Παρότι η πρώτη «ανταπόκριση» από το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (5-15/11) αφορά μια επιεικώς μέτρια ταινία του προγράμματος, προτού αυτή σχολιαστεί ενδελεχώς είναι αναγκαίο να μπουν ορισμένα πράγματα στη θέση τους.
Το φεστιβάλ που όπως είναι γνωστό υποχρεώθηκε να μεταφέρει διαδικτυακά τις δράσεις του λόγω της πανδημίας, γνωρίζει έντονη κινητικότητα στην πλατφόρμα του με πολλές ταινίες να είναι ήδη sold out, ακόμα και μετά την αύξηση των διαθέσιμων ψηφιακών «θέσεων» ανά προβολή. Πρόκειται για φαινόμενο που επαναλαμβάνεται, μιας και την περασμένη άνοιξη το φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ γνώρισε αντίστοιχη δημοφιλία. Αυτή η εξέλιξη κάθε άλλο παρά απρόβλεπτη ήταν, μιας και εκτός από τη νέα καραντίνα που υποχρεώνει τους Έλληνες σινεφίλ σε κατ' οίκον περιορισμό και ψυχαγωγία, το πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ είναι εξαιρετικά δυνατό με πλήθος επιλογών.
Μία από αυτές ήταν και το «Stardust» του Γκάμπριελ Ρέιντζ, μια ταινία η οποία προσέλκυσε εύλογα μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αφορά τη ζωή του γνωστού και μη εξαιρετέου Ντέιβιντ Μπόουι. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά την απώλεια ενός από τους πιο ριζοσπαστικούς και αγαπημένους μουσικούς όλων των εποχών, είχε έρθει η ώρα της κινηματογραφικής βιογραφίας του σε μια περίοδο που τα rock 'n' roll biopics βρίσκονται σε έξαρση (θυμηθείτε τα πρόσφατα οσκαρικά «Bohemian Rhapsody» και «Rocketman»).
Ο Ρέιντζ, σε σενάριο που συνυπογράφει με τον Κρίστοφερ Μπελ (της μίνι σειράς «The Last Czars»), τοποθετεί την ιστορία την περίοδο που ο Μπόουι, τον οποίο ενσαρκώνει ο Τζόνι Φλιν, έχοντας μόλις κυκλοφορήσει το άλμπουμ «The Man Who Sold The World» (1970) βρίσκει τον εαυτό και την καριέρα του σε τέλμα. Η βαθιά επιθυμία του να γίνει ποπ σταρ όλο και απομακρύνεται, τη στιγμή που ο δίσκος δε σημειώνει την αναμενόμενη επιτυχία και παράλληλα αυξάνονται όσοι συνεργάτες χάνουν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Η ταινία ανοίγει τη στιγμή που ο Μπόουι πατά το πόδι του στις ΗΠΑ για να ξεκινήσει ένα road trip στην ενδοχώρα, το οποίο ταυτόχρονα σηματοδοτεί τη μύησή του στην αμερικανική ψυχεδέλεια των late '60s και την αρχή της μεταμόρφωσης στην περσόνα του Ziggy Stardust.
Πρόκειται ουσιαστικά για την πιο κομβική περίοδο στην καριέρα του Μπόουι, όταν σμίλεψε οριστικά το μουσικό ύφος και το καλλιτεχνικό στιλ που έμελλε να τον οδηγήσει στη μουσική στρατόσφαιρα. Ήταν η εποχή που έλαβε τα ερεθίσματα για να εμπνευστεί το σπουδαίο «Hunky Dory» (1971), ενώ ο ίδιος διατηρούσε ακόμα την αφέλεια του ρομαντικού Ντέιβιντ Τζόουνς (το πραγματικό όνομά του) και την αυτοπεποίθηση ενός ειδώλου εν τη γενέσει. Πόσο κρίμα που βλέποντας το «Stardust» δεν παίρνουμε μυρωδιά από την αγωνία, τη ζωντάνια και την ενέργεια που διέτρεχε τότε τη ζωή του Βρετανού.
Κι αυτό γιατί ο Ρέιντζ αδυνατεί να αντιληφθεί από τη μία ποιες ήταν εκείνες οι εμπειρίες που έκαναν αίσθηση στο νεαρό ακόμα μουσικό κι από την άλλη να αναπαραστήσει την εποχή με την ειλικρινή ελευθεριότητα που τη διακατείχε. Η σεξουαλική απελευθέρωση με την οποία έχουν ταυτιστεί τα '60s ξοδεύεται σε κλισέ σκηνές δήθεν ευκαιριακού έρωτα, συνοδεία κάκιστων διαλόγων που έτσι κι αλλιώς διατρέχουν την ταινία. Ταυτόχρονα, η επίδραση που είχε στον Μπόουι το αντίπαλο δέος του τότε ο γκλαμ ήρωας Μαρκ Μπόλαν, προσπερνιέται μέσω ευφυολογημάτων και ποιητικών τσιτάτων. Βέβαια ακόμα πιο προβληματικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ρέιντζ διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητα του Μπόουι και το ανδρόγυνο λουκ του. Υιοθετεί εξαρχής μια ακραιφνώς συντηρητική προσέγγιση, η οποία ξοδεύεται σε καλαμπούρια για τα φορέματα που επέλεγε να φορέσει δημοσίως, ενώ φροντίζει να... καθησυχάσει το θεατή για τις στρέιτ προτιμήσεις του γυρίζοντας μια σκηνή όπου τον βλέπουμε να κάνει σεξ με μια άγνωστη θαυμάστριά του.
Στα παραπάνω επιδρά συμπληρωματικά η επιφανειακή απεικόνιση της συνειδητής επιτήδευσης και της θεατρικότητας στα οποία επιδιδόταν τότε ο Μπόουι, κι ας μη γελιόμαστε, δεκάδες ακόμα φερέλπιδες και μη ροκ εντ ρολ σταρς της περιόδου. Όσον αφορά το δικό μας ήρωα όμως, η υποκριτική τέχνη και συγκεκριμένα εκείνη του μίμου την οποία μάλιστα σπούδασε, αποτέλεσαν στοιχεία συνυφασμένα με τον τότε χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως μόνο όντας σε ένα φτιαχτό ρόλο ήταν σε θέση να ερμηνεύσει τα κομμάτια του, πεποίθηση ζωτικής σημασίας που στην ταινία περνά ως καύχημα ενός φαντασμένου καλλιτέχνη, ο οποίος κινείται στα όρια της καρικατούρας. Φυσικά δεν προσπερνάμε το γεγονός ότι έχει ευρέως καταγραφεί πως συχνά ο Μπόουι έδειχνε να χάνει τη διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με αρκετές αλλοπρόσαλλες συνεντεύξεις και εμφανίσεις να το επιβεβαιώνουν. Ωστόσο εκείνο που καταφέρνει το «Stardust» άθελά του είναι αντί να τον εμφανίσει ως ένα παρεξηγημένο δημιουργό, να σκιαγραφήσει αδέξια το πορτρέτο ενός άβουλου τραγουδιστή.
Εύλογα θα σκεφτεί κάποιος πως, εντάξει, η ταινία μπορεί να μη λειτουργεί σαν ένα ικανοποιητικό ροκ δράμα αλλά έστω θα υπάρχει η μουσική που θα κάνει τα πράγματα πιο υποφερτά. Κι όμως, όχι. Η παραγωγή δεν εξασφάλισε τα δικαιώματα για τη χρήση της μουσικής του Μπόουι, επομένως τα μοναδικά κομμάτια που ακούγονται είναι οι διασκευές που έκανε τότε σε τραγούδια όπως το «I Wish You Would» των Yardbirds. Ο τραγουδιστής στην πραγματικότητα Φλιν κάνει φιλότιμες προσπάθειες στις λιγοστές στιγμές που του δίνεται η ευκαιρία να βρεθεί στη σκηνή, όμως αδυνατεί να καλύψει το ότι είναι απολύτως ανεπαρκής ερμηνευτικά. Για να είμαστε δίκαιοι, ο τελευταίος που φταίει για τα ελαττώματα του «Stardust» είναι ο Φλιν, τη στιγμή που παρακολουθούμε στην οθόνη την εξέλιξη μιας συναισθηματικά επίπεδης αφήγησης που βρίθει μονοδιάστατων χαρακτήρων και ανύπαρκτων σκηνοθετικών ιδεών. Ευτυχώς ο Μπόουι έχει φροντίσει ήδη για την προστασία της μουσικής κληρονομίας του.