Ο 79χρονος σταρ επιστρέφει στην ενεργό δράση με το ορεσίβιο δράμα «Ταξίδι στην Αλαμπάμα» κι εμείς θυμόμαστε τις σημαντικότερες στιγμές στη λαμπρή του καριέρα, αυτές που τον ανέδειξαν σε ένα διαχρονικό είδωλο της αμερικανικής κινηματογραφίας.
H εικόνα του Αμερικανού σταρ έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητό μου –και πιστεύω δεκάδων άλλων Αθηναίων– με τις σαββατιάτικες εφηβικές επισκέψεις για ψώνια στο κέντρο. Μια τεράστια φωτογραφία του ήταν κρεμασμένη στο Redford, ένα κατάστημα αντρικών ρούχων στην Ακαδημίας, που χρησιμοποιούσε το επώνυμο και το είδωλό του ως αναλλοίωτο έμβλημα κομψότητας.
Αν ποτέ ο γοητευτικός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός, οικολόγος-ακτιβιστής και ιδρυτής του Φεστιβάλ Σάντανς τύχαινε να περάσει από τον κεντρικό δρόμο της Αθήνας, μάλλον θα την κατέβαζε… με τα ίδια του τα χέρια. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του στην εξηντάχρονη και βάλε καριέρα του για να ξεκολλήσει από πάνω του τη γλυκερή ταμπέλα του «όμορφου άντρα», που θύμιζε όσο κανείς άλλος το clean cut κάλλος των Κένεντι.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο οι χυλόπιτες που έχει ρίξει κατά καιρούς στους χολιγουντιανούς παραγωγούς είναι εφάμιλλες με τις ξακουστές εμφανίσεις του στην οθόνη. Για παράδειγμα, μετά τη βράβευσή του με Χρυσή Σφαίρα καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού στο «Έρωτες στην Αυγή» το 1965, απέρριψε πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» για να κάνει διακοπές στην Ισπανία. Ένα χρόνο αργότερα ξαναείπε ένα μεγαλοπρεπέστατο «όχι» στον Μάικ Νίκολς για τον «Πρωτάρη», ενώ από το σερί των τρανταχτών απορρίψεων δεν γλίτωσε ούτε ο Ρομάν Πολάνσκι με το «Μωρό της Ρόζμαρυ».
Ο Ρέντφορντ δεν ξεπούλησε ποτέ την εικόνα του για μια χούφτα δολάρια, προτιμώντας τους κόντρα στη φυσική ομορφιά του ρόλους.
Οι αρνήσεις σε πανάκριβα projects πολλαπλασιάστηκαν στις αρχές των ’70s, όταν γνώρισε την απόλυτη εμπορική ακμή της καριέρας του. Ο Ρέντφορντ δεν ξεπούλησε ποτέ την εικόνα του για μια χούφτα δολάρια, προτιμώντας τους κόντρα στη φυσική ομορφιά του ρόλους. Αυτό δεν σήμαινε, βέβαια, ότι ο Αμερικανός σταρ υιοθέτησε τη Μέθοδο ή οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική μόδα ακραίας μεταμόρφωσης στην οθόνη. Πίσω από τους απατεώνες, φυγόδικους, ηθικά αμφιταλαντευόμενους πράκτορες, μαχόμενους δημοσιογράφους, χαρτοπαίχτες και ύποπτους γόηδες που έχει ερμηνεύσει κατά καιρούς μπορούσες πάντοτε να διακρίνεις τον ίδιο τον Ρέντφορντ.
Αυτόν τον εκλεκτικό, ιδεαλιστή και πρωτοπόρο ξανθομάλλη, που προτίμησε να ξοδέψει τα χρήματά του για να αγοράσει γη στην ορεινή Γιούτα, πραγματοποιώντας έτσι το όνειρό του για ένα φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου, παρά να τα επενδύσει σε πολυτελείς επαύλεις και πολύχρωμες συλλογές Rolls Royce. Οι ποιοτικές επιλογές του τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο τον έχουν ανακηρύξει εδώ και δεκαετίες άφθαρτη προσωπικότητα του αμερικανικού κινηματογράφου, έναν άνθρωπο που κρατά ψηλά το λάβαρο της 7ης τέχνης σε μια βιομηχανία εθισμένη στο δολάριο.
Καριέρα βγαλμένη από όνειρο
Ταραχώδης παιδική ηλικία στην Καλιφόρνια, αθλητικές διακρίσεις, φοιτητικά χρόνια βουτηγμένα στο αλκοόλ, αποβολή από το κολέγιο όπου φοιτούσε κι ένα ταξίδι στην Ευρώπη που άλλαξε την πορεία της ζωής του. Αυτά είναι, εν συντομία, τα πρώτα ασταθή βήματα στη ζωή του μεγάλου σταρ. Μετά την παραμονή του για μικρό διάστημα στην καλλιτεχνική μητρόπολη του Παρισιού, ο Ρέντφορντ επιστρέφει αλλαγμένος στην πατρίδα του. Η ριζική μεταστροφή του τον οδηγεί στο ζωογόνο μονοπάτι της υποκριτικής. Όπως οι περισσότεροι στην ηλικία του, προτιμά τη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει την καριέρα του, αφού οι τηλεοπτικές παραγωγές και το Μπρόντγουεϊ διψούν για νέα πρόσωπα. πόσο μάλλον γι’ αυτό του γοητευτικού Ρόμπερτ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές του ’60 συμμετέχει σε αρκετές, αλλά κυρίως αδιάφορες δουλειές. Το 1962 κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο αντιπολεμικό φιλμ «War Hunt». Η πρώτη επιτυχία έρχεται με την αμέσως επόμενη δουλειά του, τους «Έρωτες στην Αυγή», ενώ οι εμφανίσεις του στα «Καταδίωξη» και «Αγάπη Για τον Έρωτα» το 1966 χτίζουν το σταρ στάτους του. Μάλιστα, η τελευταία αποτελεί την πρώτη συνεργασία του με τον Σίντνεϊ Πόλακ, τον Αμερικανό σκηνοθέτη που εμπιστεύτηκε περισσότερο από κάθε άλλον στην καριέρα του.
Η εμφάνισή του στην κινηματογραφική μεταφορά «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» (1967), δίπλα στην Τζέιν Φόντα, σφραγίζει την ανάδειξή του σε sex symbol της εποχής, γεγονός που δεν άρεσε στον οικογενειάρχη Ρέντφορντ. Δύο ταινίες του Τζορτζ Ρόι Χιλ δίνουν μια διαφορετική και «βρόμικη» πορεία στην καριέρα του, η οποία πλέον δεν πατάει στην αδιαμφισβήτητη γοητεία του. Το γουέστερν «Δύο Ληστές» (1969) και το στημένο στο προπολεμικό Σικάγο «Κεντρί» φέρνουν τον Αμερικανό σταρ στη χολιγουντιανή κορυφή.
Στη συνέχεια, πρωταγωνιστεί σε δύο φιλμ που καθόρισαν το προοδευτικό προφίλ του αμερικανικού σινεμά στη δεκαετία του ’70, στις «3 Μέρες του Κόνδορα» (1975) και στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» (1976). Εκτός από τον εμβληματικό «Κόνδορα», η συνεργασία Πόλακ - Ρέντφορντ αποφέρει ακόμη δύο εξαιρετικές ταινίες μέσα στη δεκαετία, τα «Καλύτερά μας Χρόνια» (1973) και τον «Ηλεκτρισμένο Καβαλάρη» (1979). Τα καλύτερα όμως καλλιτεχνικά χρόνια βρίσκονται μπροστά του.
Πέρα από την ηθοποιία…
Μόνον ως ειρωνεία μπορεί να εκλάβει κάποιος ότι το μοναδικό Όσκαρ που κέρδισε ο 79χρονος Αμερικανός –πέρα από το τιμητικό του 2002– είναι αυτό της σκηνοθεσίας. Το οικογενειακό δράμα «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» (1980) εξασφαλίζει στον Ρέντφορντ το χρυσό αγαλματίδιο που δεν του έφεραν οι φημισμένες ερμηνείες του τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το σημαντικότερο όμως γεγονός αυτής της δεκαετίας ήταν η σημαντική ενίσχυση του Σάντανς, του φεστιβαλικού οράματος του μεγάλου σταρ: από τη μετακόμισή του στο Παρκ Σίτι το 1981 μέχρι τη βράβευση του «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» το 1989 και τη μετέπειτα εμπορική επιτυχία του, ο Ρέντφορντ κατάφερε να επιτύχει το σκοπό του βάζοντας μια και καλή το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά στο παιχνίδι της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Μόνον ως ειρωνεία μπορεί να εκλάβει κάποιος ότι το μοναδικό Όσκαρ που κέρδισε ο 79χρονος Αμερικανός –πέρα από το τιμητικό του 2002– είναι αυτό της σκηνοθεσίας.
Μετατρέποντας το Σάντανς σε φεστιβαλικό πρωταγωνιστή, έχοντας βάλει την ερμηνευτική του υπογραφή σε μεγάλες επιτυχίες (από το «Πέρα Από την Αφρική» μέχρι την «Ανήθικη Πρόταση» και από τον «Γητευτή των Αλόγων» μέχρι τον υποκριτικό άθλο «Όλα Χάθηκαν») και φροντίζοντας να μην παραιτηθεί ποτέ από τη σκηνοθετική του ιδιότητα («Μιλάγκρο η Γη της Σύγκρουσης», «Quiz Show», «Ύποπτη Συνωμοσίας»), ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ βρίσκεται εδώ κι έξι δεκαετίες στο παγκόσμιο κινηματογραφικό προσκήνιο. Μην απορείτε, λοιπόν, με την απόφασή του να πρωταγωνιστήσει σε ηλικία 79 χρόνων στην κινηματογραφική διάσχιση του μονοπατιού των Απαλαχίων έχοντας δίπλα του τον 74χρονο Νικ Νόλτε.
Το «Ταξίδι στην Αλαμπάμα» προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να δούμε στην οθόνη δύο χολιγουντιανούς θρύλους να μιλούν ανάλαφρα για την περιπέτεια που λέγεται «ζωή». Ένα απολαυστικό ερμηνευτικό τετ-α-τετ που απελευθερώνει σε μεγάλο υψόμετρο ερωτήματα για την αντρική φιλία, τον έρωτα και την ευδαιμονία, το οποίο επιβεβαιώνει ότι ο Ρέντφορντ παραμένει ακόμη και σήμερα ένας αγέραστος ήρωας του αμερικανικού σινεμά.
Ο AΓΝΩΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ
Η αγαπημένη του
Μετά το χωρισμό του με τη Λόλα βαν Γουέιτζνεν το 1985, με την οποία έκανε τέσσερα παιδιά, ξαναπαντρεύτηκε το 2009 σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Αμβούργου την επί χρόνια σύντροφό του ζωγράφο Σίμπιλ Ζάγκαρς.
«Twilight Zone»
Σε ηλικία 25 χρόνων ο νεαρός ηθοποιός εμφανίστηκε στο εξαιρετικό επεισόδιο 81 της θρυλικής sci fi σειράς με τίτλο «Nothing in the dark». Μια... θανατερή τηλεοπτική εμφάνιση που άφησε ιστορία.
Οικολόγος ακτιβιστής
Έχει αγοράσει –για να τα προστατεύσει– εκατοντάδες στρέμματα στη Γιούτα, είναι μέλος της διοίκησης του αμερικανικού Συμβουλίου Υπεράσπισης Φυσικών Πόρων και υποστηρικτής πρωτοβουλιών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. με λίγα λόγια είναι ορκισμένος οικολόγος.
Περισσότερες πληροφορίες
Ταξίδι στην Αλαμπάμα
Ένας ηλικιωμένος ταξιδιωτικός συγγραφέας και ένας παλιός του φίλος αποφασίζουν να διασχίσουν περπατώντας το κοπιαστικό, επικίνδυνο και μήκους 3.500 χιλιομέτρων μονοπάτι των Απαλαχίων.