπερνούσε κατά πολύ τους 50 διαπιστευμένους, ζήτημα είναι αν φέτος αγγίζει τα οκτώ με δέκα άτομα. Η μεγάλη οθόνη μιλάει έτσι κι αλλιώς τελευταία, δίνοντας τον πρώτο λόγο στο κόκκινο χαλί, το οποίο τίμησαν την Τρίτη το βράδυ τα μέλη της κριτικής επιτροπής, οι συντελεστές της «Ανέτ» και διάσμοι καλεσμένοι της επίσημης τελετής έναρξης.
Η αυλαία του 74ου φεστιβάλ των Κανών σηκώθηκε με ένα ωριαίο σόου στο οποίο ξεχώρισε η παρουσία του ντυμένου πατόκορφα στα μοβ Σπάικ Λι, προέδρου της εννιαμελούς επιτροπής που θα απονείμει το Σάββατο 17/7 τα βραβεία, η απονομή του ειδικού Χρυσού Φοίνικα από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ στην ομιλούσα άπταιστα τη γαλλική Τζόντι Φόστερ και η κήρυξη της έναρξης της διοργάνωσης του 2021, μετά από ένα χρόνο πανδημικής σιωπής, από το δημιουργό των κορεάτικων «Παρασίτων» (Φοίνικας του 2019) Μπονγκ Τζουν-χο. Ακολούθησε η προβολή του διάρκειας 140 λεπτών «Ανέτ» του Λεός Καράξ, του οποίο το «Holly Motors» είχε αναστατώσει τις Κάνες πριν εννιά χρόνια.
Ανάλογο διχασμό θα επιφέρει και το φιλόδοξο εναλλακτικό μιούζικαλ του σκηνοθέτη των «Εραστών της Γέφυρας», το σενάριο, τη μουσική και τα τραγούδια του οποίου συνυπογράφουν οι Sparks, κατά κόσμο αδελφοί Ρον & Ράσελ Μάελ. Τολμηρός εικονοκλάστης, ο Καράξ ξεκινάει από μια απλή, μελοδραματική και αφηγημένη αποστασιοποιημένα ιστορία και δημιουργεί ένα παραμυθένιο σύμπαν ρομαντικών παθών. Στο κέντρο του δυο πετυχημένοι καλλιτέχνες, ένας αντισυμβατικός stand-up κωμικός (Άνταμ Ντράιβερ) και μια σοπράνο (Μαριόν Κοτιγιάρ), ζουν έναν παθιασμένο έρωτα, αποκτούν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, την Ανέτ, αλλά η σχέση τους αρχίζει να καταρρέει όταν η καριέρα του πρώτου παίρνει την κάτω βόλτα.
Η εισαγωγή στην τραγική περιπέτειά τους γίνεται με έναν απολαυστικά μοντέρνο τρόπο – οι συντελεστές της ταινίας τραγουδούν «So may we start» βγαίνοντας από το στούντιο ηχογράφησης στους δρόμους του Λος Άντζελες, ψεύτικα ντεκόρ, τραγουδιστοί διάλογοι, σαρκαστικό χιούμορ και ένα μωρό σαν... ξύλινο πιθηκάκι ζωντανεύουν μια εξωτική πραγματικότητα, ενώ το αρχετυπικά μελοδραματικό love story παραπέμπει άμεσα σε «Κάρμεν», «Μαντάμ Μπατερφλάι» και «Τραβιάτα». Οι Sparks περνούν με άνεση από πολλά μουσικά είδη, αλλά οι οπερατικές διαθέσεις κυριαρχούν, με τον Καράξ να στήνει μερικές αξιομνημόνευτες σεκάνς, όχι όμως και μια πετυχημένη συνολικά ταινία. Οι οπτικές ιδέες του εξαντλούνται σχετικά γρήγορα, πολλές δραματουργικές και διηγηματικές επιλογές μένουν αδικαίωτες, οι χαρακτήρες είναι ηθελημένα (αλλά όχι λειτουργικά) σχηματικοί και το φινάλε έρχεται απότομα, χωρίς την αναγκαία κλιμάκωση.
Ο Άνταμ Ντράιβερ προσπαθεί φιλότιμα σε ένα ρόλο χωρίς μεγάλες δυνατότητες, εκεί που η ταινία πάει να σε χάσει εντελώς σε ξαναρπάζει από το γιακά, για να σ' αφήσει στην επόμενη σκηνή, μα το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της άνισα γοητευτικής παραξενιάς είναι ο ελάχιστα παθιασμένος τρόπος με τον οποίο μιλάει για μια ιστορία ρομαντικού και τραγικού έρωτα. Η σύγκριση με το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» για παράδειγμα, ένα άλλο μοντέρνα αποδομητικό μιούζικαλ, είναι απογοητευτική. Ενώ τα παθήματα της Σέλμα γεμίζουν τα μάτια σου με δάκρυα, παρακολουθείς εκείνα του Χένρι και της Αν από απόσταση. Περίεργος κι αφοσιωμένος, περισσότερο όμως συγκαταβατικός παρά συγκινημένος.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για την πραγματοποίηση του ταξιδιού.