Η οικογένεια Πορτοκάλος επιστρέφει («Γάμος αλά Ελληνικά 2») και ο Δημήτρης Στεφανίδης επιχειρεί να ανοίξει εστιατόριο στην Ουλμ («Δώρο των Θεών»): δυο από τις ταινίες αυτής της εβδομάδας μάς θυμίζουν τις χαρακτηριστικότερες εικόνες των Ελλήνων στο παγκόσμιο σινεμά.
Προτού το Χόλιγουντ ανακαλύψει το ατελείωτο Greek summer, τα παιδιά του Πειραιά και τον Νίκο Καζαντζάκη, η κυρίαρχη κινηματογραφική εικόνα του Έλληνα ήταν είτε αυτή ενός ηρωικού, ημίγυμνου χλαμυδοφόρου (από τον Ηρακλή της Τσινετσιτά ως τον «Μεγάλο Αλέξανδρο» του Ρίτσαρντ Μπάρτον) είτε εκείνη ενός επιρρεπούς στην παρανομία μετανάστη, όπως ο χαρτοπαίκτης Νικ Βενιζέλος (ο Έντουαρντ Τζι Ρόμπινσον του «Smart Money») ή οι Γκρεγκόριους και Κρίστο, οι οποίοι στήνουν αγώνες πάλης στο Λονδίνο του «Η Νύχτα και η Πόλη». Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όμως, η σύγχρονη Ελλάδα άρχισε να αναδεικνύεται στην οθόνη με τον πιο φωτογενή τρόπο – μαζί της, και ο συνδυασμός παθιασμένων γλεντζέδων και κληρονόμων των αρχαίων τραγωδών που την κατοικούν. Ιδού οι χαρακτηριστικότεροι απ’ αυτούς…
Φαίδρα («Το Παιδί και το Δελφίνι», 1957)
Με βρεγμένο πουκάμισο και κολασμένο μπούστο, η φτωχή πλην τίμια Σοφία Λόρεν καταδύεται στα νερά της Ύδρας, ανακαλύπτοντας αρχαίο θησαυρό αλλά και το «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη». Είναι η αρχετυπική εικόνα της αποφασιστικής, σέξι και καλόκαρδης μελαχρινής Ελληνίδας, που μπορεί να κάνει καλά όχι μόνο τον Τζέιμς Μποντ (η Μελίνα - Καρόλ Μπουκέ στο «Για τα Μάτια σου Μόνο»), αλλά κι ένα σύνταγμα Ιταλούς φαντάρους (η «Βασίλισσα» Βάνα Μπάρμπα στο «Mediterraneo» και η Πελαγία - Πενέλοπε Κρουζ στο «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι»).
Ίλια («Ποτέ την Κυριακή», 1960)
Η προσωποποίηση της δύναμης του ενστίκτου, της joie de vivre, της πιο φιλοσοφημένης –χωρίς να έχει ανοίξει σελίδα βιβλίου– άποψης για τη ζωή. Ως Ίλια (darling) και χαρούμενο, διασκεδαστικό alter ego τής «Στέλλας», η Μελίνα τραγουδά πως θα ’θελε να είχε «ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά», κάνοντας παγκοσμίως διάσημους τον Πειραιά, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον απενοχοποιημένο ελεύθερο έρωτα.
Σταύρος Τοπούζογλου («Αμέρικα, Αμέρικα», 1963)
Εμπνεόμενος από την ιστορία του θείου του, Τζο, ο Ελία Καζάν περιγράφει χωρίς ίχνος ωραιοποίησης τον αποφασισμένο να πάει στην Αμερική ήρωά του, ο οποίος για να τα καταφέρει γίνεται ακόμα και φονιάς. Ο σκηνοθέτης δεν κρύβει την πίκρα του για τη ματαιότητα των ονείρων του Σταύρου (Στάθης Γιαλελής), το περίφημο «αμερικανικό όνειρο», υποκλίνεται όμως στο ελληνικό πείσμα του και την ατσάλινη θέλησή του να αλλάξει τη μοίρα του.
Αλέξης Ζορμπάς («Αλέξης Ζορμπάς», 1964)
Πότης, ανοιχτόκαρδος, αγροίκος, καταφερτζής, τσαπατσούλης, πολυλογάς, γυναικάς, ντόμπρος, χορευταράς… Ξεπερνώντας τον λογοτεχνικό ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη, ο Άντονι Κουίν γίνεται η τέλεια ενσάρκωση του μεσογειακού πάθους, απέναντι στο στεγνό βορειοευρωπαϊκό ορθολογισμό του διανοούμενου Άλαν Μπέιτς. Ρόλος ζωής για τον Κουίν, ο οποίος ελληνοποιήθηκε ξανά ως αντιστασιακός Αντρέας Σταύρος στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και Αριστοτέλης Ωνάσης στον «Έλληνα Μεγιστάνα».
Τούλα Πορτοκάλος («Γάμος αλά Ελληνικά», 2002)
Μετατρέποντας το one woman show θεατρικό της σε κινηματογραφική κωμωδία των 5 εκατομμυρίων δολαρίων, η Καναδέζα Νία Βαρντάλος στρίμωξε με φολκλορική χαριτωμενιά όλα τα στερεότυπα της ελληνοαμερικανικής οικογένειας μέσα σε 95 λεπτά φωνακλάδικων παρεξηγήσεων και «greeklish» γκαγκς. Με 370 εκατ. παγκόσμιες εισπράξεις, οι Πορτοκάλος έγιναν τα πλέον γραφικά pop icons της χώρας του Ζορμπά, επιστρέφοντας φέτος σε πλήρη σύνθεση και με ακόμα πιο κιτς διαθέσεις.
Βασιλιάς Λεωνίδας («300», 2007)
Ξεχάστε τον Οδυσσέα του Κερκ Ντάγκλας, τον Μεγάλο Αλέξανδρο των Ρίτσαρντ Μπάρτον και Κόλιν Φάρελ, ακόμα και τον Αχιλλέα του Μπραντ Πιτ. Ουρλιάζοντας «This is Sparta!» (και ουρλιάζοντας γενικώς), ο Λεωνίδας των Φρανκ Μίλερ, Ζακ Σνάιντερ και Τζέραρντ Μπάτλερ είναι πλέον η πιο αιμοσταγής, ηρωική, six packed και μοντέρνα εικόνα του αρχαιοελληνικού πολεμιστή. Ένας δεξιοτεχνικός συνδυασμός κόμικς υπερβολής, σκοτεινού στιλιζαρίσματος και καταιγιστικής αφήγησης που προσγειώνει το βασιλιά της Σπάρτης στην εποχή των videogames.
Ζήνος Καζαντζάκης («Soul Kitchen», 2009)
Κώστας, Παναγιώτης, Γιάννης, Νεκτάριος, Μίλτος Σαραντάκος, Ηλίας Τσαντίδης και τώρα Δημήτρης Στεφανίδης («Δώρο των Θεών»). Η φιλμογραφία του πελοποννησιακής καταγωγής Αδάμ Μπουσδούκου είναι γεμάτη Έλληνες που κυνηγούν το γερμανόφωνο ευρωπαϊκό όνειρο φορτωμένοι, και αυτοί, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της φυλής. Κορυφαίος όλων τους, ο εστιάτορας Ζήνος Καζαντζάκης, ο οποίος αναστατώνει με ξεκαρδιστικό τρόπο το πολυπολιτισμικό Αμβούργο του Φατίχ Ακίν.
Περισσότερες πληροφορίες
Γάμος αλά Ελληνικά 2
Ενώ η Τούλα ανησυχεί μήπως η κόρη της Πάρις διαλέξει πανεπιστήμιο μακριά από το σπίτι τους, θα βρεθεί στη μέση της απρόβλεπτης διαμάχης που θα ξεσπάσει ανάμεσα στους γονείς της, όταν εκείνοι διαπιστώσουν πως ο προ πεντηκονταετίας γάμος τους είναι άκυρος.