Η Ακαδημία μοιράζει τις διακρίσεις της τη Δευτέρα 28 Μαρτίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με την «Τετάρτη 4:45» να μοιάζει ακλόνητο φαβορί και τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ να δίνει το «παρών» ως επίσημη προσκεκλημένη. Εμείς χαρτογραφούμε το δυσχερές περιβάλλον της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, αναλύουμε την κριτική που συνόδευσε την ανακοίνωση των φετινών υποψηφιοτήτων και δίνουμε ραντεβού στη φετινή γιορτή της ΕΑΚ.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Αυτή είναι η αιτία για τις αρνητικές αντιδράσεις που ακολούθησαν την ανακοίνωση των φετινών υποψηφιοτήτων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου πριν από μερικές ημέρες, μάλλον τις πιο έντονες στη σύντομη ιστορία του θεσμού. Γιατί αν θέλεις να ψάξεις αφορμές θα βρεις πολλές... Η μαζικότερη συλλογικότητα ενεργών επαγγελματιών του χώρου που ξεκίνησε την πορεία της μετά βαΐων και κλάδων πριν από μόλις επτά χρόνια δέχεται πλέον ανοιχτή κριτική για το κατά πόσο εκπροσωπεί απλώς ένα μικρόκοσμο που ζει στην καλλιτεχνική του γυάλα ή προσπαθεί πραγματικά να πιάσει τον κινηματογραφικό παλμό της ντόπιας παραγωγής. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ποιότητα vs εμπορικότητα
Η μεγάλη συζήτηση για τις υποψηφιότητες των βραβείων άναψε πριν από μερικές μέρες, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωσή τους στο ξενοδοχείο «Radisson Blu Park» από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Βασίλη Κατσούφη. Τα social media άρχισαν κατευθείαν να βουίζουν για τις φετινές επιλογές, με τους επικριτικές να χρησιμοποιούν ως αιχμή τις μόλις τέσσερις υποψηφιότητες του «Ένας Άλλος Κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη που πλησιάζει τα 670.000 εισιτήρια, σε σχέση με ταινίες που δεν έχουν καν προβληθεί ακόμη στις αίθουσες, όπως το «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη (έξι υποψηφιότητες) και το «Smac» του Ηλία Δημητρίου (τέσσερις), αλλά και τις κυκλοφορίες των λίγων χιλιάδων εισιτηρίων «Τετάρτη 4:45» του Αλέξη Αλεξίου (δεκατρείς υποψηφιότητες με 9.900 θεατές) και «Chevalier» (έξι με 5.300 θεατές).
Μπορεί, όμως, η εμπορική πορεία ενός φιλμ να καθορίζει την κινηματογραφική του αρτιότητα; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Γι’ αυτό και οι απανταχού Ακαδημίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν ασχολούνται με τα μπορντερό των αιθουσών, αλλά με την καλλιτεχνική αξία του έργου. Αυτός είναι άλλωστε και ο ιδρυτικός σκοπός των Ακαδημιών... Δηλαδή, καταξιωμένοι επαγγελματίες να βραβεύουν συναδέλφους που προσπαθούν να διατηρήσουν τον τιμητικό τίτλο της «7ης Τέχνης» για το σινεμά, μέσα στον ορυμαγδό των franchise, sequels, reboots και ένα σωρό άλλων σινε-προϊόντων που μετρούν την επιτυχία τους σε λογιστικά φύλλα.
Ας φύγουμε λιγάκι από τη στενή ελληνική πραγματικότητα για να δούμε τι ψήφισαν φέτος άλλες μεγάλες Ακαδημίες: Στην Αμερική το «Spotlight: Όλα στο Φως» (44 εκατ. δολ.) όλως τυχαίως προτιμήθηκε έναντι του «Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει» (932 εκατ. δολ.), στη Γαλλία το «Fatima» του Φιλίπ Φοκόν (350.000 εισιτ.) θριάμβευσε έναντι του «Σεσημασμένοι Καθηγητές 2» (3,5 εκατ. εισιτ.), ενώ οι Ευρωπαίοι έδωσαν το βραβείο τους στη «Νιότη» του Πάολο Σορεντίνο που σίγουρα δεν έκοψε ούτε το ένα τέταρτο των εισιτηρίων του γαλλικού «Η Αρπαγή 3».
Βέβαια, το «Ένας Άλλος Κόσμος» ελάχιστα έχει να κάνει με τις εμπορικές περιπέτειες ή κωμωδίες που αναφέραμε παραπάνω, αφού πρόκειται για ένα κοινωνικό (μελο)δράμα με φόντο το προσφυγικό που συγκίνησε και έφερε τον κόσμο στην αίθουσα με ένα τρομερό word of mouth. Και πες ότι τα μέλη της Ελληνικής Ακαδημίας δεν κατάφεραν να εκτιμήσουν το σεναριακό βάθος της ταινίας, πώς τους ξέφυγε η τεχνική της ανωτερότητα σε σχέση με τα πολύ μικρότερου μπάτζετ φιλμ; Γιατί μπορεί η σκηνή της «μάχης» του αεροδρομίου να είχε προβλήματα, αλλά η σκηνή της αγοράς και η κινηματογράφηση των διάφανων γραφείων της πολυεθνικής είναι υψηλού επιπέδου, τουλάχιστον για τα ελληνικά επίπεδα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Παπακαλιάτης δεν κατάφερε να μπει στην τετράδα των καλύτερων σκηνοθετών. Και ως προς αυτό κάτι πάει και έρχεται... Όμως πώς μπορεί το «Ένας Άλλος Κόσμος» να βρέθηκε εκτός τεχνικών υποψηφιοτήτων, όπως αυτές της Φωτογραφίας (η ερωτική φωλιά του αεροπλάνου θαρρώ ότι φτάνει), του Μοντάζ (μόνο η πρώτη ιστορία ήταν αρκετή), της Σκηνογραφίας, της Ενδυματολογίας και πάει λέγοντας; Μάλλον υπάρχει μια δόση αλήθειας στην κριτική που λέει ότι ο φανερά βελτιωμένος σε σχέση με το «Αν...» Παπακαλιάτης πληρώνει το ότι έχει «τηλεοπτικό» και όχι «καλλιτεχνικό» προφίλ στο χώρο. Γιατί, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, άλλες Ακαδημίες δεν διστάζουν να φορτώσουν με βραβεία blockbuster με υψηλή τεχνική κατάρτιση και αισθητική (βλέπε φέτος το «Mad Max» των έξι Όσκαρ).
Αυτή βέβαια δεν ήταν η μόνη ανορθογραφία των φετινών υποψηφιοτήτων για τα βραβεία της ΕΑΚ. Πώς γίνεται το θεατρικής λογικής «Interruption» να σαρώνει στις τεχνικές κατηγορίες, φτάνοντας τις εννιά υποψηφιότητες, αλλά να αποκλείεται από την κατηγορία Καλύτερης Ταινίας; Επίσης, πόσο καλύτερος ήταν ο Χάρης Φραγκούλης στο «Ουζερί Τσιτσάνης» από τον Τζέι Κέι Σίμονς στον «Άλλο Κόσμο»; Γενικότερα, ήταν τόσο υποκριτικά καθηλωτικό το «Ουζερί Τσιτσάνης» για να κερδίσει τρεις ερμηνευτικές υποψηφιότητες;
Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, έχοντας διορθώσει αρκετές από τις νεανικές διοργανωτικές της αστοχίες (από τη διαφορετική πρόταση για εκπροσώπηση στα Όσκαρ μέχρι την υπερβολικά υψηλή συνδρομή της), πρέπει να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να διασφαλίσει τη δίκαιη αποτύπωση των καλύτερων στιγμών της χρονιάς στα βραβεία της. Και το βασικότερο ζήτημα που έχει προκύψει είναι αυτό της «μονής ψήφου», δηλαδή ότι κάθε μέλος μπορεί να κάνει μόνο μία επιλογή ανά κατηγορία στην κατάρτιση των υποψηφιοτήτων, μια πρακτική που όπως είναι λογικό ευνοεί τις κλίκες, τα παράδοξα και τα μονομπλόκ των κολλητών.
Από την άλλη, μακροπρόθεσμα, καλό θα ήταν η Ακαδημία να διευρύνει τον αριθμό των μελών της, αν και αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο την εποχή που η ελληνική παραγωγή βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Διότι όσο το εγχώριο σινεμά ισορροπεί, λόγω υποχρηματοδότησης, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, η ΕΑΚ θα πορεύεται με αυτά που έχει…
Τα μαύρα μας τα (οικονομικά) χάλια
Η Ελληνική Ακαδημία γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του παλιού, φέρνοντας την ελπίδα στο ελληνικό σινεμά. Η κίνηση των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», που δεν ανέβασαν τις ταινίες τους στη Θεσσαλονίκη το 2009, ήταν ο δούρειος ίππος για την κατάργηση των διαβλητών Κρατικών Βραβείων (Αμφισβητούμενης) Ποιότητας. Ο ενθουσιασμός της νέας γενιάς ενεργών κινηματογραφιστών δεν ήταν όμως ικανός –πώς θα μπορούσε άλλωστε;– να αναστρέψει την οικονομική καταστροφή της χώρας. Δυστυχώς, το κινηματογραφικό απόστημα έσπασε όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε βαρύ κώμα.
Η κρίση αρχικά λειτούργησε στο σινεμά ως big bang για τη νέα γενιά, ενώ λίγο νωρίτερα ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου και η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα είχαν δώσει το σήμα για μια πρωτοφανή φεστιβαλική εξωστρέφεια, αλλά και για ένα υγιές κλίμα συνεργασίας ανάμεσα στους Έλληνες δημιουργούς. Ξαφνικά το ελληνικό σινεμά έγινε παρέα και ο ένας σκηνοθέτης δούλευε ανιδιοτελώς στην ταινία του άλλου, ο ένας παραγωγός μοιραζόταν απλόχερα τα φεστιβαλικά κονέ του και η μία Red κάμερα που υπήρχε πήγαινε σχεδόν τσάμπα από γύρισμα σε γύρισμα. Αλλά χρειάζεται και ο επαγγελματισμός, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την επιβίωση... Γιατί όταν ο βιοπορισμός γίνεται κάτι παραπάνω από δύσκολος, δεν μπορείς να βγάζεις το μήνα μόνο με δανεικά και ελπίδες. Μια λιλιπούτεια κινηματογραφική παραγωγή με μια δύσκολη γλώσσα σαν τη δική μας δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στη βοήθεια του κράτους, αλλιώς θα την καταπιούν οι ισχυροί.
Δυστυχώς, μέσα στον ενθουσιασμό της στιγμής, κανένας δεν σκέφτηκε ότι τα λεφτά των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας έφυγαν από το ελληνικό σινεμά και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ξεκίνησε με περικοπές και έφτασε σε χρόνο dt σε μηδενικές χρηματοδοτήσεις και στη σημερινή του υπολειτουργία. Η κατάργηση του ειδικού φόρου που υπήρχε στο εισιτήριο των αιθουσών, η μοναδική σίγουρη πηγή χρηματοδότησής του Κέντρου, καταργήθηκε το καλοκαίρι προκαλώντας περαιτέρω ασφυξία.
Μπορεί λοιπόν στην αρχή της δεκαετίας, η είσοδος των Ελλήνων στο παζάρι των ευρωπαϊκών συμπαραγωγών και η γενναία συνεισφορά της Faliro House του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου να καμουφλάρισε την οικονομική ένδεια του ελληνικού σινεμά, αλλά κάποια στιγμή το μέικ-απ ξεβάφει. Μέσα σε όλα, το κοινό αποφάσισε να γυρίσει (εντελώς) την πλάτη του στο ελληνικό σινεμά. Ταινίες που επέστρεψαν στη χώρα μας με εξαιρετικές φεστιβαλικές συστάσεις δεν έκαναν παρά μερικές χιλιάδες εισιτήρια, με τους σκηνοθέτες να γνωρίζουν ηχηρή απόρριψη από τους συμπατριώτες τους.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και ο φαύλος κύκλος της «εξωστρέφειας»: Aφού δεν μας καταλαβαίνουν οι δικοί μας, θα φτιάξουμε ταινίες με ξενόγλωσσους τίτλους και προορισμό τα διεθνή φεστιβάλ. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί δεν μας καταλαβαίνουν οι Έλληνες και πάει λέγοντας... Με δεδομένη την κατάρρευση του «τηλεοπτικής αισθητικής» εμπορικού σινεμά της προηγούμενης δεκαετίας («Η Νήσος», «Σούλα Έλα Ξανά»), η σχέση του ελληνικού σινεμά με το κοινό έχει πάρει μια σουρεάλ στροφή.
Από τη μία έχουμε παροδικούς θριάμβους σαν αυτόν του «Ένας Άλλος Κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη των 670.000 εισιτηρίων και από την άλλη το «Chevalier» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη, με ανάλαφρη διάθεση, πρωταγωνιστή τον Ρουβά και πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Λονδίνου, να κόβει μόλις 5.300 εισιτήρια... Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο, ταραχώδες και ανορθόδοξο κινηματογραφικό σκηνικό που έχει στο φόντο του μια χώρα που ξύνει επίμονα τον πάτο του βαρελιού, μήπως είναι λιγάκι υπερβολικό να ζητάμε από τα 250 μέλη της Ακαδημίας να ψηφίζουν αδέκαστα και ψύχραιμα, αψηφώντας προσωπικές επαφές, πάθη και λάθη;
Η γιορτή των βραβείων
Δύσκολο να γιορτάζεις, όταν το Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου παραμένει δυόμισι μήνες μετά το διορισμό του ουσιαστικά αδρανές, αφού δεν υπάρχει μία στα ταμεία, ενώ δεκάδες επαγγελματίες ακολούθησαν το δρόμο του Γιώργου Λάνθιμου αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό. Τα βραβεία της Ακαδημίας Ελληνικού Κινηματογράφου, όμως, αποτελούν τη μοναδική –ηθική έστω– επιβράβευση για όσους προσπαθούν με τεράστιο προσωπικό κόστος να κάνουν σινεμά στη χώρα μας. Τη Δευτέρα 28 Μαρτίου το ελληνικό σινεμά ξεχνά τα βάσανα και βάζει τα καλά του.
Η Ακαδημία μοιράζει τα βραβεία της στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σε μια τελετή που θα παρουσιάσουν ο Γιώργος Νανούρης και η Λένα Παπαληγούρα. Μεγάλη προσκεκλημένη της φετινής απονομής των βραβείων της ΕΑΚ είναι η σπουδαία ηθοποιός και ακτιβίστρια Βανέσα Ρεντγκρέιβ, υπερασπιζόμενη από τη δεκαετία του ’60 τους αδύναμους του πλανήτη και έχοντας εντείνει τον τελευταίο καιρό τη δράση της για το προσφυγικό.
Τα φετινά βραβεία κρύβουν ακόμη τρεις εκπλήξεις: Καταρχάς ύστερα από μια… incognito επταετία επιτέλους απέκτησαν επίσημο όνομα με συμβολικό χαρακτήρα. Από εδώ και στο εξής θα λέγονται Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το δεύτερο είναι ότι για πρώτη φορά θα δοθεί Βραβείο –Ίρις για να το συνηθίζουμε– Ξένης Ταινίας, μια κίνηση που κρίθηκε επιβεβλημένη για την εξωστρέφεια της ΕΑΚ. Το φετινό μεγάλο φαβορί είναι φυσικά ο «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου, οι παραγωγοί του οποίου δεν το κατέθεσαν ως ελληνική συμμετοχή παρότι είχαν το δικαίωμα, δίνοντας χώρο σε μικρότερου μπάτζετ ταινίες να διεκδικήσουν βραβεία. Τρίτη φετινή καινοτομία είναι ότι ο διακεκριμένος συνθέτης/μαέστρος Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει συνθέσει το μουσικό θέμα της βραδιάς. Να προσθέσουμε ότι τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Νίκος Σούλης και η δημιουργική του ομάδα και τα φώτα η Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Καλά βραβεία λοιπόν…
Οι υποψηφιότητες για το βραβείο καλύτερης ταινίας
Τετάρτη 04:45
Ο Αλέξης Αλεξίου («Ιστορία 52») επιστρέφει με ένα στιλιζαρισμένο gangaster movie που εκτυλίσσεται στη σκοτεινή πλευρά της Αθήνας, με πρωταγωνιστή έναν πνιγμένο στα χρέη ιδιοκτήτη τζαζ κλαμπ.
Smac
O Κύπριος Ηλίας Δημητρίου («Fish ‘n’ Chips») ζουμάρει στο αθηναϊκό downtown με ένα πολυεπίπεδο δράμα που εξιστορεί τη σχέση μιας μοναχικής μεσήλικης με έναν άστεγο.
Invisible
Γυρισμένη στον Ασπρόπυργο, η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη («Τρεις Μέρες Ευτυχίας») είναι ένα τραχύ αστικό γουέστερν που περιγράφει την άνιση μάχη ενός 35άρη ενάντια στην αδικία.
Ένας Άλλος Κόσμος
Τρεις ιστορίες περιλαμβάνει το δράμα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, το οποίο προσωποποιεί στην Ελλάδα του σήμερα αφηρημένες έννοιες όπως το προσφυγικό, η κρίση και ο φασισμός.
Chevalier
Το χαλαρό σαββατοκύριακο ψαρέματος μιας παρέας μετατρέπεται σε ένα ανελέητο παιχνίδι εξουσίας, με την Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη («Attenberg») να σατιρίζει την ανδρική ματαιοδοξία.
Ντοκιμαντέρ & Μικρού μήκους
Βραβείο Ταινίας Τεκμηρίωσης
Αρκαδία Χαίρε
Μιάμιση δεκαετία μετά την «Αγέλαστο Πέτρα», ο Φίλιππος Κουτσαφτής επιστρέφει με ένα ευαίσθητο εθνογραφικό-αρχαιολογικό οδοιπορικό.
Erotica, Exotica, etc.
Το παρθενικό εγχείρημα της Ευαγγελίας Κρανιώτη μιλά για τους φευγαλέους ή ισόβιους έρωτες που εμπνέει η μοναξιά της θάλασσας.
The Longest Run
Η Μαριάννα Οικονόμου («Food for Love») συναντά τον Σύρο Αλσαλέχ και τον Ιρακινό Τζασίμ στη φυλακή ανηλίκων του Βόλου.
Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους
1. Ο Σπόρος (Ιφιγένεια Κοτσώνη)
2. Το Σύκο (Νικόλας Κολοβός)
3. Dreamtoy (Χρήστος Χουλιάρας)
4. Joanna (Παναγιώτης Φαφούτης)
5. Simon Says (Νίκος Τσεμπερόπουλος)
6. 4η Μαρτίου (Δημήτρης Νάκος)