Η νέα μικρού μήκους του Γιώργου Ζώη, το φιλόδοξο sci-fi «Third Kind», έκανε πρεμιέρα ως ειδική προβολή στην Εβδομάδα της Κριτικής του φεστιβάλ των Κανών. Ο σκηνοθέτης μας μίλησε για την εμπειρία του, την υποδοχή της ταινίας, αλλά και τα μελλοντικά σχέδιά του.
Έχεις συχνή παρουσία στα φεστιβάλ του εξωτερικού, και ειδικά στη Βενετία, όμως σίγουρα μια πρεμιέρα στις Κάνες έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία. Τι αποκόμισες από την Κρουαζέτ;
Οι Κάνες είναι το ιδανικό μέρος για να έρθεις σε επαφή με ταινίες από πρωτοπόρους δημιουργούς, αλλά και ταινίες από διάσημα ονόματα έως ξεφτισμένα brands. Εκεί βρίσκεται όλη η βιομηχανία του κινηματογράφου οπότε μπορείς σίγουρα να κάνεις τις αναγκαίες επαφές για τις επόμενες ταινίες σου αλλά και να απολαύσεις μια δυνατή πρεμιέρα με ένα σημαντικό και διεθνές κοινό. Ταυτόχρονα όμως επικρατεί ένα διπολικό πανηγύρι με μανιακούς ανθρώπους μέσα και έξω από το σινεμά, που δεν νιώθω ότι μπορώ να συμμετέχω. Οπότε τα συναισθήματα μου είναι ανάμεικτα και νομίζω ότι ο κάθε σκεπτόμενος σκηνοθέτης στέκεται κριτικά απέναντι στην λάμψη και αναρωτιέται για την ουσία του σινεμά.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού στο «Third Kind»;
Συνήθως σε αυτο είναι δύσκολο να απαντήσει έγκυρα ένας σκηνοθέτης γιατί οσοι έρχονται σε αυτόν, έχουν κυρίως καλά λόγια να πουν. Μπορώ να σου πω όμως ότι για μένα ήταν μια από τις καλύτερες προβολές στην ζωή μου και θα την θυμάμαι έντονα χρόνια μετά. Την βίωσα πολύ δυνατά και ένιωσα ότι πολλοί θεατές βυθίστηκαν στον κόσμο της ταινίας.
Η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η τοποθεσία γέννησε το σενάριο ή επιλογή της έγινε εκ των υστέρων;
Η τοποθεσία και ειδικά η συνθήκη στην οποία βρεθήκαμε ήταν αυτές που γέννησαν το σενάριο. Βρεθήκαμε στο αεροδρόμιο μετά την εκκένωση από τους χιλιαδες πρόσφυγες το προηγούμενο καλοκαίρι. Εκεί αντικρύσαμε εικόνες που στοιχειώνουν, γιατί τα περισσότερα υπάρχοντά τους είχαν μείνει πίσω... Ένιωθες σαν να υπήρχε ένας πολιτισμός που εξαφανίστηκε από την μια ημέρα στην άλλη. Οπότε πάνω σε αυτούς τους χώρους γράφτηκε το σενάριο και γεννήθηκε η ταινία. Μάλιστα επέλεξα την ίδια βιωματική αφήγηση με την δική μας όταν πρωτομπάιναμε στον χώρο. Ούτε εμείς αλλά ούτε και οι χαρακτήρες της ταινίας δεν γνώριζαν τι θα αντικρύσουν.
Πόσο δύσκολο ήταν να αποκτήσετε πρόσβαση στους χώρους του;
Είχαμε στην αρχή δυο τηλεφωνικές απορρίψεις αλλά τελικά έγινε μια συνάντηση όπου οι υπεύθυνοι της διαχείρισης του χώρου μας έδωσαν την άδεια, μόλις κατάλαβαν το τί θέλαμε να κάνουμε. Είμαι ευγνώμων για όλη την συνεργασία και που βρήκαμε κοινό τόπο στην ανάγκη να καταγραφούν αυτές οι εικόνες ως αισθητικά και ιστορικά ντοκουμέντα, σαν μια μνήμη του ίδιου του χώροιυ που ήταν κρίσιμο να σωθεί.
Έχουν περάσει τρία χρόνια από το «Interruption». Μπορούμε να περιμένουμε σύντομα και μια νέα μεγάλου μήκους;
Οι μεγάλου μήκους απαιτούν για μένα περισσότερο χρόνο από τις μικρού που μπορώ να κάνω με τη στενή ομάδα μου. Τώρα έχω δυο σχέδια για μεγάλου μήκους. Το πρώτο είναι να κάνω αυτή την μικρού μεγάλου μήκους και το δεύτερο μια άλλη τελείως διαφορετική που θα μπω τον χειμώνα σε στάδιο προ παραγωγής.
Σε κάθε ταινία σου, ανεξαρτήτως φορμά, διατηρείς μία συγκεκριμένη αισθητική που εξελίσσεις, ενώ επιλέγεις να πειραματιστείς μέσα στο πλαίσιο κανόνων που εσύ ορίζεις κάθε φορά. Αυτή η καλώς εννοούμενη αυστηρότητα στο ύφος σου πηγάζει στα θέματα που εξερευνάς κάθε φορά ή το αντίστροφο;
Σε αυτή την ταινία επέλεξα να πειραματιστώ σε μια πιο αφηγηματική φόρμα που δεν είχα συνηθίσει. Οπότε νομίζω ότι κάθε φορά έχω ένα προσωπικό ύφος που θέλω να το μπολιάζω με νέα στοιχεια και να ξαφνιάζω πρώτα τον εαυτό μου και μετά τους υπόλοιπους. Και όσο λιγότερος αυστηρός γίνομαι και εκτίθεμαι σε αυτά που φοβάμαι, νομίζω τόσο ελέυθερωνονται άλλες οπτικές που θέλω να εξερευνήσω. Κυρίως με ενδιαφέρει να ακούω θεατές που ανιχνεύουν μέσα στις εμμονές μου κάτι που εγώ δεν βλέπω, ώστε να μπορώ να απαλάσσομαι από αυτές ή αντίθετα να κυλάω ακόμη πιο βαθιά μέσα τους.