Μια από τις υποχρεώσεις των «περιφερειακών» φεστιβάλ, δηλαδή όλων αυτών πλην των πέντε – έξι πρωτοκλασάτων που κυνηγούν αποκλειστικά παγκόσμιες ή διεθνείς πρωτιές, είναι να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους και μια επιλογή από τις ταινίες εκείνες οι οποίες έχουν ξεκινήσει από αλλού τη φεστιβαλική τους καριέρα, είναι φαβορί για επερχόμενα ακαδημαϊκά βραβεία και έχουν βρει διανομή στις αίθουσες, αποτελούν λοιπόν κινηματογραφικές γεγονότα που η εθνική τους πρεμιέρα είναι δώρο για κάθε σινεφίλ.
Όπως οι «Κλέφτες Καταστημάτων» του Χιροκάζου Κορεέντα, μια γλυκόπικρη ματιά στους εξοβελισμένους από το ιαπωνικό θαύμα φτωχοδιαβόλους, οι οποίοι προσπαθούν με τον πιο ανορθόδοξο, μα και πιο ανθρώπινο τρόπο να επιβιώσουν ως εναλλακτική οικογένεια. Πρόκειται για το φετινό Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ο οποίος σήκωσε την αυλαία του 59ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και φυσικά καταχειροκροτήθηκε από ένα κατάμεστο Ολύμπιον. Μέσα σε 48 ώρες, όμως, το cine-talk of the town ήταν το άλλο μεγάλο φεστιβαλικό βραβείο της χρονιάς, το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας.
Με περιπετειώδη διαδρομή ως τις αίθουσες, όπου αν και παραγωγή του Netflix τελικά θα προβληθεί στις 14/12 (και στη χώρα μας), το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν βρίσκεται στον κινηματογραφικό αντίποδα του «Gravity», της τελευταίας και χολιγουντιανής ταινίας του η οποία του χάρισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Δίωρο χρονικό μιας νεαρής Μεξικάνας υπηρέτριας στο σπίτι μιας εύπορης οικογένειας των αρχών της δεκαετίας του ’70, το ημιαυτοβιογραφικό ασπρόμαυρο δράμα του Κουαρόν προσγειώνει τις φαντασμαγορικές εικόνες της διαστημικής – κι υπαρξιακής – αναζήτησης της Σάντρα Μπούλοκ σε μια γήινη, νεορεαλιστική πραγματικότητα, όπου και τα πλέον ταπεινά όνειρα μοιάζουν με άφθαστες ουτοπίες. Σεναριακή ψιλοβελονιά, απέριττη σκηνοθετική δεξιοτεχνία, εξαιρετικός χειρισμός της πολιτικής ιστορίας και των κανόνων του μελοδράματος, αλλά και μια διακριτική αναφορά στις κινηματογραφικές μνήμες (από τον Ρενουάρ ως τον παζολινικό τίτλο και τον Φελίνι) συνθέτουν ένα συγκινητικό και παλιομοδίτικα μοντέρνο αριστούργημα.
Το παρών δίνει στο φεστιβάλ και το τρίτο μεγάλο φεστιβαλικό βραβείο του 2017, η Χρυσή Άρκτος του Βερολίνου. Μόνο που το τολμηρό θεματικά «Μη με Αγγίζεις» της Ρουμάνας Αντίνα Πιντιλίε, μια ντοκιμαντεριστική προσέγγιση των ανασφαλειών που μας εμποδίζουν να συμφιλιωθούμε με το σώμα μας, αποτελεί μια περισσότερο εγκεφαλική σινε-άσκηση γνωστών κλισέ («αγαπάμε με τον τρόπο που μας έχουν αγαπήσει») παρά μια θαρραλέα, εις βάθος κριτική της σύγχρονης αδυναμίας επικοινωνίας.
Στο «εσωτερικό μέτωπο», το οποίο η φετινή διοργάνωση έχει ενισχύσει με το μεγάλο κι ενδιαφέρον αφιέρωμα στον Ελληνικό Queer Κινηματογράφο, το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» του Μάριου Πιπερίδη, το οποίο απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, κατάφερε να ισορροπήσει με αξιοπρέπεια χιούμορ, πολιτικές νύξεις και διαχρονικά μηνύματα εθνικής συμφιλίωσης. Με αφορμή το ταξίδι ενός Ελληνοκύπριου (Αδάμ Μπουσδούκος) στα Κατεχόμενα σε αναζήτηση του άτακτου σκύλου του, μια σειρά παρεξηγήσεων φέρνουν κοντά ένθεν και κείθεν losers, σε μια συμπαθητική, συμβατική και προβλέψιμη κομεντί που γνωρίζει καλά τα όριά της. Το «Ελεύθερο Θέμα» της Στέλλας Θεοδωράκη, αντίθετα, αποδεικνύεται υπερβολικά φιλόδοξο και πομπώδες στη διαχείριση των ψυχολογικο-κοινωνικο-ερωτικο-φιλοσοφικών θεμάτων που επιχειρεί να θίξει, μπλέκοντας τον Ρίλκε, το Skype, τον Βελάσκεθ, τις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις, τον Τζόις, τους νεοναζί και την αντισυμβατική κινηματογραφική αφήγηση σε ένα πολύγλωσσο δράμα, με την φιλότιμη Θεοδώρα Τζήμου στο ρόλο μιας καθηγήτριας που αναθέτει ιδεολογικά «επικίνδυνες» εργασίες στους μαθητές της.