Μια αποικιοκρατική καταγγελία, οι κοιλιακοί του μονοκόμματου Αλεξάντερ Σκάσγκαρντ και τόνοι ψηφιακά εφέ γίνονται ένα, σε μια άστοχη σε τόνο και ύφος χολιγουντιανή αναβίωση του γνωστού μύθου.
Από τους διασημότερους κινηματογραφικούς ήρωες, είναι αλήθεια πως ο γεννημένος από την πένα του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ βασιλιάς της ζούγκλας έζησε τη χρυσή περίοδό του προπολεμικά, ενσαρκωμένος από τον Τζόνι Βαϊσμίλερ σε μια σειρά 12 ταινιών από το 1932 έως το 1948. Κι αυτό γιατί η μοντέρνα του εποχή, πέρα από την κιτς παρουσία των Μάιλς Ο’Κίφι (« Ο Ταρζάν και η Αμαζόνα») και Κάσπερ Βαν Ντίεν («Ο Ταρζάν και η Χαμένη Πόλη»), δεν έχει να επιδείξει παρά ένα μέτριο animation της Disney (Όσκαρ τραγουδιού για τον Φιλ Κόλινς το 1999) και το ενδιαφέρον, αλλά μάλλον αποτυχημένο «Γκρέιστοουκ» του Χιου Χάντσον με τον Κριστόφ Λαμπέρ. Ίσως η τελευταία ταινία να είναι και το πλέον κοντινό δείγμα στον τωρινό «Θρύλο…», ο οποίος θέλει να κρατήσει κάτι από το ρεαλισμό και κάτι περισσότερο από τον πολιτικοκοινωνικό τόνο της, αλλά και να μείνει πιστός στο χολιγουντιανό υπερθέαμα, ξοδεύοντας 160 εκατομμύρια δολάρια(!) για να το καταφέρει.
Συναντάμε τον Ταρζάν στη Μεγάλη Βρετανία να ζει, μαζί με την Τζέιν, πλέον ως Τζον Κλέιτον, λόρδος του Γκρέιστοουκ. Οι παράνομες δραστηριότητες μιας βελγικής εταιρείας τον ξαναφέρνουν όμως στη ζούγκλα, παρασυρμένο από μια πρόσκληση-παγίδα που του έχει στήσει ο πιο θανάσιμος εχθρός του. Με εντονότατες αναφορές στην αποικιοκρατική πολιτική εκμετάλλευσης της Μαύρης Ηπείρου και των ανθρώπων της, τη γνωστή ιστορία της ενηλικίωσης του Ταρζάν δίπλα στους γορίλες να ξετυλίγεται σε διαδοχικά φλας μπακ και τον Κριστόφ Βαλτς να υποδύεται με το ίδιο κι απαράλλαχτο στιλ τον σαδιστή κακό, η ταινία του Βρετανού Ντέιβιντ Γέιτς (των τεσσάρων τελευταίων «Χάρι Πότερ») αναλώνεται ανάμεσα στους αψεγάδιαστους κοιλιακούς του μονοκόμματου Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ και τα ψηφιακά εφέ που, διαρκώς παρόντα, δίνουν στα πλάνα την αίσθηση οικολογικού βιντεογκέιμ (πού είσαι «Βιβλίο της Ζούγκλας»;). Δειλές οι χιουμοριστικές προσπάθειες και παντελώς απών οποιοσδήποτε ερωτισμός, ενώ οι σκηνές δράσης εξελίσσονται απόλυτα κοινότοπα, αν όχι εντελώς άστοχα σε ύφος και τόνο (η επίθεση στο τρένο).
ΗΠΑ. 2015. Διάρκεια: 109΄. Διανομή: TANWEER.