Ένα χρόνο μετά τον Βασίλη Κεκάτο και την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό και Εμάς», ακόμα μία ελληνική ταινία διεκδικεί το Χρυσό Φοίνικα μικρού μήκους στο φεστιβάλ των Κανών.
Η Εύη Καλογηροπούλου με το ντεμπούτο της «Motorway 65», βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Κρουαζέτ, όπου παρουσιάζονται οι μικρού μήκους του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος, λίγους μήνες μετά την απόφαση ακύρωσης της φετινής διοργάνωσης την άνοιξη.
Η ταινία της Καλογηροπούλου είναι γυρισμένη στην Ελευσίνα και ακολουθεί την ιστορία δύο αδελφών που ζουν στην βιομηχανική Ελευσίνα - σε μια περιοχή, όπου μια γέφυρα, η Motorway 65, ενώνει τη γειτονιά τους με ένα άλλο κομμάτι της πόλης, όπου κατοικούν μετανάστες. Οι κάτοικοι των δύο περιοχών, γνωστές ως «Άνω Μικρή Μόσχα» και «Κάτω Μικρή Μόσχα», βρίσκονται συνεχώς σε αναταραχή και σύγκρουση. Από τη μία, πληθυσμοί που κατάγονται από τον Πόντο, από την άλλη πρόσφυγες από Αλβανία, Πακιστάν και Αφρική.
Οι εντάσεις εκδηλώνονται και στις αθλητικές αναμετρήσεις ανάμεσα στους κατοίκους των δύο περιοχών με τα δύο αδέλφια να αντιμετωπίζουν διαφορετικά την αντιπαλότητα της συνοικίας τους. Η Σίμα είναι πολύ πιο ανοιχτή να αποδεχθεί την διαφορετικότητα από τον αδελφό της και προτιμά να κάνει παρέα με ανθρώπους από την απέναντι πλευρά, όπως την κολλητή της, την Ξένια. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Έλλη Τρίγγου, Αργύρης Πανταζάρας και Ξένια Ντάνια.
Συναντήσαμε και μιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια στα Εξάρχεια, προτού ταξιδέψει για τη Γαλλία, φιλοδοξώντας να επιστρέψει με μια διάκριση.
Πώς ένιωσες όταν είδες το όνομά σου στο διεθνές διαγωνιστικό των Κανών; Το βίωσες σα μια επιβεβαίωση της δουλειάς σου;
Τη στιγμή που με κάλεσαν και άκουσα ότι επιλέχθηκε το «Motorway 65» στο επίσημο πρόγραμμα, πόσω δε μάλλον στο διεθνές διαγωνιστικό, σοκαρίστηκα. Στην αρχή δεν το πίστευα κιόλας, ήταν κάτι που ήθελα τόσο ώστε όταν συνέβη μου φάνηκε εξωπραγματικό. Από την άλλη ένιωσα και πως δικαιώνομαι κάπως, γιατί συναντήσαμε δυσκολίες κατά τη διάρκεια της παραγωγής.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που κλέβουν την προσοχή στην ταινία είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγεις να απεικονίσεις την Ελευσίνα. Προσωπικά μου έδωσε την αίσθηση πως κάνεις ένα είδος αστικής αρχαιολογίας. Πώς όμως ανακατασκεύασες την πόλη στην ταινία με βάση τις εμπειρίες σου;
Προτού σκεφτώ την ταινία έμεινα δύο-τρεις μήνες στην Ελευσίνα κι ομολογώ πως ήταν εντελώς διαφορετικά από οπουδήποτε είχα ζήσει ως τότε. Η περιοχή μου ανέδυε μια αίσθηση δυστοπίας. Είχα μαζί το αυτοκίνητό μου έτσι είδα κάθε σπιθαμή της πόλης οδηγώντας και φτάνοντας μέχρι τον Ασπρόπυργο και τη Μάνδρα. Παράλληλα, επειδή έκανα kick boxing στην Ελευσίνα, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς κατοίκους, να μάθω τον τρόπο ζωής τους και προοδευτικά δέθηκα με αρκετούς. Έτσι για παράδειγμα μου εξιστόρησαν την περίπτωση της ΠΥΡΚΑΛ που ενέταξα τελικά στην ταινία.
Όμως προηγουμένως είχα στα χέρια μου πολλές διαφορετικές ιστορίες και στοιχεία, που αυτόνομα μπορούσαν να μεταφραστούν με ξεχωριστό τρόπο η καθεμία σε εικόνες. Σκέψου ακόμα πως επειδή συνυπάρχουν διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, η καθεμία φτιάχνει το μικρόκοσμό της και συχνά εκείνοι είναι εξαιρετικά κλειστοί. Επομένως κάποια στιγμή ένιωσα ότι η μικρού μήκους ήταν το ιδανικό μέσο για να έχω την ελευθερία να εντάξω όλα όσα είχα πάρει από τους ανθρώπους και την ίδια την Ελευσίνα. Συν το γεγονός πως επειδή προσωπικά με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η γυναίκα εργάτρια ως οντότητα και έννοια, γυρίζοντας μια ταινία θα μπορούσα να ενσωματωθεί και αυτό στην αφήγησή μου.
Αυτή εξάλλου είναι και η οπτική γωνία της ταινίας σου. Μιας νεαρής γυναίκας που καταπιέζεται, μεταξύ άλλων και από τον αδερφό της, με τον οποίο ωστόσο δε συγκρούεται ποτέ ανοιχτά. Αυτό ομολογώ με ξάφνιασε σαν επιλογή.
Ένας από τους λόγους που απέφυγα κάτι τέτοιο είναι γιατί προτιμώ να μην έχω μεγάλες εντάσεις σε μια αφήγηση μικρής διάρκειας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Εάν η ίδια ιστορία διαρκούσε περισσότερο, σίγουρα τα πράγματα μεταξύ τους δε θα έμεναν έτσι. Πάντως, κάτι ακόμα που αποφεύγω είναι οι έντονες ερμηνείες.
Θα σε ρώταγα για αυτές, παίζουν κομβικό ρόλο στην αισθητική της ταινίας.
Κοίταξε, θα είμαι ειλικρινής, αυτό που βλέπεις δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης οδηγίας. Εκείνο που ήξερα είναι πως δε μου αρέσουν οι ερμηνείες με στόμφο, οι εξεζητημένες. Έτσι ζήτησα από την Έλλη και τον Αργύρη όποιες εντάσεις υπάρχουν να βγαίνουν από το βλέμμα και όχι τόσο το σώμα, ενώ οι διάλογοι να εκφέρονται στρωτά.
Μιας και αναφέρθηκες στους ηθοποιούς, η φευγαλέα εμφάνιση του Στάθη Παπαδόπουλου ήταν ένα ωραίο κλείσιμο του ματιού στο «Από την Άκρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.
Πράγματι, χάρηκα πολύ που υπάρχει έστω και για λίγο στο «Motorway 65». Θεωρώ εν τω μεταξύ την ταινία του Γιάνναρη μια από τις καλύτερες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Όσο για τον Στάθη, έχω να σου πω πως γνωρίζεται με τους πάντες στην περιοχή. Τον ξέρουν όλοι παρότι έλλειπε για καιρό στο εξωτερικό.
Με το Νέγρο του Μοριά πώς προέκυψε η συνεργασία;
Σε αυτήν την περίπτωση τα πράγματα είναι απλούστερα, είμαστε φίλοι! Συγκεκριμένα για τη μικρού μήκους, παρότι τα ακούσματά μου είναι πιο κοντά στο χιπ χοπ του εξωτερικού και όχι της Ελλάδας, η μουσική που κάνει ο Κέβιν μου ταίριαξε απόλυτα στο σύμπαν της ταινίας. Ήθελα να υπάρχει ένα ραπ μπιτ που διατρέχει την αφήγηση.
Ένιωσες ποτέ πως αντιμετωπίστηκες με επιφύλαξη επειδή προέρχεσαι και από το χώρο της τέχνης εκτός από το σινεμά;
Υπάρχει αυτή η διάκριση και μια κάποια προκατάληψη μεταξύ των δύο πεδίων, ωστόσο δεν είναι κάτι που με απασχολεί σοβαρά. Έχω δει πολύ κινηματογράφο στη ζωή μου από πολύ μικρή κι οι σκηνοθέτες που θαυμάζω έχουν αποδείξει πως δεν υπάρχουν πραγματικά τέτοιου είδους διαχωρισμοί. Ένας από αυτούς για παράδειγμα είναι ο Στιβ ΜακΚούιν. Επομένως όταν οραματίστηκα το «Motorway 65» ήξερα πώς ακριβώς θέλω να γυριστεί και πίστευα πάρα πολύ σε αυτό. Φυσικά έμαθα πολλά μέσα από τη διαδικασία, εμβάθυνα ουσιαστικά στο σινεμά, όμως γνώριζα ήδη μέσα μου πως αυτό ακριβώς πρέπει να ακολουθήσω.