Παρέμεινε μέχρι τα 90 του δημιουργικά ενεργός. Τόσο μεγάλη αγάπη είχε για την 7η Τέχνη. Μάλιστα, μέχρι και το τελευταίο δείγμα γραφής του, δηλαδή τη βιογραφία «Afterimage» η οποία αποτελεί τη φετινή υποψηφιότητα της Πολωνίας για Ξενόγλωσσο Όσκαρ, υπηρέτησε το πολιτικό σινεμά με μοναδική πίστη.
Στη συνέντευξη που είχε δώσει ο Πολωνός σκηνοθέτης το 2014 στο «α» είχε δηλώσει ότι δεν σταμάτησε να πιστεύει στην αναγκαιότητα ενός μοντέρνου και μάχιμου πολιτικά κινηματογράφου. Όπως είχε δηλώσει, «έχουν αλλάξει πάρα πολλά σε σχέση με το παρελθόν. Τότε προσπαθούσαμε να ασκήσουμε κριτική στο καθεστώς, κάτι τέτοιο θα ήταν καλό να υπάρξει και σήμερα. Δεν πρέπει όλοι οι νέοι σκηνοθέτες να ασχολούνται μονάχα με υπαρξιακά και ψυχολογικά ζητήματα».
Βέβαια, η διεθνής πολιτική βαρβαρότητα χτύπησε την πόρτα του Βάιντα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στο δάσος του Κατίν, μια σφαγή άοπλων αξιωματικών που αποτελεί μέχρι σήμερα ανοιχτή πληγή για τον πολωνικό λαό, αλλά και ένα ιστορικό συμβάν που απεικόνισε τη διαχρονικά ταραγμένη γειτονία της χώρας με τη Γερμανία και τη Ρωσία, οι οποίες πάντοτε εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της.
Οι πρώτες ταινίες του Αντρέι Βάιντα ξεχώρισαν για τον σκληρό ρεαλισμό και την μετα-πολιτική, υπαρξιακή τους διάσταση που αφορούσαν την παράνοια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το ντεμπούτο του «Generation», σκηνοθέτησε το «Kanal» που έφτασε το 1957 μέχρι τις Κάνες, κατακτώντας το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Ένα χρόνο μετά ο Βάιντα υπογράφει το «Στάχτες και Διαμάντια», την κορυφαία ταινία της φιλμογραφίας του. Αυτή μας μεταφέρει λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου ένας Πολωνός παρτιζάνος, μέλος εθνικιστικής οργάνωσης, διατάσσεται να σκοτώσει έναν κομμουνιστή ηγέτη. Μια μπαρόκ ταινία, που αποδίδει τέλεια την ιδεολογική σύγχυση της γενιάς του πολέμου.
Έχοντας μπει ήδη μπει στην ελίτ των Ευρωπαίων σκηνοθετών, ο Πολωνός δεξιοτέχνης συνέχιζε να παράγει ταινίες με ακατάπαυστο ρυθμό. Ταυτόχρονα, όμως, συμμετέχει και σε κινήματα που στόχευαν στον εκδημοκρατισμό της σοσιαλιστικής χώρας. Στα δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 εντάσσεται στην Αλληλεγγύη του Λεχ Βαλέσα, με την ενεργό πολιτική του στάση να επηρεάζει και το κινηματογραφικό έργο του. Ξεκινώντας με τον «Άνθρωπο από Μάρμαρο» το 1977 και συνεχίζοντας με τον «Άνθρωπο από Σίδερο» το 1981 –Χρυσός Φοίνικας στις Κάνες- ο Αντρέι Βάιντα γνωρίζει τη δεύτερη ακμή της καριέρας του, αλλά και τη δυσμένεια του καθεστώτος. Το 1984 γυρίζει στη Γαλλία το «Δαντών» με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ, κερδίζοντας το ΒAFTA Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Μετά την πτώση του Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, ο Πολωνός σκηνοθέτης επιστρέφει στην πατρίδα του έχοντας απελευθερωθεί από το βάρος της λογοκρισίας. Αυτό δυστυχώς δεν συνέπεσε με μια τρίτη απογείωση της καριέρας του, παρουσιάζοντας σ’ αυτό το διάστημα τις πιο αδύναμες ταινίες της φιλμογραφίας του. Πάντως, τα «Κατίν» (2007), «Γλυκιά Έξαψη» (2009) και η βιογραφία «Βαλέσα: Η Δύναμη της Ελπίδας» (2014) πήραν διανομή σε δεκάδες χώρες και γνώρισαν φεστιβαλικές διακρίσεις.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τέσσερις ταινίες του Αντρέι Βάιντα έχουν μπει στην πεντάδα για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και πιο συγκεκριμένα «Η Γη της Επαγγελίας» (1975), «Οι Δεσποινίδες του Βίλκο» (1979), «Ο Άνθρωπος από Σίδερο» (1981) και το «Κατίν» (2007).
O Αντρέι Βάιντα πέθανε σε ηλικία 90 χρόνων
Ο σπουδαιότερος Πολωνός σκηνοθέτης, ένας από τους σημαντικότερους ανατολικοευρωπαίους δημιουργούς πέθανε την Κυριακή 9/10 στη Βαρσοβία.