Σεναριογράφος και σκηνοθέτης εμπορικών κωμωδιών, η Λίζα Αζουέλος μιλάει για το στοίχημα του «Ciao Amore… Dalida», τη φιλόδοξη κινηματογραφική βιογραφία της Ιταλογαλλίδας ποπ ντίβας Νταλιντά.
Έχετε γράψει σενάρια («Θα Μείνει Μεταξύ μας») και έχετε σκηνοθετήσει μια σειρά κωμωδιών («LOL», «Μια Τυχαία Συνάντηση»). Πως και αποφασίσατε να ασχοληθείτε πρώτη φορά με μια δραματική βιογραφία;
Αυτή είναι η πέμπτη ταινία μου, οπότε μου επιτρέπεται να ρισκάρω με κάτι που μπορεί και να χάσει χρήματα… ΟΚ. Σοβαρά τώρα, η κωμωδία είναι το κινηματογραφικό είδος που μου ταιριάζει και το χιούμορ ο αυθεντικός τρόπος έκφρασής μου. Το πρότυπό μου είναι ο Γούντι Άλεν, ο οποίος μιλάει για τα πιο σοβαρά πράγματα με τον πιο αστείο τρόπο. Εδώ όμως, αποφάσισα να κινηθώ αντίστροφα. Να δείξω δηλαδή μέσα από ένα δράμα την πιο ανάλαφρη και αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Ακόμα και μέσα από μια ιστορία που τελειώνει με μια αυτοκτονία…
Δεν φοβηθήκατε να αναμετρηθείτε με ένα βαρύ όνομα σαν αυτό της Νταλιντά;
Το μόνο πράγμα που φοβάμαι είναι να το να μην κάνω ταινίες. Όταν γυρίζω μια ταινία δεν φοβάμαι και ειδικά σ’ αυτή την περίπτωση όπου η Νταλιντά ήρθε εκείνη και με βρήκε. Εννοώ πως ήξερα φυσικά την ιστορία της Νταλιντά, αλλά η κινηματογραφική βιογραφία της ήταν ένα σχέδιο το οποίο μου προτάθηκε από τους παραγωγούς πριν πέντε και πλέον χρόνια. Ξεκίνησα λοιπόν τη σεναριακή διασκευή του βιβλίου του Ορλάντο, αλλά δεν τα βρήκαμε στην πορεία και εγώ αποσύρθηκα. Το σχέδιο έμεινε μετέωρο για τρεισήμισι χρόνια και όταν η πρόταση επανήλθε, είπα «ΟΚ. Γιατί όχι;». Είχα «χωνέψει» την ιδέα όλο αυτό το διάστημα και ένιωθα πλέον διπλά σίγουρη.
Πως επιλέγεις ένα συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης ενός χαρακτήρα ο οποίος αφενός είναι αληθινός και αφετέρου διάσημος;
Πάντα κάνω ταινίες πάνω στη σχέση αντρών και γυναικών. Πάνω στην αναζήτηση του έρωτα και της ευτυχίας, κι αυτή την οπτική κράτησα κι εδώ μέσω της μυθιστορηματικής ζωής της Νταλιντά. Η οποία ήταν ένας απλός, ξεκάθαρος από τη μια μεριά άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα τόσο αντιφατικός και σύνθετος που η βιογραφία της γίνεται ένα αγωνιώδες ερώτημα πάνω στο νόημα της ζωής.
Από το «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» ως το «Gainsbourg» το σύγχρονο γαλλικό σινεμά έχει μια αδυναμία στις μουσικές βιογραφίες. Είχατε κάτι συγκεκριμένο στο νου σας όταν σχεδιάζατε την ταινία;
Τα πρότυπά μου ήταν το «Ray» και το «Walk the Line». Ίσως γιατί οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ταινίες του είδους ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα τους. Αλλά στην αληθινή ζωή τη μια στιγμή είμαστε χαρούμενοι, την άλλη ώρα στεναχωρημένοι, μετά οργισμένοι, αύριο μελαγχολικοί… Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη και δεν υπάρχει μόνο η σκοτεινή προοπτική.
Πόσο ριψοκίνδυνη ήταν η επιλογή της Σβέβα Αλβίτι, μιας Ιταλίδας με προϋπηρεσία στην πασαρέλα, αλλά μικρή κινηματογραφική εμπειρία, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Ριψοκίνδυνο θα ήταν να διαλέξω κάποια η οποία δεν θα ήταν η ιδανική για το ρόλο. Αλλά δουλέψαμε πολύ πάνω σ’ αυτό και η απόφασή μου εξ αρχής ήταν η ηθοποιός να είναι Ιταλίδα. Όπως και η Νταλιντά. Κοιτάξαμε σχεδόν όλες τις γνωστές και άγνωστες Ιταλίδες ηθοποιούς, αλλά δεν ταίριαζε καμιά σ’ αυτό που είχαμε ονειρευτεί. Επέκτεινα λοιπόν το κάστινγκ και σε άσχετους με το χώρο ανθρώπους. Ερασιτέχνες, μοντέλα, τους πάντες… Όταν συναντήσαμε την Σβέβα κατάλαβα αμέσως πως είχαμε βρει αυτό που ζητούσαμε, εκείνο το συνδυασμό δυναμισμού και ευαισθησίας που απαιτούσε ο ρόλος. Η φυσική ομοιότητα ήταν κάτι δευτερεύον, κάτι στο οποίο εγώ προσωπικά δεν δίνω μεγάλη σημασία. Ο Αλεσάντρο Μπόργκι, για παράδειγμα, ο οποίος υποδύεται τον τραγουδιστή Λουίτζι Τένγο, δεν του μοιάζει φυσιογνωμικά, αλλά διαθέτει την ενέργεια κι αυτή την ερμηνευτική ακρίβεια που χρειαζόταν για να αποδώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.