Το ημερολόγιο έγραφε 23 Ιουλίου 2019 όταν η απώλεια του Σταύρου Τσιώλη σκόρπισε στεναχώρια στους πολυάριθμους φίλους των ταινιών του σκηνοθέτη αλλά και σε όλο το ελληνικό σινεμά. Η είδηση του θανάτου ήρθε λίγους μόλις μήνες μετά την πρεμιέρα του κύκνειου άσματος, όπως αποδείχθηκε, του δημιουργού με τίτλο «Γυναίκες που Περάσατε από Δω», ένας ύστατος σινε-αποχαιρετισμός του πιο ρομαντικού Έλληνα σκηνοθέτη.
Η παραγωγής Faliro House ταινία, όμως, δεν ήταν το μόνο που άφησε πίσω του ο Τσιώλης. Μετά από παρότρυνση του διευθυντή της εταιρίας Χρήστου Β. Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχε παρασυρθεί από τις ιστορίες του Τσιώλη ως παιδί στην Κατοχή, ο δημιουργός ξεκίνησε τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του τα οποία πήραν μορφή στο βιβλίο «Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες: 1941-1945 σκόρπιες μαρτυρίες παιδιού από την Κατοχή». Είναι, ωστόσο, η πρώτη εκδοτική απόπειρα της Faliro House μια βιογραφία του σκηνοθέτη; Σύμφωνα με τον ίδιο... όχι!
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο: «Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μυθιστόρημα; Είναι νουβέλα; Είναι διηγήματα; Είναι μια ιστορική διατριβή επιστήμονα; Τίποτα δεν είναι! Κάποια παιδικά αφηγήματα είναι. Μπορεί να έχουν και χρονολογικά λάθη, λάθος τοπωνυμίες, αλλά είναι αληθινά! Δεν υπάρχει πια κανένας φίλος μου να βεβαιώσει κάτι διαφορετικό. Είμαι δικαιωμένος!». Το γνώριμο παιχνιδιάρικο ύφος του Τσιώλη, ισόποσα αθώο, αστείο και αιφνιδιαστικά βίαιο ανά στιγμές, διατρέχει την προφανώς αυτοαναφορική αφήγηση η οποία ξεκινά από την Τρίπολη του 1941, όταν ο συγγραφέας ήταν τεσσάρων.
Η αφετηρία είναι συνυφασμένη με την πείνα και τις δυσβάσταχτες δυσκολίες που συναντούσε η μητέρα του για να τον θρέψει. Παράλληλα, σκιαγραφούνται οι καινοφανείς σχέσεις εξουσίας που έφερε στην πόλη η παρουσία των ναζί. Το κρυφτό με τις περιπολίες, οι εκδικητικές εκτελέσεις ανταρτών και όσοι «ξαφνικά» πλούτισαν μες τον πόλεμο, συνωστίζονται στις σελίδες και στα δωμάτια του σπιτιού του Τσιώλη. Εκείνος, παιδί ακόμα, παρατηρεί σιωπηλά μα με το μυαλό του να «τρέχει» καταγράφοντας τα πάντα, έστω παραδεχόμενος πως μπορεί να κάνει και λάθη...
Εκείνο που απουσιάζει, πάντως, είναι διάθεση για ωραιοποιήσεις του παρελθόντος. Δε θα μπορούσε, βέβαια, να συμβεί και διαφορετικά, αφού τη μερίδα του λέοντος απολαμβάνουν οι εξιστορήσεις γύρω από τις βασανιστικές κακουχίες και την αγωνία για την τύχη φίλων, συγγενών, γειτόνων. Από την άλλη, μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς το αποτύπωμα που η εμπειρία της επαρχίας, αργότερα αναπόσπαστο συστατικό των ταινιών του Τσιώλη, ήδη έχει αφήσει στο θυμικό του. Η ανόθευτη ομορφιά του φυσικού τοπίου, η ανέμελη διάθεση και οι εγγενείς ιδιαιτερότητες των ανθρωπίνων σχέσεων, αναβλύζουν από τις αναμνήσεις του συγγραφέα. Όπως φυσικά και η διάθεση για έρωτα, με τα πρώτα σκιρτήματα να εκδηλώνεται σε μία από τις ομορφότερες ενότητες του βιβλίου, την οποία καλύτερα να μην προδώσει αυτό το κείμενο.
Το «Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες» διαβάζεται μονοκοπανιά χάρη στο απολαυστικό και ανεπιτήδευτο γράψιμο του Τσιώλη, έτσι είναι πραγματικά κρίμα που οι ιστορίες του ολοκληρώνονται μόλις το 1945. Θα είχε πραγματικά ενδιαφέρον να μάθουμε από εκείνον τις εντυπώσεις του από τις πρώτες δουλειές στη Φίνος Φιλμ για παράδειγμα, τις δεκαετίες του '50 και του '60, ή πώς έζησε εκείνα τα 15 χρόνια που σταμάτησε το σινεμά για να κάνει τις πιο ευφάνταστες δουλειές: από οδηγός αγώνων μέχρι πλασιέ και χρηματιστής! Αλλά και ίσως κάποιες άγνωστες ιστορίες για τη σχέση του με τον Αργύρη Μπακιρντζή, τον αμίμητο τραγουδιστή των Χειμερινών Κολυμβητών τον οποίο μετέτρεψε σε είδωλο του ελληνικού σινεμά («Έρωτας στη Χουρμαδιά», «Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε», «Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά», «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες!»). Και πόσα ακόμα θα θέλαμε να μάθουμε από τη ζωή ενός σκηνοθέτη χωρίς αντίστοιχο, τουλάχιστον, εντός των συνόρων.