Το τμήμα των μουσικών ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης φιλοδωρεί διαχρονικά το κοινό της διογάνωσης με έντονες συγκινήσεις χάρη στις προσεκτικά επιλεγμένες ταινίες του, φέτος όμως φαίνεται να έχει κλέψει σιωπηλά την παράσταση.
Η δυναμική του τμήματος φάνηκε από την πρώτη μέρα κιόλας, όταν το τρυφερό ντοκιμαντέρ «Μάριαν & Λέοναρντ: Λόγια αγάπης» του Νικ Μπρούμφιλντ για τη σχέση του Λέοναρντ Κοέν με τη μούσα του Μαριάν Ιλέν, παρέσυρε τους θεατές του κατάμεστου Ολύμπιον στην τελετή έναρξης. Η συνέχεια ήταν εξίσου απολαυστική, με τα ελληνοκεντρικά ντοκιμαντέρ μάλιστα να έχουν τον πρώτο λόγο.
Εκτός από το «Όσον Ζης Φαίνου» του Πολ Ντουέιν που ανέδειξε τη μαγεία της ηπειρώτικης μουσικής παράδοσης μέσα από το πάθος του παραγωγού και συγγραφέα Κρίστοφερ Κινγκ, μεταξύ των πρώτων ντοκιμαντέρ που μας έκλεψαν τις εντυπώσεις ήταν το «Τα 4 Επίπεδα της Υπαρξης» της Ηλιάνας Δανέζη. Η σκηνοθέτις δανείζεται τον τίτλο της ταινίας από το ομώνυμο αθηναϊκό ψυχεδελικό ροκ συγκρότημα, το οποίο με μόλις ένα δίσκο στα τέλη των ‘70s κατάφερε να αφήσει εποχή και να γίνει σύντομα ανάρπαστος μεταξύ των συλλεκτών. Το ενδιαφέρον για την μπάντα αναθερμάνθηκε πριν από μερικά χρόνια, όταν ο Jay-Z χρησιμοποίησε sample ενός κομματιού τους στο τραγούδι «Run this Town».
Η Δανέζη συνομιλεί με τα μέλη της μπάντας και μαζί αναπολούν μια εποχή που ήταν φυσιολογικό «να μιλάει κανείς στα λουλούδια», ολόκληρες γειτονιές να σχηματίζουν μπάντες και οι συναυλίες να γίνονται μεσημέρια Κυριακής με καφέ ή αναψυκτικό. Όμως το συναίσθημα της νοσταλγίας δεν υφαρπάζει την αφήγηση χάρη στην ικανότητα της σκηνοθέτιδας να αλλάζει θεματικές ενότητες μένοντας στην ουσία δίχως να μακρυγορεί. Έτσι καταφέρνουμε να μάθουμε όχι μόνο τα πάντα για ένα συγκρότημα που έζησε μια ετεροχρονισμένη και ασυνήθιστη επιτυχία, αλλά και να νιώσουμε την αύρα μιας περιόδου που το θράσος της νεότητας ήταν αρκετό για να πετύχει κανείς, σχεδόν, τα πάντα.
Αντίστοιχος ήταν ο ενθουσιασμός των ιδρυτικών μελών ενός ραδιοφωνικού σταθμού που επηρέασε ανεπανόρθωτα πολλούς μουσικόφιλους τη δεκαετία του’90, με αισθητή έως σήμερα την απουσία του από τα ραδιοκύματα. Ο λόγος για τον Jazz FM, την ιστορία του οποίου εξιστορεί το «Diamonds in the Sky» του Μέλετη Μοίρα. Ο κίνδυνος με τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ είναι να οδηγηθούν αργά ή γρήγορα στη μυθοποίηση καταστάσεων, ο Μοίρας όμως με τη συμβολή των συνεντευξιαζόμενών του, κρατάνε τις ισορροπίες και μένουν στις απτές αποδείξεις της επιρροής που είχε ο σταθμός στο μουσικό κοινό. Ραδιοφωνικοί παραγωγοί, θρυλικοί τζαζ μουσικοί, στελέχη δισκογραφικών και ιδιοκτήτες μουσικών κλαμπ είναι μερικοί από τους ανθρώπους που μιλούν για ένα σταθμό που άφησε ευδιάκριτο αποτύπωμα στην εγχώρια μουσική πραγματικότητα, υπηρετώντας φανατικά και αδιαπραγμάτευτα το είδος που λάτρευε.
Προσθέστε στα παραπάνω ντοκιμαντέρ το «Music for Ordinary Life Machines» (Νίκος Χαντζής) για την αιφνίδια άνθιση του synth punk στο ελληνικό underground, το «Ελληνική ροκ επανάσταση» (Μιγκέλ Άνχελ Κάνο Σαντίθο) με επίκεντρο την τρομερή δημοφιλία των ντόπιων stoner συγκροτημάτων, και το «Γιώργος Χριστιανάκης – Μια διακριτική μουσική παρουσία» (Τζίνα Γεωργιάδου) για τον κορυφαίο μουσικό από τη Θεσσαλονίκη, και έχετε ένα πολύτιμο σερί ντοκιμαντέρ που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον της υποθέσης «μουσική» στην Ελλάδα.
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος, το «Ίρβινγκ Παρκ» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη είναι ως τώρα η έκπληξη του φεστιβάλ. Ο έμπειρος σκηνοθέτης ταξιδεύει στο Σικάγο και μας συστήνει σε τέσσερεις ομοφυλόφιλους άντρες γύρω στα 60, οι οποίοι συζούν ως αφέντες και σκλάβοι. Το αποτέλεσμα είναι ένα προφανώς αποκαλυπτικό αλλά απροσδόκητα συναισθηματικό ντοκιμαντέρ, το οποίο διαχειρίζεται με ευαισθησία τους χαρακτήρες του, ενώ υποβάλλει και τον πιο ανοιχτόμυαλο θεατή σε μια σειρά ουσιαστικών προβληματισμών. Η ελευθερία της βούλησης και τα όποια όρια αυτής, η έννοια της κανονικότητας, της αποδοχής και της συναίνεσης πέφτουν στο τραπέζι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι απαντούν με αφοπλιστικά επιχειρήματα. Το «Ίρβινγκ Παρκ» σίγουρα θα σας κουνήσει από τη θέση σας...